Γράφει ο Στέλιος Γκίνης
Φεύγουν τα καλύτερά μας χρόνια τόσο βιαστικά, που δεν προλαβαίνουμε να τα χαρούμε ούτε να τα… χορτάσουμε! Διαδέχεται η μια γενιά την άλλη, όπως τα φύλλα των δέντρων, που πέφτουν τα παλιά και βγαίνουν τα καινούργια. Η διαφορά είναι ότι στα φύλλα υπάρχει αιώνια λησμονιά, ενώ στις γενιές των ανθρώπων αιώνια μνήμη.
Αυτή τη μνήμη και τη γνώση του παρελθόντος, πρέπει να τη διηγηθούμε στα παιδιά μας, έτσι, σαν παραμύθι.
Μια φορά λοιπόν και έναν καιρό, σε τούτη τη γωνιά της Γης, που τη στεφανώνουν τα ορθόψηλα Γεράνεια, οι κάτοικοι ήσαν όλοι Έλληνες, με στητό βάδισμα και τον αέρα του ελεύθερου πολίτη, ακόμα και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας!
Σήμερα κατοικούν στα Μέγαρα, εδώ και λίγα χρόνια, Αλβανοί, Πακιστανοί, Ινδοί και γύφτοι μαζί με εμάς. Όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι τώρα με την κρίση, που οι δουλειές λιγόστεψαν όπως και τα λεφτά μας, δυσκολεύονται να επιβιώσουν. Πού να πάνε όμως; Τα σύνορα έχουν κλείσει και οι… φίλοι μας οι Τούρκοι κάθε μέρα μας στέλνουν κάθε καρυδιάς καρύδι. Το κακό με αυτούς τους ανθρώπους είναι ότι κουβαλάνε μαζί τους, όπως είναι φυσικό, τις συνήθειές τους, τη θρησκεία τους και τις νοοτροπίες της ράτσας τους. Είναι δηλαδή ρατσιστές! Ναι, καλά διαβάσατε, είναι ρατσιστές. Έχετε δει εσείς καμιά γύφτισα να έχει αλλάξει νοοτροπία εδώ και τόσα χρόνια που κατοικεί στα Μέγαρα; Εμείς έχομε κάποια ήθη και έθιμα, ενώ οι Πακιστανοί και οι άλλοι τα δικά τους. Οι γύφτοι, για παράδειγμα, που τους λένε τώρα Ρομά, από μικρά μαθαίνουν τα παιδιά τους ΜΟΝΟ να ζητιανεύουν!
Έχετε δει κανένα γυφτάκι να θέλει να γίνει υδραυλικός, ξυλουργός ή κάτι άλλο; Από μικροί στη ζητιανιά και μεγάλοι στην… κλεψιά !
Ένας συμπολίτης πριν από μέρες μου είπε ότι τρεις νεαροί γύφτοι, του άρπαξαν το χρυσό σταυρό από το λαιμό του καταμεσίς του δρόμου! Μέρα, μεσημέρι.
Μια φορά λοιπόν κι έναν καιρό κατοικούσαν στα Μέγαρα ΜΟΝΟ Έλληνες και μάλιστα πιστοί στις παραδόσεις τους. Ήσαν προκομένοι, καλοσυνάτοι, χαρωποί.
Ούτε καταθέσεις είχαν στις τράπεζες, ούτε περίμεναν να ζήσουν από το μισθό ή από τη σύνταξή τους. Ήσαν δεμένοι με τη γη τους και εξασφάλιζαν από την παραγωγή τους το κρασί, το ψωμί, το λάδι κτλ. Το κάθε σπίτι είχε στέρνα και μάζευαν τα νερά της βροχής και πηγάδι για πόσιμο νερό κι αυτό δωρεάν. Σε μια γωνιά της αυλής είχαν λίγες κότες για τα αυγά τους και μια κατσίκα για το γάλα τους.
Στο υπόγειο είχαν το πιθάρι με το λάδι , σακιά με στάρι και το βαρέλι με το κρασί τους. Σκουπίδια δεν υπήρχαν τότε, γιατί δεν περίσσευε ΤΙΠΟΤΑ για πέταμα. Όλα τα περισσεύματα από τα φαγητά τα έδιναν στις κότες, την κατσίκα και στο σκύλο τους. Στην αυλή τους είχανε φούρνο με ξύλα, για να ψήνουν τα ψωμιά τους.
Οι γυναίκες, εκτός από τις δουλειές του σπιτιού και την φροντίδα των παιδιών, ύφαιναν στον αργαλειό, κεντούσαν τα προικιά τους οι ανύπαντρες ,ενώ η γιαγι με τη ρόκα της έγνεθε κι έλεγε παραμύθια στα εγγόνια της.
Μια φορά λοιπόν κι έναν καιρό στα Μέγαρα οι άνθρωποι ήσαν χαρωποί, γιατί ξέρανε και να διασκεδάζουν. Επίσης ξέρανε τι θέλανε από τη ζωή. Σήμερα γεράζουμε κι ακόμα… προβληματιζόμαστε και ψαχνόμαστε!