Γράφει ο Στέλιος Γκίνης
Όταν νυχτώνει και μένουμε μόνοι, ζωντανεύουν οι αναμνήσεις, που παραμερίζουν το παρόν και ξαναγυρίζει το παρελθόν μας. Για όσους έχουν περάσει τα χρόνια, η μόνη και πιστή τους παρέα είναι η μοναξιά, που γίνεται πιο πικρή όταν νυχτώνει. Αυτές τις ώρες, που χάνεται το στερνό φως της μέρας, μεγαλώνει η μελαγχολία στους περισσότερους, προπάντων στους άνεργους και στους ηλικιωμένους. Μια διέξοδος θα ήταν η τηλεόραση, αλλά δυστυχώς αυτές τις βαρετές ώρες έχει τα πιο… ψυχοπλακωτικά προγράμματα! Άλλη λύση και διέξοδος στη θλίψη που προκαλούν οι πρώτες βραδινές ώρες, είναι η διασκέδαση εκτός σπιτιού. Με την οικονομική όμως κρίση, τα λεφτά μας είναι λιγοστά και δε μας περισσεύουν για διασκεδάσεις. Ευτυχώς που υπάρχει και το ίντερνετ κι έτσι οι περισσότεροι νέοι άνεργοι «σκοτώνουν» την ώρα τους… χαζεύοντας.
Τις προηγούμενες δεκαετίες, το πρόβλημα αυτό δεν ήταν τόσο μεγάλο, γιατί συνήθιζαν τότε να κάνουν επισκέψεις σε φιλικά σπίτια ή και σε συγγενικά. Τώρα τέτοιες επισκέψεις είναι σπάνιες. Στις ονομαστικές γιορτές των ανδρών, όλοι άνοιγαν τα σπίτια τους. Μόνο σε περίπτωση πένθους ένας εορτάζων δεν άνοιγε το σπίτι του να δεχθεί φίλους και συγγενείς, χωρίς πρόσκληση, για ένα κέρασμα. Στη σάλα, όπως έλεγαν το σαλόνι, έβαζαν στο τραπέζι ένα δυο πιάτα με «λεμπεμπία», δηλαδή στραγάλια, τζιτσίφους και σταφίδες, που ήταν το πρώτο κέρασμα για τους επισκέπτες. Ακολουθούσε γλυκό κουταλιού σταφύλι ή κυδώνι με ένα ποτηράκι μαστίχα. Όταν… έφευγαν οι πολλοί και έμεναν οι πιο κοντινοί, η κεχριμπαρένια ρετσίνα με το σαλαμάκι και το κεφαλοτύρι για μεζέ, έφτιαχναν το κέφι τους για τραγούδια.
Συνήθως την αρχή έκανε ο εορτάζων με ένα επιτραπέζιο τραγούδι Δημοτικό. Η κατάθλιψη και η μελαγχολία ήταν άγνωστες εκείνα τα χρόνια. Αργότερα, όσο περνούσαν οι δεκαετίες, ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο, διαφήμιζαν το δυτικό τρόπο διασκέδασης, δηλαδή πάρτυ, και χορό σε νάιτ κλάμπ.
Στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα η νυχτερινή έξοδος σε κέντρα, στα μπουζούκια συνήθως, ήταν σχεδόν κάτι το συνηθισμένο. «Πού θα με πας το βράδυ;» έλεγε στον καλό της τα Σαββατόβραδα κάθε γυναίκα της εποχής εκείνης.
Μάλιστα ένα τραγούδι, που είχε γίνει σουξέ τότε έλεγε:
«Ως και ο γάτος έβγαλε
Τη γάτα… στην ταράτσα
Και μονάχα εμείς οι δυο
Χαθήκαμε απ’ την πιάτσα!
Πού θα με πας πού θα με πας,
Όπου γουστάρεις κι αγαπάς».
Δεν τους έμενε χρόνος άλλοτε να μελαγχολήσουν, γιατί όλο και κάποιος συγγενής ή φίλος θα τους καλούσε για μεζέ. Υπήρχε και ο κυριακάτικος περίπατος για φλερτ ή «κόρτε», όπως το έλεγαν. Δεν υπήρχε νέος ή νέα που να μην κατέβαινε στον περίπατο. Ήταν η ευκαιρία για να βρει το ταίρι του ο καθένας και η καθεμία, γι’ αυτό το έλεγαν και νυφοπάζαρο! Εκεί έκαναν και την πρώτη δημόσια εμφάνιση «αγκαζέ» τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια.
Τώρα όλα αυτά είναι παρελθόν. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο άραγε; Πάντως τώρα όταν νυχτώνει, φοβόμαστε τους ληστές και κλειδώνουμε πόρτες και… παράθυρα.
Παράθυρο
1902: Στο Σταθμό των Μεγάρων περιμένοντας το τραίνο.