ΣημαντικότεραΥγεία

Η Ανοσία της Αγέλης στην Πανδημία του Κορωνοϊού

 

Γράφει ο Καθ. Σωτήρης Κορώσης*

Ο όρος “Ανοσία Αγέλης” ακούγεται συχνά τις τελευταίες εβδομάδες σε σχέση με την πανδημία του καινούριου κορωνοϊού (SARS-CoV-2) και τη νόσο που προκαλεί (COVID-19). Η Ανοσία Αγέλης είναι μια μορφή έμμεσης προστασίας από μεταδοτικές ασθένειες, που συμβαίνει όταν ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού έχει καταστεί άνοσο σε μια ασθένεια, είτε μέσω προηγούμενων μολύνσεων είτε μέσω εμβολιασμού, παρέχοντας έτσι ένα μέτρο προστασίας για άτομα, που δεν είναι άνοσα. Σε έναν πληθυσμό, στον οποίο μεγάλο ποσοστό ατόμων διαθέτει ανοσία, η αλυσίδα μετάδοσης της μόλυνσης είναι πιθανότερο να διακοπεί, γεγονός που είτε σταματά είτε επιβραδύνει την εξάπλωση της ασθένειας. Όσο μεγαλύτερη είναι η αναλογία των ατόμων με ανοσία σε μια κοινότητα, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα για τα μη άνοσα άτομα να έλθουν σε επαφή με ένα μολυσματικό άτομο, συμβάλλοντας στην προστασία των μη άνοσων ατόμων από τη μόλυνση. Οπότε, η Ανοσία Αγέλης είναι ο μόνος τρόπος για να περιοριστεί η εξάπλωση του μικροοργανισμού που προκαλεί τη μεταδοτικής ασθένεια, τόσο βραχυπρόθεσμα (2-3 μήνες από το ξέσπασμα μίας επιδημίας σε έναν πληθυσμό), όσο, και κυρίως, σε μια μελλοντική επιδημία. Ο άλλος τρόπος για να περιοριστεί η μετάδοση είναι η ολική απομόνωση ενός πληθυσμού, παρόμοια με την απομόνωση μιας φυλής ιθαγενών στην ζούγκλα του Αμαζονίου ή σε ένα νησί στον Ειρηνικό. Κάτι τέτοιο, όμως, με ή χωρίς παγκοσμιοποίηση, δεν είναι εφικτό.

Στρατηγικές Αντιμετώπισης της Πανδημίας του Κορωνοϊού στην Ευρώπη

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Ανοσία Αγέλης σ’έναν πληθυσμό μπορεί να επιτευχθεί με δύο στρατηγικές. Είτε με τον μαζικό εμβολιασμό του πληθυσμού, είτε με την φυσική εξάπλωση του ιού μέσα στον πληθυσμό. Και οι δύο στρατηγικές αποσκοπούν στο να δημιουργηθούν αντισώματα σε αρκετά άτομα του πληθυσμού, έτσι ώστε, όταν και εφόσον ξαναπροσβληθούν από τον ίδιο ιό να μην νοσήσουν. Με αυτόν τον τρόπο, η αλυσίδα μετάδοσης του ιού διακόπτεται και η ίωση δεν παίρνει διαστάσεις επιδημίας. Δεδομένου του γεγονότος ότι δεν υπάρχει ακόμα εμβόλιο για τον κορωνοϊό, η στρατηγική του εμβολιασμού δεν είναι διαθέσιμη. Οπότε, αφού οι κοινωνίες μας δεν είναι απομονωμένες στον Αμαζόνιο, στον Ειρηνικό ή στα Ιμαλάια, ο κορωνοϊός θα εξαπλωθεί στους πληθυσμούς αναγκαστικά, θέλουμε δεν θέλουμε. Αυτό όμως που μπορούμε να κάνουμε είναι να ελέγξουμε το ρυθμό μετάδοσης του ιού.

Στην Ευρώπη, και από την αρχή της πανδημίας, εφαρμόστηκαν δυο γενικές στρατηγικές για τον έλεγχο του ρυθμού μετάδοσης του ιού. Η πρώτη στρατηγική ήταν η ολική απομόνωση (στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό στις μοντέρνες κοινωνίες μας) του πληθυσμού και η δεύτερη ήταν η αποφυγή λήψεως οποιουδήποτε μέτρου (με εξαίρεση την διαφύλαξη των πιο ευπαθών ομάδων), έτσι ώστε να προσβληθεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού και να επιτευχθεί η Ανοσία Αγέλης σχετικά σύντομα. Όσον αφορά στη δεύτερη στρατηγική, αυτή παρουσιάζει τουλάχιστον δύο σοβαρά προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι για έναν καινούριο ιό, του οποίου η συμπεριφορά είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί η μεταδοτικότητα του. Επίσης, δεν είναι βέβαιο ακόμα για πόσο χρονικό διάστημα διατηρούνται τα αντισώματα στον ιού στο οργανισμό μας. Επιπλέον, είναι δύσκολο να εκτιμηθούν με ακρίβεια οι πληθυσμιακές ομάδες (βάσει ηλικίας και υποκείμενης παθολογίας), οι οποίες μπορεί να νοσήσουν σοβαρά από τον κανούργιο ιό. Επομένως, ένας ιός με υψηλή μεταδοτικότητα, όπως ο SARS-CoV-2, μπορεί να προσβάλλει ευπαθείς ομάδες ταχύτατα και πριν αυτές οι ομάδες αναγνωρισθούν ή/και απομονωθούν επαρκώς και αποτελεσματικά.

Η Θνησιμότητα του Κορωνοϊού στην Ευρώπη και Αμερική

Οι χώρες που δεν εφάρμοζουν μέτρα απομόνωσης ή που άργησαν πολύ να τα εφαρμόσουν (όπως Σουηδία, Ολλανδία, Ελβετία, Βρετανία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής), καταγράφουν ήδη υψηλούς ρυθμούς θνησιμότητας, παρόμοιους με εκείνους της Ιταλίας και Ισπανίας (Εικ. 1α & 1β), όπου επίσης τα μέτρα απομόνωσης δεν εφαρμόστηκαν όσο γρήγορα θα έπρεπε, είτε λόγω ολιγωρίας των κυβερνήσεων είτε λόγω της ιδιοσυγκρασίας των πληθυσμών. Δεδομένου του γεγονότος ότι αυτές οι χώρες έχουν σε γενικές γραμμές ίδιες ηλικιακές διαβαθμίσεις στους πληθυσμούς τους (με εξαίρεση ίσως την κατά τι γηραιότερη Ιταλία), αυτό είναι απολύτως λογικό, μιας και όσο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού νοσήσει, τόσο περισσότεροι θάνατοι θα καταγράφουν. Στην περίπτωση της Βρετανίας, η οποία αρχικώς δεν επέβαλε περιοριστικά μέτρα, οι αρχικές εκτιμήσεις της κυβέρνησης βασίστηκαν σε υπολογιστικά μοντέλα που υπέθεταν ένα Βασικό Αριθμό Αναπαραγωγής 1,3 για τη νόσο COVID-19, όμοιο με αυτόν της κοινής εποχιακής γρίπης (influenza). Ο Βασικός Αριθμός Αναπαραγωγής χρησιμοποιείται για να περιγράψει την μεταδοτικότητα μίας ασθένειας. Η αρχική εκτίμηση για τη νόσο COVID-19, όμως, σύντομα διαψεύθηκε, διότι ο Βασικός Αριθμός Αναπαραγωγής της τελικά υπολογίστηκε στο 2-2,5. Δηλαδή ο φορέας της νόσου μπορεί να την μεταφέρει σε τουλάχιστον άλλους δύο. Αυτό επιφέρει σημαντικότατη αύξηση στο ρυθμό μετάδοσης της νόσου. Συγκεκριμένα, με Βασικό Αριθμό Αναπαραγωγής 1,3, μία νόσος μπορει να προσβάλλει 56 άτομα μετά από 10 κύκλους μετάδοσης, ενώ με Βασικό Αριθμό Αναπαραγωγής 2 τα προσβληθέντα άτομα ανέρχονται σε 2047 μετά από τους ίδιους κύκλους μεταδόσης. Όταν διαπιστώθηκε αυτό, οι αρχές της Βρετανίας συνειδητοποίησαν το πραγματικό μέγεθος που μπορεί να πάρει η επιδημία της COVID-19 στη χώρα, που θα ήταν πολύ μεγαλύτερη της εποχιακής γρίπης, και έσπευσαν τελικά να πάρουν αυστηρά περιοριστικά μέτρα.

 

 

 

 

 

 

 

Τα διαγράμματα των Εικ. 1α & 1β παρουσιάζουν την καταγραφή των τρεχόντων θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού και παίρνουν ως σημείο χρονικής αναφοράς τον πρώτο καταγεγραμμένο θάνατο από την COVID-19. Το γεγονός ότι ο αριθμός θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού στα υπόλοιπα κράτη είναι ακόμα χαμηλότερος απ’ό,τι στην Ιταλία, Ισπανία και στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, έγκειται στο γεγονός ότι η επιδημία στις τελευταίες βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο εξάπλωσης, είτε λόγω της νωρίτερης εμφάνισης του ιού (Ιταλία, Ισπανία), είτε λόγω  πολλαπλών εστίων προσβολής από τον ιό (Νέα Υόρκη), είτε και των δύο. Στον αντίποδα, η ολική (και κατά τα φαινόμενα έγκαιρη) απομόνωση του πληθυσμού με την λήψη περιοριστικών μέτρων στην Ελλάδα, καθώς και η επαρκής συνεργασία των πολιτών, φαίνεται να επέφερε σημαντικό πλεονέκτημα στον περιορισμό των θανάτων. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα καταγράφει τους χαμηλότερους ρυθμούς θνησιμότητας στην Ευρώπη, ενώ διαφαίνεται ότι και ο αριθμός θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού θα είναι σημαντικά χαμηλότερος από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι εκτός από τον πληθυσμό της κάθε χώρας, οι ρυθμοί θνησιμότητας επηρεάζονται κι από άλλες παραμέτρους, όπως τα κριτήρια που χρησιμοποιεί η κάθε χώρα για την αιτία θανάτου (υποτίμηση ή υπερτίμηση των θανάτων), καθώς και τον αριθμό των τεστ που κάνει η κάθε χώρα μετά το θάνατο των ασθενών για την βεβαίωση της COVID-19 (υποτίμηση των θανάτων). Όμως, αυτές οι παράμετροι δεν μπορούν να τεκμηριωθούν ή να ποσοτικοποιηθούν στην παρούσα φάση της πανδημίας. Ως εκ τούτου, αυτά τα γραφήματα προσφέρονται για μια απλή παρακολούθηση και σύγκριση των γενικών τάσεων των ρυθμών θνησιμότητας της κάθε χώρας. Επίσης, και παρόλο που η καταγραφή των κρουσμάτων σε μία χώρα είναι σημαντική για την παρακολούθηση της πορείας της επιδημίας μέσα στη χώρα, σύγκριση μεταξύ χωρών βάσει των κρουσμάτων τους είναι επισφαλής. Αυτό οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι τα διάφορα κράτη χρησιμοποιούν διαφορετικά τεστ, με διαφορετική ακρίβεια διάγνωσης, όσο και στο γεγονός ότι τα κράτη πραγματοποιούν διαφορετικό αριθμό τεστ στους πληθυσμούς τους.

Μαθήματα από την Ν. Κορέα και Ταιβάν

Αξιοπρόσεκτη είναι η πορεία της Ν. Κορέας και της Ταιβάν (επίσημα, Δημοκρατία της Κίνας)  σ’αυτήν την πανδημία, που καταγράφουν πολύ χαμηλά ποσοστά θνησιμότητας. Οι δύο αυτές χώρες είχαν προσβληθεί σοβαρά από προηγούμενες επιδημίες, που είτε ξεκίνησαν είτε εισήχθησαν από την Κίνα. Βάσει της προηγούμενης εμπειρίας τους, που περιλαμβάνει και έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στην Κίνα για έγκαιρη και έγκυρη πληροφόρηση, ο καινούριος κορωνοϊός βρήκε τις δύο χώρες προετοιμασμένες με βιώσιμο και αποτελεσματικό σχέδιο. Η στρατηγική αντιμετώπισης τους δε βασίστηκε σε αύξηση των κλινών σε εντατικές, ούτε στην αύξηση ιατρικού/νοσηλευτικού προσωπικού. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχαν ούτως ή αλλως επαρκή κάλυψη σε κλίνες και κλινικό προσωπικό, ούτε ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται σημαντική ενίσχυση τους συστήματος υγείας της, ειδικά μετά τις μεγάλες περικοπές των τελευταίων ετών. Η μελετημένη όμως και προετοιμασμένη στρατηγική τους ενάντια στον SARS-CoV-2 βασίστηκε στο κλείσιμο των σχολείων και την απαγόρευση συγκεντρώσεων, στην επισταμένη και έγκαιρη εξέταση μεγάλου μέρους του πληθυσμού για την αποτελεσματική ιχνηλάτηση των κρουσμάτων, και στην έγκαιρη και αποτελεσματική απομόνωση αυτών που προσβλήθηκαν από τον ιό. Πρέπει να επισημανθεί εδώ ότι τα πολλά τεστ στους πληθυσμούς της Ν. Κορέας και Ταιβάν έγιναν πολύ νωρίς στην επιδημία, όταν ήδη διαπιστώθηκαν τα πρώτα κρούσματα του κορωνοϊού. Αυτό είναι σημαντικό να κατανοηθεί, διότι η μαζική εξέταση του πληθυσμού στη μέση της επιδημίας, και όταν ο πληθυσμός είναι σε αυτοαπομόνωση, έχει μικρή χρησιμότητα για την καταπολέμηση της επιδημίας, ενώ μπορεί να δημιουργήσει εσφαλμένο αίσθημα ασφάλειας σε μερίδα του πληθυσμού. Η μαζική εξέταση είναι περισσότερο σημαντική για την ανάλυση μιας επιδημίας μετά το πέρας της και για το σχεδιασμό υγειονομικής και κοινωνικοοικονομικής στρατηγικής για μελλοντικές επιδημίες του ίδιου ή καινούργιου ιού.

Η Ιδιαίτερη Πορεία της Ελλάδας

Η Ελλάδα φαίνεται να πηγαίνει σχετικά καλά σ’αυτήν την πανδημία, έχοντας χαμηλούς ρυθμούς θνησιμότητας από τον κορωνοϊό. Όμως δεν μας χρειάζεται εφησυχασμός παρά μόνο εντατικοποίηση των προσπαθειών και αφοσίωση στην αυτοαπομόνωση. Δυστυχώς, η πανδημία έχει ακόμα δρόμο μπροστά της. Ακόμα κι αν η Ελλάδα ξεπεράσει την επιδημία τις ερχόμενες εβδομάδες με χαμηλή θνησιμότητα, η πανδημία καλπάζει παγκοσμίως και πάντα υπάρχει η πιθανότητα αναζωπύρωσης της επιδημίας στη χώρα. Η Ιταλία και η Ισπανία, οι οποίες βρίσκονται περίπου 3 εβδομάδες μπροστά από την Ελλάδα, φαίνονται να φτάνουν στο αποκορύφωμα της επιδημίας τους, παρουσιάζοντας σημαντική επιβράδυνση στους ρυθμούς θνησιμότητας τις τελευταίες μέρες (Εικ. 2). Αυτό όμως δεν συμβαίνει ακόμα για τις άλλες χώρες, με τον ρυθμό θνησιμότητας παγκοσμίως να αυξάνεται ακόμα διαρκώς (Εικ. 2). Το βασικό πρόβλημα είναι ότι ο SARS-CoV-2 είναι καινούριος ιός και κανένας δεν έχει φυσική ανοσία σε αυτόν, ενώ δεν υπάρχει ακόμα εμβόλιο για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τεχνητή ανοσία. Αυτά καθιστούν τους πληθυσμούς επιρρεπείς στην αναζωπύρωση της επιδημίας, αφού οποιοσδήποτε μπορεί να προσβληθεί από τον ιό και να τον μεταδώσει χωρίς να γνωρίζει ότι έχει προσβληθεί. Ελλείψει εμβολίου, αλλά και κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής, η ελπίδα είναι ότι αρκετό μέρος του πληθυσμού θα νοσήσει από τον κορωνοϊό με ελέγξιμο και συγκρατημένο τρόπο (δλδ. κάτω από περιοριστικά μέτρα), έτσι ώστε να επιτευχθεί Ανοσία Αγέλης σε βαθμό ικανό να ανακόψει την αναζωπύρωση της επιδημίας τόσο βραχυπρόθεσμα (2-3 μήνες) όσο και μακρυπρόθεσμα.

 

 

Τα Είδη και η Αξιοπιστία των Εξετάσεων Ανίχνευσης του Κορωνοϊού

Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί ότι το μοριακό τεστ (PCR), το οποίο μπορεί να ανιχνεύσει ευθέως τον ιό μετρώντας την παρουσία ιικού RNA (ριβοζονουκλεϊκό οξύ) σε ένα δείγμα, θεωρείται ακόμα η πιο αξιόπιστη εξέταση. Αυτό το τεστ, όμως, δεν μπορεί να εφαρμοστεί μαζικά, διότι είναι χρονοβόρο, ειδικά εάν τα δείγματα πρέπει να σταλούν σε εξειδικευμένο εργαστήριο, και απαιτούν ειδικό εξοπλισμό, εξειδικευμένους τεχνολόγους και πολλαπλά αντιδραστήρια. Προς το παρόν, η περιορισμένη υποδομή και οι ελλείψεις εφοδιασμού περιορίζουν αυτήν την ικανότητα εξέτασης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παράλληλα, το μοριακό τεστ έχει 15-20% πιθανότητα να μην ανιχνεύσει τον ιό. Σημαντική προσπάθεια έχει επικεντρωθεί στην ανάπτυξη ενός ταχύτερου και πιο αξιόπιστου μοριακού τεστ, χρησιμοποιώντας παρασκευασμένα μονοκλωνικά αντισώματα, το οποίο θα μπορεί να διεξαχθεί στα σημεία νοσηλείας. Υπολογίζεται ότι το βελτιωμένο τεστ θα είναι διαθέσιμο του επόμενους 2 μήνες. Από την άλλη μεριά, τα απλά τεστ αντισωμάτων που διατίθενται σήμερα έχουν μεγαλύτερη ακρίβεια, αλλά και περιορισμένη χρησιμότητα για την έγκαιρη διάγνωση του COVID-19 και τη διαχείριση της επιδημίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μπορεί να χρειαστούν 10 ή και παραπάνω ημέρες μετά τα πρώτα συμπτώματα για τους ασθενείς να γίνουν θετικοί σε ανιχνεύσιμα αντισώματα, ενώ τα αντισώματα παραμένουν πολύ μετά το πέρας της νόσου. Επιπλέον, αυτά τα καινούρια τεστ χρειάζονται επικύρωση με βάση το μοριακό τεστ και δημιουργία μεθόδων ελέγχου ποιότητας, που ακόμα εκκρεμούν. Λόγω αυτών, η τρέχουσα κλινική πρακτική είναι να γίνονται και οι δύο τύποι τεστ παράλληλα.

Σύγκριση της Νόσου COVID-19 με τη Γρίπη

Πολλοί ταυτίζουν την πανδημία  της νόσου COVID-19 με την κοινή εποχιακή γρίπη. Εκτός από τη σχεδόν διπλάσια μεταδοτικότητα του κορωνοϊού (Βασικός Αριθμός Αναπαραγωγής 2-2,5) σε σύγκριση με τον ιό της γρίπης (Βασικός Αριθμός Αναπαραγωγής 1,3), η άλλη μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο νόσων είναι η περίοδος που απαιτείται για να παρουσιαστούν συμπτώματα. Από την στιγμή που κάποιος έρθει σε επαφή με τον κορωνοϊό, συνήθως χρειάζονται 5 ημέρες, αλλά μπορεί να χρειαστούν και 12 ή 14 ημέρες για να παρουσιαστούν συμπτώματα. Αυτή είναι η λεγόμενη Περίοδος Επώασης του ιού, και είναι η περίοδος που ένα μολυσματικό άτομο μπορεί να μεταδώσει τον ιό πιο εύκολα. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος που έχει προσβληθεί από τον κορωνοϊό μπορεί να τον μεταδίδει για 2 εβδομάδες σε άλλους πριν του παρουσιαστούν συμπτώματα και αντιληφθεί ότι έχει προσβληθεί. Στην περίπτωση του ιού της γρίπης, η Περίοδος Επώασης είναι κατά μέσο όρο μόλις 2 ημέρες. Η δεύτερη και ίσως σημαντικότερη διαφορά είναι ότι για την εποχιακή γρίπη υπάρχει πάντα μία μερίδα του πληθυσμού που έχει ανοσία, είτε λόγω εμβολιασμού είτε επειδή είχε ήδη νοσήσει με το συγκεκριμένο στέλεχος της γρίπης. Αυτοί οι παράγοντες, οι οποίοι δεν υπάρχουν στην περίπτωση του SARS-CoV-2, βοηθούν σημαντικά στον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού της γρίπης. Επίσης, μόνο το περίπου 2% των νοσούντων από την εποχιακή γρίπη χρειάζονται νοσοκομειακή νοσηλεία, ενώ στην περίπτωση της νόσου COVID-19 το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 20-30%. Αυτό δεν συσχετίζεται μόνο με την αντοχή του συστήματος υγείας, αλλά και με το γεγονός ότι τα σοβαρότερα συμπτώματα, που επιβάλλουν νοσοκομειακή νοσηλεία, μπορεί να καταλήξουν σε θάνατο του ασθενή. Βάσει αυτών, η μέση θνησιμότητα από COVID-19 υπολογίζεται στο 1-3%, αν και είναι ακόμα πολυ νωρίς για να επιβεβαιωθεί. Αντιθέτως το ποσοστό θνησιμότητας από την εποχιακή γρίπη είναι περίπου 0,1%. Λόγω των παραπάνω χαρακτηριστικών του καινούριου κορωνοϊού, οι επιδημιολόγοι υπολογίζουν ότι το 20-60% του παγκόσμιου πληθυσμού θα μπορούσε να μολυνθεί από αυτόν.

Ένα ιδιαίτερο παράδειγμα πανδημίας γρίπης είναι αυτή του στελέχους Η1Ν1 (2009-2010), η οποία αποτελεί μια μετάλλαξη της γρίπης των χοίρων που μεταφέρθηκε στον άνθρωπο. Αυτή η πανδημία είναι η φονικότερη του 21ου αιώνα, όντας υπεύθυνη για περίπου 300 χιλ. θανάτους παγκοσμίως στους πρώτους 15 μήνες. Οι σωρευτικοί θάνατοι παγκοσμίως αυτής της πανδημίας παρουσιάζονται στο γράφημα της Εικ. 3, μαζί με τους σωρευτικούς θανάτους παγκοσμίως της πανδημίας του SARS-CoV-2 (έως σήμερα) και μίας επιδημίας προηγούμενου κορωνοϊού (SARS-CoV) για σύγκριση. Από μια απλή παρατήρηση του γραφήματος της Εικ. 3 θα μπορούσε κάποιος να εξαγάγει ότι η πανδημία του SARS-CoV-2 δεν είναι τόσο θανατηφόρα όσο του Η1Ν1. Όμως, ανάλυση της καμπύλης του Η1Ν1 δείχνει ότι ο μέγιστος ρυθμός θνησιμότητας του ήταν περίπου 2.050 θάνατοι ανά ημέρα (στο σημείο καμπής της καμπύλης), ενώ για τον προηγούμενο κορωνοϊό (SARS-CoV) ήταν περίπου 32 θάνατοι ανά ημέρα. Ο αντίστοιχος ρυθμός θνησιμότητας για την κοινή εποχιακή γρίπη υπολογίζεται σε περίπου 1200 θανάτους ανά ημέρα. Επί του παρόντος, ο ρυθμός θνησιμότητας της πανδημίας του SARS-CoV-2 είναι 5.200 θάνατοι ανά ημέρα, με συνεχώς αυξητική τάση. Στην περίπτωση του Η1Ν1, η μαζική διάθεση του εμβολίου το Νοέμβριο του 2009 (περίπου 10 μηνες μετά τον πρώτο θάνατο) συντέλεσε στην ουσιαστική μείωση του ρυθμού θνησιμότητας (Εικ. 3). Επιπλέον, περίπου 30% του πληθυσμού φαίνεται να έχει τουλάχιστον έναν βαθμό φυσικής ανοσίας στον Η1Ν1, δεδομένου ότι πολλοί ηλικιωμένοι άνω των 65 έχουν εκτεθεί σε παρόμοιους ιούς στο παρελθόν. Παρομοίως, και λόγω του εποχιακού (επαναλαμβανόμενου) χαρακτήρα της, ο πληθυσμός έχει αποκτήσει Ανοσία Αγέλης στην απλή γρίπη σε μεγάλο ποσοστό, ενώ το διαθέσιμο εμβόλιο βοηθάει περαιτέρω στην καταπολέμηση αυτής της νόσου. Αντιθέτως, στην περίπτωση του SARS-CoV-2 δεν έχουμε ακόμα καμμία ανοσία, ούτε εμβόλιο ή κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, ενώ φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο οι ηλικίες άνω των 65, οι οποίες έχουν και μεγαλύτερη συχνότητα υποκείμενων νοσημάτων.

 

Συμπεράσματα

Τα δέκα χρόνια λιτότητας έχουν αποδυναμώσει σημαντικά το ελληνικό σύστημα υγείας, το οποίο χρειάζεται σοβαρή και επισταμένη αναβάθμιση. Όμως, ακόμα και στην καλύτερη δυνατή κατάσταση να ήταν το σύστημα υγείας, θα είχε μεγάλη δυσκολία να αντεπεξέλθει σε ένα συντηρητικό σενάριο όπου το 20% του πληθυσμού θα νοσούσε σε ένα βάθος 1-2 μηνών και το 20% αυτών θα χρειάζονταν νοσοκομειακή νοσηλεία. Γι’αυτό το λόγο, τα μέτρα απομόνωσης είναι επιβεβλημένα. Όπως όλοι ξέρουμε, η πρόληψη είναι πολύ καλύτερη οποιασδήποτε θεραπείας. Πολλώ μάλλον, όταν δεν υπάρχει ακόμα θεραπεία ή εμβόλιο για τον κορωνοϊό. Σε αυτήν τη χρονική στιγμή, η μόνη άμυνα μας κατά του SARS-CoV είναι η αποφυγή ή τουλάχιστον η σημαντική μείωση των κοινωνικών επαφών, έτσι ώστε να μειωθεί ο ρυθμός μετάδοσης της νόσου στον πληθυσμό. Εάν μείνουμε σπίτι θα αποφύγουμε την συνεχιζόμενη εκθετική αύξηση της θνησιμότητας νωρίτερα (Εικ. 3), γλιτώνοντας πολλές ζωές συνανθρώπων μας.

 

 

*Ο αρθρογράφος είναι διευθύνων και διδάσκων καθηγητής στο μάθημα Βιοϊατρικής Παραγωγής, που επικεντρώνεται στην ανάλυση επιδημιών, την τεχνολογία των εμβολίων και τη βιοασφάλεια, και κατέχει την έδρα Βιοϊατρικής Μηχανικής και Βιο-υβριδικών Οργάνων στο Πανεπιστήμιο του Λάφμπορο (Ηνωμένο Βασίλειο).

Επίσης, είναι επικεφαλής ερευνητικής ομάδας στον βιο-υβριδικό πνεύμονα στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Αννοβέρου (Γερμανία).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Τελικά ποιος δουλεύει ποιον;

Ανακατασκευή στα πεζοδρόμια της Βαρέας;

Περισσότερες ρυτίδες προκαλούν τα smartphones