Γράφει ο Στέλιος Γκίνης
Ο κόσμος άλλαξε, άλλαξαν οι καιροί. Σχεδόν τίποτα δεν είναι όπως άλλοτε. Το φυσικό περιβάλλον υποβαθμίστηκε μαζί με την ποιότητα της ζωής μας. Στερηθήκαμε τα πιο πολύτιμα δώρα του Θεού, δηλαδή τον καθαρό αέρα, το αμόλυντο το νερό δροσοπηγής και το «γελαστό» Ήλιο.
Σήμερα νοσταλγούμε, εμείς οι πιο μεγάλοι, τις «χαμένες» πατρίδες, τους πέρα κάμπους, τις πεντακάθαρες ακρογιαλιές και τις θάλασσες τις γαλάζιες.
Τέτοιες μέρες στα τέλη του Σεπτέμβρη ανεβαίναμε όλοι στ’ αμπέλια, γιατί ήταν η εποχή του τρυγητού. Τότε δεν είχαμε, ούτε συντάξεις, ούτε μισθούς ούτε καταθέσεις στις τράπεζες! Από τη γη μας περιμέναμε να επιβιώσουμε. Δεν ξέρω μήπως η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση, μας αναγκάσει να πάμε στον τρύγο όπως άλλοτε.
Τότε λοιπόν μετά από έναν πόλεμο, μια κατοχή και έναν εμφύλιο, ο λαός μας τραγουδούσε με αισιοδοξία: «καινούργια τώρα ζωή, ας ξαναρχίσουμε πάλι».
Τότε, μικροί, μεγάλοι μετακομίζαμε στ’ αμπέλια για δουλειά και για διασκέδαση.
Στης νύχτας τη σιγαλιά, άκουγες καθαρά τους κρίκους από τα μαγκάνια στα πατητήρια και το κελάηδισμα του γκιόνη. Στο λιγοστό φως του λύχνου, της «ασετυλίνης» ή της λάμπας πετρελαίου, οι άντρες και τα πιο μεγάλα παιδιά, πατούσανε και στίβανε στο μαγκάνι τα σταφύλια, που είχαν τρυγήσει την ημέρα.
Με την ανατολή του ήλιου, γυναίκες, άντρες, παιδιά, έπαιρναν τις κόφες, ανοίγανε τους «κολοκοτρωνέικους» σουγιάδες τους και συνέχιζαν τον τρυγητό από εκεί που είχανε σταματήσει το προηγούμενο δειλινό. Τις κόφες άδειαζαν σε μεγάλα κοφίνια που κουβαλούσαν οι άντρες στην πλάτη τους ή με το γαϊδούρι στο πατητήρι και άδειαζαν τα σταφύλια, για να τα «πατήσουν» το βράδυ.
Το «λειδινό», όταν βασίλευε ο Ήλιος, σταματούσε ο τρυγητός, κλείνανε τους κολοκοτρωνέικους σουγιάδες και καλούσαν με το «χουνί» του μούστου και άλλους από τα γύρω αμπέλια να παίξουν κοντά στη φωτιά διάφορα παιχνίδια. Τα πιο συνηθισμένα ήταν το «δαχτυλίδι», η «κολοκυθιά», το «τηλέφωνο», ενώ με τους αστείους γλωσσοδέτες, όπως το «μια πάπια μα ποια πάπια…» και άλλα, αντιλαλούσαν από τα γέλια οι ρεματιές.
Το βράδυ επίσης ερχόταν το κάρο να φορτώσει το μούστο ή το φορτηγό με τα βαρέλια και τον έμπορο. Εμείς τα παιδιά, παρακολουθούσαμε χωρίς να μιλάμε, το μέτρημα με τις «τάλιες». Ένα χάλκινο δοχείο εσωτερικά γαλβανισμένο με χερούλι ήταν το λεγόμενο «μέτρο», που χώραγε 9 οκάδες, δηλαδή 11,5 κιλά μούστο. Με το μέτρο αυτό δεμένο με σχοινί τραβούσαν από τον λάκκο το μούστο. Δέκα μέτρα ήτανε μια «τάλια», δηλαδή 115 κιλά. Πέντε τάλιες ήταν ένα κάρο. Έτσι λοιπόν με τη μεταφορά του μούστου στο σπίτι, για το κρασί της χρονιάς ή στο φορτηγό του εμπόρου, τελείωνε ο τρυγητός. Εμάς τα παιδιά 10-12 χρονών μας έστελναν με το γαϊδούρι να γεμίσουμε τη βαρέλα (βούτσα) με νερό στη βρύση της ρεματιάς του Βαρικού. Το θεωρούσαμε τότε αυτό μεγάλο… κατόρθωμα!
Σήμερα στα λιγοστά αμπέλια, αλλοδαποί εργάτες κόβουν σιωπηλοί τα σταφύλια, τα αδειάζουν στη ρεμούλκα του τρακτέρ πάνω σε πλαστικό, για να μεταφερθούν στο «μηχάνημα» να τα κάνει μούστο.
Τώρα δεν πάμε σαν άλλοτε στον τρύγο, αλλά πάμε από το κακό στο χειρότερο! Δεν είναι κρίμα και άδικο ;