Γράφει η Όλγα Παναγιωτοπούλου
Κοινωνιολόγος, Msc Εγκληματολογίας
Η λέξη «τρομοκρατία» είναι ένας όρος με βαθιές ιστορικές ρίζες. Ωστόσο, από τις αρχές του αιώνα μας και έπειτα έχει ειπωθεί και γραφτεί όσο ποτέ άλλοτε. Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 εγκαινιάζουν μια εποχή στην οποία η «τρομοκρατία» μπαίνει στη συνείδηση ενός κόσμου που γίνεται μάρτυρας μιας πρωτοφανούς –συμβολικής- επίθεσης, που καθίσταται κομβικό σημείο την παγκόσμια ιστορία.
Από τότε η τρομοκρατία μπαίνει πιο δυναμικά στο πεδίο της διεθνούς συζήτησης για την αποσαφήνιση και οριοθέτησή της, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Κράτη, διεθνείς οργανισμοί και ακαδημαϊκοί έχουν επιχειρήσει να διευθετήσουν το ζήτημα του ορισμού, χωρίς ουσιαστική επιτυχία. Το πλήθος των τύπων και των εννοιών που έχουν ανακύψει στην προσπάθεια αυτή, δυσχεραίνουν το έργο τους. Οι λόγοι για τους οποίους η τρομοκρατία είναι μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη έννοια έχουν να κάνουν με τα διαφορετικά νομικά πλαίσια των χωρών, το ρίσκο απονομιμοποίησης/ εγκληματοποίησης ατόμων και ομάδων, καθώς και τη διαρκή αλλαγή του νοήματός της στα 200 και πλέον χρόνια ύπαρξης της.
Οι απαρχές της εντοπίζονται στη Γαλλική Επανάσταση, οπότε χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το καθεστώς τρόμου που εκπορεύεται από την κυβέρνηση. Έκτοτε, χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει πράξεις που αντίκεινται στο κράτος. Εξέχουσες διεθνείς προσωπικότητες έχουν όπως ο Νέλσον Μαντέλα ή ο Γιάσερ Αραφάτ έχουν χαρακτηριστεί ως τρομοκράτες. Λίστες που διατηρούν κράτη και οργανισμοί ανανεώνονται συνεχώς, γεγονός που καταδεικνύει τη ρευστότητα των ορισμών, ειδικά σε περιπτώσεις όπου η τρομοκρατική βία υποστηρίζεται από ένα κράτος.
Εάν θα θέλαμε να εντοπίζουμε τα βασικότερα χαρακτηριστικά στην πλειάδα των ορισμών που έχουν προταθεί, αυτά θα συνοψίζονταν α) στην απειλή ή χρήση βίας εναντίον προσώπων ή ιδιοκτησίας, β) που στόχο έχει να εκφοβίσει, γ) για την προώθηση / αποκόμιση πολιτικών, κυρίως, οφελών δ) επιλέγοντας πολλές φορές τυχαίους, αλλά συμβολικούς στόχους για να προωθήσουν το μήνυμά τους στον κύριο αποδέκτη.
Κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του Τρόμου στη Γαλλική Επανάσταση, το βασικό ενδιαφέρον μετατοπίζεται από τους ενόχους στους υπόπτους. Όμοια, στα χρόνια που ακολουθούν την επίθεση της 11/9 η παγκόσμια κοινότητα αναλώνεται στην εύρεση πιθανών υπόπτων τρομοκρατίας. Σύμφωνα με τη λογική αυτή, νομιμοποιούνται μέσα ελέγχου και παρακολούθησης του ευρύτερου πληθυσμού (κάμερες, έλεγχοι σε αεροδρόμια κ.λπ.) Το βλέμμα στρέφεται στη διεθνή τρομοκρατία, η οποία προέρχεται από ξένους εισβολείς και βρίσκει ως υπόβαθρο τη θεμελιώδη σύγκρουση Δύσης-Ανατολής.
Για χρόνια αυτή η συλλογιστική τροφοδοτείται στους πολιτικούς λόγους, σε στρατιωτικές επεμβάσεις, στο δίλημμα «ελευθερία ή ασφάλεια». Το εξέχον διακύβευμα ήταν να αποκατασταθεί ο συμβολικός κλονισμός των ΗΠΑ, του «γίγαντα» του κόσμου που έχει αναλάβει τον ρόλο του «εγγυητή» της ασφάλειας των πολιτών εντός και εκτός των συνόρων τους.
Σήμερα, 20 σχεδόν χρόνια μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, οι ΗΠΑ γίνονται ξανά συμβολικός στόχος επίθεσης, που δοκιμάζει τα όρια νοηματοδότησης της «τρομοκρατίας». Η εισβολή στο Καπιτώλιο γίνεται με τη σειρά της γεγονός παγκόσμιου ενδιαφέροντος, ιδιαίτερα από τη στιγμή που φαίνεται να υποκινείται από τον απερχόμενο πρόεδρο. Παρόλο που γίνεται αναφορά από τον νεότερο πρόεδρο, και μικρό μέρος του Τύπου, για υποκίνηση εσωτερικής τρομοκρατίας (domestic terrorism) η βασική γραμμή είναι η απομόνωση και ο λόγος για αποτυχημένο πραξικόπημα, παρά για αντιμετώπιση κρατικής τρομοκρατίας.
Πληροί η επίθεση στο Καπιτώλιο τα βασικά στοιχεία της τρομοκρατίας; Πρόκειται για τη χρήση –ένοπλης- βίας που απειλεί ανθρώπινες ζωές (4 τουλάχιστον νεκροί και τραυματίες) και δημόσια ιδιοκτησία (υλικές ζημιές). Απώτερος σκοπός είναι η αμφισβήτηση των εκλογικών αποτελεσμάτων (πολιτικό όφελος) μέσω του εκφοβισμού και όχι έννομων μέσων. Τα θύματα ήταν συμβολικοί στόχοι της βίας για να επικοινωνηθεί το (πολιτικό) μήνυμα. Φυσικά η κατάταξη της ενλόγω σύγκρουσης στην κατηγορία της τρομοκρατίας θέτει υπό αμφισβήτηση τη ρητορική των προηγούμενων ετών, θα πρέπει να επισύρει σκληρές ποινές σύμφωνα το διεθνές δίκαιο και επιπλέον αμφισβητεί την εικόνα των ΗΠΑ ως εγγυητή της ασφάλειας.
Στο σύγχρονο διεθνές σκηνικό παρατηρούμε πως οι εκφράσεις τρομοκρατικής βίας έχουν μια εσωστρέφεια, κινούνται περισσότερο στα εθνικά όρια και εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά της επονομαζόμενης «τρομοκρατίας δεξιάς πτέρυγας» (right-wing terrorism) η οποία ασκείται από άτομα και ομάδες που υποστηρίζουν οποιαδήποτε είδους «ανωτερότητα».
Η συζήτηση για την τρομοκρατία καταδεικνύει τη δυσκολία του ορισμού του «εγκλήματος» γενικότερα, καθώς αποτελεί συνάρτηση διαφόρων κοινωνικών, πολιτικών, πολιτιστικών και άλλων παραγόντων. Σε κάθε περίπτωση, το μεγαλύτερο διακύβευμα είναι τα όρια ανοχής και ανεκτικότητας των κοινωνιών που δοκιμάζονται από τις διαφορετικές εκφάνσεις της βίας.
Για ακόμη μια φορά στην ανθρώπινη ιστορία, οι κοινωνίες βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα συγκεχυμένο αίσθημα πίεσης και φόβου. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να έρθουν ξανά αντιμέτωπες με το (ψευδο) δίλημμα «ελευθερία ή ασφάλεια» αλλά να διεκδικήσουν το δικαίωμα και στα δύο αγαθά που εξασφαλίζουν το ευ ζην των ανθρώπων. Ας ελπίσουμε η περίοδος γενικευμένης ανασφάλειας της εποχής μας να είναι μεταβατική για κάτι καλύτερο, με το μικρότερο δυνατό κοινωνικό κόστος.