Γράφει η Μπακαούκα Πέγκυ,
Ψυχίατρος-ψυχοθεραπεύτρια
Το δεύτερο κύμα της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 μας βρήκε μάλλον πιο εξοικειωμένους με τα περιοριστικά μέτρα άλλα σίγουρα πιο καταπονημένους και αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι ο «αγώνας» συνεχίζεται, χωρίς να γνωρίζουμε το χρονικό σημείο λήξης του. Η λεγόμενη κοινωνική αποστασιοποίηση και οι κανόνες υγιεινής που εφαρμόστηκαν αποδείχτηκαν αποτελεσματικά μέτρα στην απειλή της αύξησης των κρουσμάτων- θυμάτων της λοίμωξης από COVID-19. Ωστόσο, τίποτα δε χαρίζεται… Η έννοια της ατομικότητας και της ατομικής επιλογής ακόμη και στον τομέα της θεραπείας στην καθημερινή κλινική πρακτική έχει χαθεί. Οι αποφάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας ξεπερνούν τα σύνορα των κρατών, εφαρμόζονται με αυστηρότητα σε πληθυσμιακό πια επίπεδο, αγνοώντας τη μέχρι πρότινος τακτική της εξατομίκευσης των θεραπευτικών πρωτοκόλλων, βάσει της επιθυμίας του ασθενούς, της οικογένειάς του, των φροντιστών του, της κοινωνικο-οικονομικής του κατάστασης κτλ. Τα παιδιά και οι έφηβοι –αν και βρίσκονται σε χαμηλό κίνδυνο για να νοσήσουν σοβαρά- επηρεάστηκαν ιδιαιτέρως από τα μέτρα της Πολιτικής Προστασίας που εφαρμόζονται ακόμα (με το κλείσιμο των σχολείων να αποτελεί μέτρο με αμφιλεγόμενες αποδείξεις). Μαζί με τους ηλικιωμένους, ανήκουν στις ευάλωτες –όπως λέμε- ψυχικά ομάδες του πληθυσμού και απαιτούν την αμέριστη προσοχή και επαγρύπνηση των ειδικών, εκπαιδευτικών, γονέων καθώς και της Πολιτείας με άμεσες παρεμβάσεις και μέτρα πρόληψης για τη φροντίδα της ψυχικής τους υγείας. Ειδικότερα τα παιδιά με προϋπάρχοντα νοητικά, συναισθηματικά ή προβλήματα συμπεριφοράς, αυτά που έχουν βιώσει κι άλλη απώλεια ή απρόβλεπτη αλλαγή στο παρελθόν και παιδιά με συγγενικό πρόσωπο που νοσηλεύεται, νόσησε ή πέθανε στην παρούσα πανδημία είναι περισσότερο ευάλωτα.
Γιατί είναι όμως τόσο σημαντική η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων/ διαταραχών των παιδιών και των νέων; Ο απόηχος ενός τέτοιου γεγονότος, όπως της πανδημίας COVID-19, μπορεί να τους συνοδέψει σε βάθος χρόνου και να αποτελέσει τον εκλυτικό παράγοντα για συνέπειες όπως υψηλότερο κίνδυνο κατάθλιψης, άγχους, διπολικής διαταραχής, μετατραυματικού στρες, προβλημάτων συμπεριφοράς αλλά και ευρύτερων προβλημάτων υγείας όπως η παχυσαρκία και οι καρδιακές παθήσεις. Ερευνητικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι περίπου το 80% των ατόμων που έχουν κακοποιηθεί ως παιδιά, πληρούσαν κριτήρια για μία τουλάχιστον ψυχική διαταραχή σε ηλικία 21 ετών. Μια ταραγμένη παιδική ηλικία μπορεί να οδηγήσει, επίσης, ένα άτομο στο αλκοόλ και τη χρήση ναρκωτικών. Μελέτες εκτιμούν ότι έως και τα δύο τρίτα των ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία για χρήση ουσιών, έχουν υποστεί στην παιδική τους ηλικία κάποιας μορφής σεξουαλική, συναισθηματική ή σωματική κακοποίηση. Επομένως, καταλήγουμε ότι μια τραυματική συνθήκη στην παιδική/ εφηβική ηλικία λειτουργεί ως εν δυνάμει παράγοντας κινδύνου για την ενήλική ζωή.
Τις τελευταίες εβδομάδες, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ποσοστό μεγαλύτερο του 90% των παιδιών και των εφήβων αντιμετώπισαν τις επιπτώσεις του κλεισίματος των σχολείων τους, αλλά και της παύσης των περισσότερων κοινωνικών και εξωσχολικών δραστηριοτήτων τους. Αναγκάζονται να μοιράζονται με τα μέλη της οικογένειας τους συγκεκριμένο χώρο εντός σπιτιού, με περιορισμένες επιλογές, αλλά και να αλλάξουν σχεδόν ολόκληρη την καθημερινότητά τους, για να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις της εποχής. Υποτίθεται ότι θα λαμβάνουν τηλε-εκπαίδευση υπό την επίβλεψη των γονιών τους, χωρίς αυτό να είναι βέβαιο μιας και πολλοί γονείς βρίσκονται κι αυτοί σε καθεστώς τηλεργασίας και αδυνατούν να βοηθήσουν. Η υποστήριξη των παππούδων ή άλλων μελών της οικογένειας απουσιάζει, αφού πρέπει να αποφεύγεται η μεταξύ τους επαφή. Κάθε μέλος, λοιπόν, αντιμετωπίζει τις δικές του αγωνίες για την κατάσταση, με τις οικονομικές δυσκολίες λόγω της οικονομικής κρίσης εξαιτίας της πανδημίας να αυξάνουν ακόμα περισσότερο την πίεση και το στρες. Στο ενδεχόμενο του θανάτου ενός μέλους της οικογένειας, το παιδί πρέπει να διαχειριστεί και το πένθος. Συχνά, δυστυχώς, αρκετοί από τους παραπάνω παράγοντες συνδυάζονται σε μια οικογένεια στην οποία μπορεί να συνυπάρχει ,επίσης, ένας ψυχικά πάσχων ή να πρόκειται για μονογονεϊκή οικογένεια. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε διαπροσωπική βία και συγκεκριμένα είναι πολλές οι αναφορές που επιβεβαιώνουν την αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας και της παιδικής κακοποίησης κατά την πρώτη φάση της πανδημίας.
Σαν αποτέλεσμα, αν λάβουμε υπόψη μας υγιείς και μη-υγιείς αντιρροπιστικούς μηχανισμούς άμυνας, κάποια παιδιά υποφέρουν ενώ κάποια τα πάνε αρκετά καλά. Ένας όρος που χρησιμοποιείται συχνά σε περιόδους στρες/τραύματος, η ψυχική ανθεκτικότητα, φυσικά θα παίξει και σ’ αυτή την κατάσταση σημαντικό ρόλο. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στα άτομα που υπέφεραν ήδη πριν την έναρξη της πανδημίας. Ανεπίσημα, σε κλινικό επίπεδο αναδύονται τρία πρότυπα που παρατηρούμε. Αναλυτικότερα, ένα μέρος των παιδιών τα πηγαίνει καλά. Είναι σπίτι, σε ένα πιο ήσυχο περιβάλλον. Ανταπεξέρχονται στην καινούρια διάρθρωση των πραγμάτων, υποστηρίζουν τις προμήθειες των γονιών τους, απολαμβάνουν την τηλε-εκπαίδευση, δεν είναι εκτεθειμένα σε κανενός είδους εκφοβισμό ούτε νιώθουν κοινωνικά αποκλεισμένα. Μία δεύτερη κατηγορία παιδιών επηρεάζονται ήπια μεν αλλά δυσμενώς δε. Οι αναπτυξιακές δυνατότητες τους παύουν λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης που τους στερεί τα μέσα για την τηλε-εκπαίδευσή τους, αδυνατούν να αλληλεπιδράσουν με άλλους συνομηλίκους και να εξασκήσουν τις κοινωνικές τους δεξιότητες και όσα υποβάλλονταν σε κάποιου είδους θεραπεία, δεν μπορούν πια να εφαρμόσουν όσα αποκόμισαν. Η τρίτη και πιο επιβαρυμένη κατηγορία παιδιών και νέων είναι αυτή που τα βρίσκει σε πολύ άσχημα οικογενειακά περιβάλλοντα και στην ουσία τους στερεί την ασφάλεια που τους προσέφερε το σχολικό περιβάλλον. Η υπολειτουργία των δομών που παρέχουν υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας (λόγω των μέτρων προστασίας) αλλά και η αναβλητικότητα στην παρούσα φάση από τη μεριά των γονέων, που οφείλεται στο φόβο της λοίμωξης από COVID-19, δυσκόλεψαν πολύ περισσότερο την κατάσταση.
Στοιχεία της Europol έχουν δείξει αύξηση της παιδικής πορνογραφίας. Στην Ιρλανδία τα στοιχεία δείχνουν αύξηση σχεδόν 80% σε θέματα ασφάλειας παιδιών, αύξηση 30% των υπνωτικών για άτομα κάτω των 18 ετών την περίοδο Μαρτίου 2020-Ιουνίου 2020 και αύξηση 70% στις εισαγωγές με διαταραχές διατροφής το Σεπτέμβριο του 2020 συγκριτικά με τον προηγούμενο Σεπτέμβριο. Στην Ιταλία και την Ισπανία παρατηρήθηκαν αλλαγές στη συναισθηματική κατάσταση και τη συμπεριφορά των παιδιών σε ποσοστό 86%, ενώ διαταραχές στη συγκέντρωση παρουσίασε το 77%. Στην Ισπανία μάλιστα οι δυσκολίες ήταν περισσότερες, πιθανώς λόγω του γεγονότος ότι στην Ιταλία υπήρχε ειδική οδηγία τα παιδιά να βγαίνουν για βόλτα με τον έναν γονέα (στην Ισπανία δεν υπήρξε αντίστοιχη οδηγία) και ίσως λόγω του ότι στην Ιταλία τα σπίτια έχουν περισσότερους κήπους (56% σε σχέση με 18% των σπιτιών στην Ισπανία).
Μια προδημοσίευση έρευνας που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα καταλήγει σε παρόμοια συμπεράσματα, με το 1/ 3 των γονιών να αναφέρει ότι η πανδημία και τα μέτρα περιορισμού επηρέασαν αρνητικά την ψυχική υγεία των παιδιών τους. Αυτά που προβλημάτισαν περισσότερο ήταν η κοινωνική απομόνωση, η αυξημένη χρήση υπολογιστών και παρακολούθησης τηλεόρασης και η ελάττωση της φυσικής δραστηριότητας και της άσκησης. Παράγοντες που συσχετίζονταν σημαντικά με αρνητικές επιπτώσεις ήταν η ανεργία, οι αυξανόμενες οικογενειακές συγκρούσεις, ο αποκλεισμός από την τηλεργασία και η επιδεινούμενη ψυχολογική υγεία του γονέα και τέλος το προηγούμενο ιστορικό σωματικής νόσου του παιδιού.
Τι πρέπει να έχουμε, λοιπόν, στο νου μας ως ειδικοί μα και ως γονείς στην παρούσα φάση:
- Τα παιδιά καταλαβαίνουν! Τα παιδιά και οι έφηβοι κατανοούν περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε ότι κατανοούν. Εκτός από τις αλλαγές στη δική τους καθημερινότητα, αντιλαμβάνονται και αφουγκράζονται τις όποιες αλλαγές στο συναισθηματικό κλίμα της οικογένειας (φυσικά η ηλικία τους, η νοητική και συναισθηματική τους ανάπτυξη, η προσωπικότητά τους, οι προηγούμενες εμπειρίες/ απώλειες και η επεξεργασία αυτών θα επηρεάσει και την κατανόησή τους για αυτό που συμβαίνει τώρα).
- Βιώνουν διάφορα συναισθήματα, μόνο που η ένταση και το περιεχόμενο αυτών των συναισθημάτων διαφέρουν από αυτό των ενηλίκων καθώς και η έκφρασή τους γίνεται με διαφορετικό τρόπο.
- Αναλυτικότερα, επειδή δεν μπορούν να αντέξουν οδυνηρά συναισθήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα, τα βιώνουν κομματιαστά. Η διάθεσή τους μπορεί να κυμαίνεται από το γέλιο στο κλάμα και γενικά «θρηνούν με δόσεις». Αυτό δε σημαίνει ότι αδιαφορούν, ότι το έχουν ξεπεράσει, ότι δεν τα νοιάζει κτλ.
- Σε βάθος χρόνου και αναλόγως του αναπτυξιακού τους σταδίου αναζωπυρώνονται συναισθήματα που αφορούν απώλειες του παρελθόντος κάνοντας το παιδί να τα επεξεργάζεται με μεγαλύτερη πια γνωστική επάρκεια.
- «Μιλούν» για τα συναισθήματά τους μέσα από πράξεις και σπανιότερα μέσα από λέξεις: με ζωγραφιές, μέσα από το παιχνίδι ή με αλλαγές στη συμπεριφορά (ύπνος, φαγητό, τρόπος ομιλίας κτλ). Συχνές και απόλυτα φυσιολογικές εκδηλώσεις σε τέτοιες αποσταθεροποιητικές συνθήκες είναι η θλίψη, ξεσπάσματα θυμού ή κλάματα με ασήμαντη αφορμή, παράπονα για παλαιότερες «αδικίες», φόβοι (αποχωρισμού, σκοτάδι), παλινδρόμηση σε συμπεριφορές προηγούμενων αναπτυξιακών σταδίων (πιπίλα, νυχτερινή ενούρηση, νυχτερινός τρόμος κα), επίμονη αναζήτηση αυτού που δεν έχει (να πάει στον παππού/στη γιαγιά/ στο φίλο/ στη φίλη), ενοχές για παρελθούσες συμπεριφορές (ότι κούραζε τη γιαγιά, ότι τσακωνόταν με τους φίλους), σωματικά συμπτώματα (πονοκέφαλοι, γαστρεντερικά ενοχλήματα κα), επιθετικότητα, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές και εξάρτηση από το internet και τα διαδικτυακά παιχνίδια (έφηβοι κυρίως).
- Δε ζητούν στήριξη! Αφενός γιατί το περιβάλλον τους βιώνει παρόμοια συναισθήματα αγωνίας, φόβου, θλίψης, αφετέρου γιατί η γνωστική τους επάρκεια δεν τα βοηθά ή -στην περίπτωση των εφήβων- δε θέλουν να διαφέρουν από τους υπόλοπους. Συχνά, επίσης, οι ενήλικες «κλείνουν» τις διόδους επικοινωνίας λέγοντας «Όλα είναι εντάξει, είμαστε προστατευμένοι, εμείς είμαστε εδώ» κτλ.
Πώς ενθαρρύνουμε την έκφραση των συναισθημάτων;
- Δώστε τους χώρο, χρόνο και τρόπο να τα εκφράσουν. Τα περιμένουμε, ακόμα κι όταν επιλέγουν να μη μοιραστούν αυτό που νιώθουν.
- Ακούμε ό, τι λένε ότι νιώθουν. Δεν τα λογοκρίνουμε, δεν τους υποδεικνύουμε πώς πρέπει να νιώθουν και να σκέφτονται. Ακούμε ακόμη και τα αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις.
- Αναγνωρίστε τα δικά σας συναισθήματα. Δώστε χώρο και χρόνο να κατανοήσετε τι νιώθετε. Αν εσείς δεν είστε ενήμεροι γι’ αυτό, πώς θα βοηθήσετε ένα παιδί να καταλάβει;
- Μοιραστείτε και τα δικά σας συναισθήματα, χωρίς ποτέ να ξεχνάτε ότι εσείς είστε ο γονιός και αυτό το παιδί. Έχετε πολλά όπλα και δυνάμεις που εκείνα δεν έχουν, εκτός από εσάς και τη στάση σας.
- Επιβεβαιώστε- όσες φορές κι αν χρειαστεί- ότι τα αγαπάτε. Μιλήστε για όσους δεν βλέπετε και τα συναισθήματά σας για αυτούς. Γράψτε γράμματα μαζί τους, ζωγραφίστε, φτιάξτε κάρτες για όσους δεν βλέπει, για να τους τα δώσει όταν θα ξανασυνδεθεί μαζί τους.
Εκτός από την έκφραση των συναισθημάτων, σημαντική για τη στήριξη των παιδιών και των εφήβων είναι και η ενημέρωσή τους. Δεν αποκρύπτουμε πληροφορίες, γεγονότα, τα ενημερώνουμε αμέσως προσαρμόζοντας το λεξιλόγιο που θα χρησιμοποιήσουμε ανάλογα με το αναπτυξιακό του στάδιο. Δεν ωραιοποιούμε την πραγματικότητα και τους πληροφορούμε για αυτό που θα συμβεί από δω και στο εξής (ειδικά οι έφηβοι αγωνιούν πολύ για τα επόμενα βήματα). Επαναλαμβάνουμε τις πληροφορίες όσες φορές χρειαστεί, απαντώντας στις ερωτήσεις τους (αν δεν γνωρίζουμε κάτι, λέμε «δεν ξέρω»).
Κλείνοντας, πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας, ότι ένα παιδί που ζει μια τέτοια ανατροπή στη ζωή του έχει ανάγκη να διατηρήσει ζωντανή τη σχέση του με τους σημαντικούς άλλους (η τεχνολογία πρέπει να αξιοποιηθεί προς αυτή την κατεύθυνση με κάθε τρόπο). Ακόμα, να αισθάνεται ότι θα συνεχίσει τα ενδιαφέροντά του και τις ασχολίες του, εντός των επιβληθέντων περιορισμών φυσικά. Γι’ αυτό, επιβάλλεται να ενθαρρύνουμε το παιδί και τον έφηβο να συνεχίσει όποια δραστηριότητα είναι εφικτή (διάβασμα, μουσικά όργανα, γυμναστική κα). Από τη μεριά τους και οι ενήλικες θα πρέπει να διασφαλίσουν τη συνέχεια των περισσότερων συνηθειών, των κανόνων πειθαρχίας και συμπεριφοράς που αφορούσαν την μέχρι τώρα καθημερινότητα της οικογένειας και γενικά να καλλιεργήσουν ένα κλίμα υποστήριξης (πρακτικής και συναισθηματικής), ασφάλειας και σταθερότητας. Ακόμα κι αν οι συνθήκες στο σπιτικό μας δεν είναι αυτές που ιδανικά θα θέλαμε, ΤΩΡΑ είναι μια ευκαιρία να τις βελτιώσουμε. Ας την αδράξουμε!
Βιβλιογραφία:
Ζώντας με τον κορωνοϊό, Συγγραφέας: Νίκος Μαρκέτος, ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής, Μονάδα Οικογενειακής Θεραπείας Ψ.Ν.Α| Περιοδικό ΕΕΣΣΚΕΨΟ Τεύχος: Τεύχος 17, Οκτώβριος 2020
Ψυχική μέριμνα στο αίσθημα του αβοήθητου Κορωνοϊός SARS-Cov-2 Παιδιά και Έφηβοι Συγγραφέας: Θεοδώρα Σκαλή – Ψυχολόγος MSc, PhD, Ψυχοθεραπεύτρια, ECP, GCP, Ε.ΔΙ.Π. Ψυχολογίας, Ιατρική Σχολή, Περιοδικό ΕΕΣΣΚΕΨΟ Τεύχος: Τεύχος 17, Οκτώβριος 2020
«Παιδιά και ενδοοικογενειακές σχέσεις στην εποχή της καραντίνας», Κ. Κώτσης, Διαδικτυακή Ημερίδα «Η πανδημία COVID-19 και οι ψυχιατροδικαστικές επιπτώσεις της», ΕΨΔΕ
Konstantina Magklara, Helen Lazaratou, Anastasia Barbouni, Konstantinos Poulas, Konstantinos Farsalinos – Coronavirus Greece Research Group, “Impact of COVID-19 pandemic and lockdown measures on mental health of children and adolescents in Greece”, MedRxiv
Vera Clemens · Peter Deschamps · Jörg M. Fegert · Dimitris Anagnostopoulos · Sue Bailey ·Maeve Doyle · Stephan Eliez · Anna Sofe Hansen · Johannes Hebebrand · Manon Hillegers ·Brian Jacobs · Andreas Karwautz · Eniko Kiss · Konstantinos Kotsis · Hojka Gregoric Kumperscak ·Milica Pejovic‑Milovancevic · Anne Marie Råberg Christensen · Jean‑Philippe Raynaud ·Hannu Westerinen · Piret Visnapuu‑Bernadt, Potential efects of “social” distancing measures and school lockdown on child and adolescent mental health, European Child & Adolescent Psychiatry (on line 23 May 2020)