Η βία κατά των γυναικών περιλαμβάνει, ευρύτερα, αδικήματα που επηρεάζουν δυσανάλογα τις γυναίκες και συνιστά παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών όπως είναι η αξιοπρέπεια, η ισότητα και η πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Η έμφυλη βία δεν γνωρίζει διαχωρισμούς σε κράτη, πολιτισμικές κουλτούρες, ηλικιακές ομάδες, μορφωτικό επίπεδο ή ταξική προέλευση. Οι αλλαγές που επήλθαν στην παγκόσμια κοινωνία και οδήγησαν σταδιακά στην ενεργή συμμετοχή της γυναίκας σε διάφορους τομείς του κοινωνικού βίου –που αφορούν την εργασία, την πολιτική δράση, τη μόρφωση, τον αθλητισμό κ.ο.κ- φαίνεται να έχουν περισσότερο εικονικό και λιγότερο ουσιαστικό περιεχόμενο.
Γνωστές μορφές βίας που αφορούν, στην πλειονότητά τους, γυναίκες, περιλαμβάνουν τη σωματική και σεξουαλική βία, την ψυχολογική βία, την εμπορία ανθρώπων (trafficking). Στις ακραίες εκδηλώσεις της- όπως ο ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων, οι λιθοβολισμοί ή εκτελέσεις- η βία αποτελεί μέρος θρησκευτικών και πολιτικών φαινομένων. Για πολλές γυναίκες ανά τον κόσμο, τα φαινόμενα αυτά αποτελούν μια αντικειμενική πραγματικότητα: σύμφωνα με έκθεση της UNICEF (Φεβρουάριος 2016), 200 εκατομμύρια κορίτσια και γυναίκες ζουν σήμερα έχοντας υποστεί ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων τους. Η διακίνηση και εμπορία ανθρώπων με σκοπό την (σεξουαλική, εργασιακή, κ.ά.) εκμετάλλευση αναγνωρίζεται, διεθνώς, ως «σύγχρονη μορφή δουλείας» και αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη μορφή οργανωμένου εγκλήματος μετά την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και την εμπορία όπλων. Η πιο συνηθισμένη μορφή είναι η σεξουαλική εκμετάλλευση (79%), με κύρια θύματα τις γυναίκες και τα παιδιά.
Η έμφυλη διάσταση της βίας συνδέεται στενά με τις κοινωνικές δομές και νόρμες. Η θέση που κατέχει η γυναίκα μέσα σε μια δεδομένη κοινωνία, κοινότητα ή μια ορισμένη κοινωνική ομάδα σχετίζεται με τη μορφή, την ένταση και την πρόσληψη της βίας. Στην Ινδία, εκτιμάται ότι πάνω από 20.000 νοικοκυρές αυτοκτονούν κάθε χρόνο, από το 1997. Το «μειονέκτημα του φύλου», το οποίο επηρεάζει τη θέση τους στη συζυγική σχέση -έκθεση σε σωματική και ψυχολογική βία- όπως και ο περιορισμένος ρόλος τους στη λήψη αποφάσεων, αποτελεί ισχυρό κίνητρο για τα θύματα. Παρόλο που αποτελούν το 20% των αυτοκτονιών στην Ινδία, τραβούν ελάχιστα την προσοχή των ΜΜΕ. Σε χώρες όπως το Μπαγκλαντές, συχνά γυναίκες γίνονται θύματα επιθέσεων με θειικό οξύ, από πρόσωπα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Αν και το επίσημο κράτος τιμωρεί τη βία κατά των γυναικών, οι πιεστικές θρησκευτικές και κοινωνικές παραδόσεις, που σχετίζονται με το θεσμό του γάμου, αναγκάζουν τα θύματα να αποφεύγουν την καταγγελία του περιστατικού. Το 2015, σύμφωνα με μελέτη του ιδρύματος Hope Foundation (Umut Vakfı), 414 γυναίκες δολοφονήθηκαν και 91 τραυματίστηκαν σε περιστατικά έμφυλης βίας, σε ολόκληρη την Τουρκία. Όπως σημειώνει η ίδια μελέτη, στις δυτικές περιοχές οι γυναίκες δολοφονήθηκαν στην προσπάθειά τους να χωρίσουν, ενώ στις ανατολικές περιοχές ο θάνατός τους ευθύνεται σε «ύποπτα» περιστατικά «αυτοκτονίας».
Εάν τα παραπάνω μοιάζουν ειδεχθή, βάρβαρα, ξένα προς «εμάς», έρευνα («Βία κατά των Γυναικών: Πανευρωπαϊκή έρευνα. Τα αποτελέσματα με μια ματιά»), του 2014, από τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (FRA) είναι αποκαλυπτική για τη βία κατά των γυναικών στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η έρευνα έχει συμπεριλάβει μια ευρεία γκάμα μορφών κακοποίησης εναντίον των γυναικών και τονίζει πως η έμφυλη βία χρήζει ανάλυσης και μελέτης σε κάθε πιθανή της έκφανση. Η εν λόγω μελέτη περιλαμβάνει εμπειρίες σωματικής και σεξουαλικής βίας, συμπεριλαμβανομένης της βίας από σύντροφο, την ψυχολογική βία από σύντροφο, εμπειρίες παρενοχλητικής παρακολούθησης, σεξουαλικής παρενόχλησης, εμπειρίες βίας κατά την παιδική ηλικία και τον φόβο εγκλήματος λόγω φύλου.
Περίπου 13 εκατομμύρια γυναίκες (7% σε ηλικίες 18-74) στην ΕΕ έχουν πέσει θύματα σωματικής βίας κατά τους 12 μήνες που προηγήθηκαν των συνεντεύξεων, ενώ 3,7 εκατομμύρια υπήρξαν θύματα σεξουαλικής βίας (2% σε ηλικίες 18-74) για το ίδιο διάστημα. Η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί, όπως αναφέρει η μελέτη, «συχνή και συνηθισμένη εμπειρία για πολλές γυναίκες στην ΕΕ»∙ 1 στις 5 γυναίκες έχει βιώσει ανεπιθύμητο άγγιγμα, αγκάλιασμα ή φιλί από την ηλικία των 15 ετών και άνω. Από τις γυναίκες που έπεσαν θύματα αυτής της μορφής βίας τουλάχιστον μία φορά, το 32% ανέφερε ως δράστη τον προϊστάμενο, κάποιον συνάδελφο ή πελάτη. Παρότι η σεξουαλική παρενόχληση -και μάλιστα σε χώρο εργασίας- δεν αποτελεί κάτι καινούριο, παράλληλα με τις πιο γνωστές και αναγνωρίσιμες μορφές βίας έχει αναπτυχθεί και ενταθεί ένα κλίμα φόβου/σιωπής που συνδέεται με τη γενικότερη οικονομική ανασφάλεια των τελευταίων ετών. Οι γυναίκες φαίνεται να πλήττονται εντονότερα από ευρείες κοινωνικές αλλαγές όπως είναι η οικονομική ύφεση ή ακραία φαινόμενα όπως η φτώχεια και ο πόλεμος.
Το σημείο της έρευνας που αξίζει να σταθούμε, είναι η έμφαση που δίνει στον ρόλο των νέων τεχνολογιών στις εμπειρίες θυματοποίησής των γυναικών. Περίπου 1 στις 10 γυναίκες έχει δεχθεί ανάρμοστες προτάσεις στα κοινωνικά δίκτυα, ανεπιθύμητη ηλεκτρονική αλληλογραφία ή μηνύματα σεξουαλικού περιεχομένου. Πρόσφατα μάλιστα, έγινε γνωστή η περίπτωση αυτοκτονίας μιας γυναίκας στην Ιταλία, μετά από τη διαπόμπευσή της στο διαδίκτυο μέσω ανάρτησης προσωπικού βίντεο με τον σύντροφό της.
Το γυναικείο σώμα έχει καταστεί ιστορικά προνομιακό πεδίο εξουσίας και ελέγχου. Η εικόνα εξαναγκασμού μιας γυναίκας, από θεσμικά όργανα, να βγάλει το λεγόμενο «μπουρκίνι», ώστε να γίνει σωματικός έλεγχος, υποκρύπτει ένα φαινόμενο έμφυλης βίας όσον αφορά την καταπάτηση του δικαιώματος της ελεύθερης επιλογής και αυτοδιάθεσης του σώματος. Από την εποχή που διεξαγόταν ανάλογος έλεγχος στις παραλίες για το πόσο αποκαλυπτικό είναι ένα μαγιό, δεν έχουν αλλάξει πολλά όσον αφορά την προσπάθεια χειραγώγησης της γυναικείας προσωπικότητας και στον τρόπο επιβολής του «τί θα φορέσει» ή «τί δεν θα φορέσει». Μια άλλη παράμετρος που λαμβάνει σιγά-σιγά ανησυχητικές διαστάσεις στη σημερινή εποχή που αποθεώνει την εικόνα του σώματος, είναι το επονομαζόμενο «body shaming», το οποίο λαμβάνει χώρα κυρίως στα κοινωνικά δίκτυα και αφορά τη διατύπωση σκληρής κριτικής για φυσικές «ατέλειες». Είτε πρόκειται για την «ανορεξική» Τζολί είτε για άλλες γνωστές κυρίες που «πάχυναν», «γέρασαν», «άλλαξαν» κλπ, ο «πολιτισμός της ντροπής» επεκτείνεται δημοσίως. Σχεδόν 50% των κοριτσιών στις ΗΠΑ έχουν κάνει κάποια δίαιτα. Στη Βρετανία, το διάστημα 2008-2011, τριπλασιάστηκε ο αριθμός παιδιών και εφήβων που νοσηλεύτηκαν με διατροφικές διαταραχές.
Ανεξάρτητα από το αν αναφερόμαστε σε συμβολική, φυσική ή ψυχολογική βία, αυτό που προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία και τις μελέτες, και επιβεβαιώνεται από την προαναφερθείσα πανευρωπαϊκή έρευνα, είναι «μια εικόνα εκτεταμένης κακοποίησης η οποία επηρεάζει τις ζωές πολλών γυναικών, αλλά, συστηματικά, δεν καταγγέλλεται στις αρχές». Μόνο ένα 14% των γυναικών κατήγγειλαν κακοποίηση από στενό σύντροφο, ενώ ένα 13% κατήγγειλε σοβαρό περιστατικό από μη σύντροφο. Ο ήδη μεγάλος «σκοτεινός αριθμός» εγκλημάτων όπως η ενδοοικογενειακή βία ή ο βιασμός συντηρείται από τον φόβο των ίδιων των θυμάτων να αντιδράσουν εξαιτίας της ελλιπούς ενημέρωσης ή των ελλιπών υποδομών στήριξης των θυμάτων.
Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές όψεις και εμπειρίες της βίας κατά των γυναικών, για μια, όσο το δυνατόν, ολοκληρωμένη και πολυεπίπεδη αντιμετώπιση, θα πρέπει να ληφθούν πρωτοβουλίες τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο∙ μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα και την ανάληψη συλλογικών δράσεων. Γυναικείες διαδηλώσεις ανά τον κόσμο αναδεικνύουν μια σειρά από ζητήματα που αφορούν τις γυναίκες: στη Βραζιλία διαμαρτύρονται κατά της αυξανόμενης βίας σε βάρος των γυναικών (υπολογίζεται πως 420 γυναίκες βιάζονται κάθε 72 ώρες), στο Περού ενάντια των αυστηρών μέτρων που σχετίζονται με την άμβλωση, κ.ο.κ. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να ενισχυθούν οι δομές προστασίας και στήριξης των θυμάτων. Εδώ, σημαντικός είναι ο ρόλος των απασχολούμενων στον τομέα της υγείας καθώς και των ειδικών υπηρεσιών υποστήριξης των θυμάτων. Φυσικά, δεν μπορούμε να παραλείψουμε την ανάγκη για ουσιαστικές νομοθετικές και πολιτικές πρωτοβουλίες.
Συμπερασματικά, η βία κατά των γυναικών θα πρέπει να γίνει κατανοητή ως ένα πρόβλημα που εδραιώνεται πολιτισμικά και ιστορικά, διαιωνίζοντας την ανισότητα στις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών. Για να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική αντιμετώπισή της, είναι επιτακτικής σημασίας να ιδωθεί ως ένα ζήτημα δημόσιας τάξης, καθώς η βία δεν επηρεάζει μόνο τα άμεσα θύματά της, αλλά τις οικογένειές τους, τον ευρύτερο περίγυρό τους, την κοινωνία εν γένει.
Όλγα Παναγιωτοπούλου
Κοινωνιολόγος
MSc Εγκληματολογίας