Λίγα στοιχεία για το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 και την αποτυχία προβλέψεων των ερευνών κοινής γνώμης
γράφει η Αλέκα Σταματιάδη
Όταν όλα χαλαρώνουν και η πολιτική περνά στις σφαίρες του lifestyle και του γηπέδου για να γίνει κατανοητή, οι έρευνες κοινής γνώμης από εργαλεία στρατηγικής και επικοινωνίας των πολιτικών, γίνονται κάτι σαν το αποτελέσματα αγώνων ή τα αποτελέσματα στο στοίχημα, για να “κατέβουν” στους πολλούς και να ασχοληθούν μέσα και ακροατήρια.
Οι πολίτες, ψηφοφόροι και καταναλωτές ταυτόχρονα, εξοικειώνονται με τους αριθμούς, ποσοτικοποιούν την πολιτική, θέλουν να είναι με τον νικητή, καθώς φυσικά επηρεάζονται από τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων που παρουσιάζονται στις ειδήσεις, ακόμα και αν είναι επισφαλή, ακόμα και αν αποτυγχάνουν, “πέφτουν έξω” και είναι πλέον, όχι έρευνα, αλλά “εμπορικό” προϊόν προς κατανάλωση.
Το αίτημα της σχέσης ανάμεσα στην ηθική και την πολιτική παραμένει επίκαιρο και παρότι η συζήτηση στην Ελλάδα σήμερα επικεντρώνεται στην οικονομική κρίση, η κρίση είναι βαθιά πολιτική, όπως υποστηρίζουμε. Βάση της χάραξης πολιτικής αποτελεί η πρότερη έρευνα και καταγραφή των τάσεων του κοGινωνικού συνόλου και, συγκεκριμένα, για τη χάραξη της στρατηγικής πολιτικής επικοινωνίας, η έρευνα κοινής γνώμης.
Με τις κάλπες να στήνονται τακτικά τα τελευταία έτη στην Ελλάδα και τις εκλογές να αποτελούν καθημερινότητα στην επικαιρότητα, οι έρευνες κοινής γνώμης γίνονται περισσότερες και περισσότερος λόγος γίνεται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Μ.Μ.Ε.), στη δημόσια σφαίρα και το δημόσιο λόγο.
Οι δημοσκοπήσεις συζητώνται από κυβερνητικά γραφεία ως καφενεία και τον τελευταίο χρόνο περισσότερο συζητείται η απόκλισή τους από τα εκλογικά αποτελέσματα, με συνέπεια το θέμα να απασχολεί ιδιαίτερα επιστήμονες και επαγγελματίες της επικοινωνίας, πολιτικούς και κοινό.
Οι έρευνες κοινής γνώμης αποτελούν λοιπόν καθρέφτη της κοινωνίας, εργαλείο της επικοινωνίας ή «όπλο» στη φαρέτρα της πολιτικής επικοινωνίας. Ό, τι και να αποτελούν από τα τρία παραπάνω, αναμφίβολα κατέχουν κεντρική θέση τόσο στην ατζέντα των ΜΜΕ όσο και στις εκστρατείες πολιτικής επικοινωνίας.
Η μεγαλύτερη απόκλιση εκτίμησης-αποτελέσματος παρατηρείται στην περίπτωση του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015. Ενώ τα ΜΜΕ έκαναν λόγο για «ντέρμπι» με πηχυαίους τίτλους, η διαφορά μεταξύ ΟΧΙ και ΝΑΙ ξεπέρασε το 22%.
Όπως φαίνεται στον παρακάτω συγκριτικό πίνακα, η διαφορά εκτίμησης των δημοσκοπήσεων με το τελικό αποτέλεσμα είναι μνημειώδης.
Εκλογικό αποτέλεσμα | GPO-Mega | Metron Analysis-“Παραπολιτικά” | Alco-«Έθνος» | ΠΑΜΑΚ-Bloomberg | |
ΟΧΙ | 61,31 | 41,8 | 47 | 40,2 | 43 |
ΝΑΙ | 38,69 | 41 | 46 | 41,5 | 42,5 |
Η αποχή των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων στο δημοψήφισμα έφτασε το 37,85%. Και αυτό είναι ένας παράγοντας καθοριστικός σε πολύ μεγάλο βαθμό για την απόκλιση της εκτίμησης.
Η πολιτική πόλωση, η αστάθεια, η αίσθηση του χάους στην κοινωνία, αλλά και πολλά ακόμα προβλήματα όπως η ασάφεια της διατύπωσης του ερωτήματος του δημοψηφίσματος, η σύντομη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου (από την προκήρυξη του ως την διεξαγωγή του), οι κλειστές τράπεζες και πολλά ακόμα που δεν αφορούν την παρούσα, προκάλεσαν καταστάσεις πρωτόγνωρες στην πολιτική σκηνή και την ελληνική κοινωνία το περασμένο καλοκαίρι.
Οι πολιτικές διεργασίες αυτές διαφαίνονται στην αποτυχία των προβλέψεων των δημοσκοπήσεων, που ακόμα και οι πιο προσεκτικές, αυτές που ήταν εγγύτερα στις άλλες εκλογικές αναμετρήσεις, απέτυχαν στην πρόβλεψή τους, αποδεικνύοντας ότι η πολιτικές και οι κοινωνικές διεργασίες υπερβαίνουν τα μεθοδολογικά εργαλεία και ακόμα, ότι η εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων στην κάλπη δεν μπορεί να προβλεφθεί με ένα διψήφιο ποσοστό εξαγόμενο από ένα μικρό δείγμα του εκλογικού σώματος.
Η οικονομική κρίση που αναπόφευκτα μαστίζει και τον πολιτικό κόσμο όσο και τους επαγγελματίες της επικοινωνίας πιθανότητα συνεπάγεται και εκπτώσεις στην ποιότητα των ερευνών, για λόγους οικονομίας. Μικρότερα δείγματα και ανάγκη για γρήγορα αποτελέσματα εκτιμούμε ότι επιφέρουν ελλείμματα εγκυρότητας των ερευνών κοινής γνώμης.
Η κατάρτιση του δείγματος και η επιλογή των ερωτώμενων δεν ήταν άψογη από τεχνική άποψη: η αναλογική μέθοδος δειγματοληψίας που χρησιμοποιήθηκε υποαντιπροσώπευε απρόσιτες ομάδες πληθυσμού(όσους π.χ. δεν έχουν τηλέφωνο στην περίπτωση των τηλεφωνικών συνεντεύξεων).
Παρατηρείται ότι οι ερωτήσεις: τα ινστιτούτα ερευνών θέτουν με επιμονή ταυτόσημες ερωτήσεις σε δείγματα εκλογέων.
Δυσχερής ακόμα είναι η εκτίμηση του ποσοστού της αποχής, στη σχέση μεταξύ αναποφάσιστων και πραγματικής εκλογικής συμμετοχής η οποία είναι αβέβαιη.
«Το πρόβλημα της ερμηνείας του ποσοστού εκείνων που δεν απαντούν στις εκλογικές σφυγμομετρήσεις είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα της καταγραφής ψήφου των εκλογέων».
Η απαξίωση της πολιτικής και η αποχή είναι στοιχεία αμερικανοποίησης του ελληνικού πολιτικού τοπίου. Η αδιαφορία για τα πολιτικά και η αποχή από τις εκλογές είναι αυτό-αποκλεισμός μεγάλων πλέον ποσοστών του εκλογικού σώματος και του πληθυσμού (στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 η αποχή έφτασε στο 45% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων).
Σε αυτό το κλίμα συμβάλλει και η απαξίωση των ΜΜΕ και των δημοσκοπήσεων και από τους ίδιους τους πολιτικούς φορείς και τα πολιτικά πρόσωπα. Συμβαίνει συχνά το φαινόμενο όταν μια δημοσκόπηση δεν ευνοεί τον πολιτικό, τότε αυτός να αμφισβητεί την εγκυρότητα του φορέα της διενέργειάς της, μεταφέροντας την αμφισβήτηση και στους ψηφοφόρους του αλλά και γενικότερα το κλίμα δυσπιστίας απέναντι στα ΜΜΕ και τους επαγγελματίες της επικοινωνίας.
[quote]Πέραν της απαξίωσης από τους πολίτες και την περαιτέρω απραξία τους, το φαινόμενο των δημοσκοπήσεων συμβάλλει στην «γηπεδοποίηση» της πολιτικής και του δημόσιου λόγου, καθώς μιλάμε για «παραστάσεις νίκης» και ποσοστά χωρίς σαφή ποιοτικά χαρακτηριστικά το περιεχόμενο των οποίων μεταβάλλεται αναλόγως συγκυρίας φυσικά.[/quote]
Οι δημοσκοπήσεις ποσοτικοποιούν το εκλογικό σώμα και το μετατρέπουν σε ένα εργαλείο στα χέρια των κυβερνώντων για την νομιμοποίηση των επιλογών τους, σε αντικείμενο σχολιασμού για δημοσιογράφους και καθοδηγητές γνώμης. Είναι ένα από τα πιο προσοδοφόρα αντικείμενα στο χώρο της επικοινωνίας στις μέρες μας, λόγω του ασταθούς πολιτικού περιβάλλοντος αλλά και της αποξένωσης των πολιτών από τους πολιτικούς, λόγω της απαξίωσης και του φόβου επαφής των πολιτικών με τα άτομα αλλά και σύγχρονου τρόπου ζωής (μείωση συγκεντρώσεων με φυσική παρουσία, στις πλατείες για παράδειγμα).
Οι πρακτικές των μετρήσεων της κοινής γνώμης διέπονται και διαβρώνονται από την πολιτική, την ιδεολογία. Πέραν των κοινωνικών διεργασιών που αντικατοπτρίζουν τα ίδια τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, οι αποκλίσεις συγκριτικά με το εκλογικό αποτέλεσμα και η αποτυχία τελικά των προβλέψεων των γκάλοπ αντικατοπτρίζουν την βαθιά πολιτική ελληνική κρίση.
Εντούτοις, δεν υποστηρίζεται ότι η αποτυχία των σφυγμομετρήσεων αποτελεί σημερινό και ελληνικό φαινόμενο. Αντιθέτως, διαχρονική και ιστορικά αποδεδειγμένη η «σαθρή» κατασκευή των μετρήσεων της κοινής γνώμης.
Η «κοινή γνώμη» αποτελεί κατασκεύασμα, που όταν θεωρείται «μετρήσιμο», λειτουργεί ως εργαλείο νομιμοποίησης της πολιτικής.
Ο πολλαπλασιασμός των δημοσκοπήσεων που πολλές φορές όπως είδαμε αποτυγχάνουν, έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της αξιοπιστίας και την απαξίωση από πλευράς των πολιτών. Η αναπαραγωγή των δημοσκοπήσεων από τα ΜΜΕ συντελεί στην απαξίωση και των ίδιων των ΜΜΕ που είναι και φορείς-εντολείς των μετρήσεων. Ο φαύλος κύκλος της αναξιοπιστίας και της απαξίωσης συνεχίζεται από τους πρωταγωνιστές πολιτικούς που καταδικάζουν μεν τις δημοσκοπήσεις και τα ΜΜΕ αλλά επιδιώκουν τις δημοσκοπήσεις, φανερές και κρυφές, και τον δημόσιο σχολιασμό τους. Η αύξηση των δημοσκοπήσεων και η καθημερινή σχεδόν αναφορά τους ιδιαίτερα σε κρίσιμες πολιτικά περιόδους συνεπάγεται όχι απλώς την εξοικείωση του κοινού με τα νούμερα και την ποδοσφαιροποίηση και υπεραπλούστευση της πολιτικής αλλά και την υποβάθμιση των μετρήσεων στην λεγόμενη «κοινή γνώμη».
Οι πολίτες «βγάζουν τη γλώσσα» στους δημοσκόπους, χλευάζουν τη διαδικασία, πολλές φορές δίνοντας εσκεμμένα άλλες απαντήσεις από αυτές που πιστεύουν, απαντούν λάθος στις τηλεφωνικές συνεντεύξεις που πλέον έχουν καθιερωθεί με τα παραπάνω αποτελέσματα, έχοντας την πεποίθηση εδραιωμένη πλέον από τον παραπάνω φαύλο κύκλο ότι τα ΜΜΕ και οι δημοσκόποι δρουν συμφεροντολογικά κατά των πολλών.
Προσπάθειες χωρίς ακόμα να έχει εφαρμοστεί νέα νομοθετική διάταξη έχουν ανακοινωθεί από την κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2016. Με στόχο, σύμφωνα με την κυβέρνηση, να περιοριστούν τα φαινόμενα παραπλάνησης της κοινής γνώμης και να ενισχυθεί η εμπεριστατωμένη έρευνα ως εργαλείο διαλόγου και άσκησης πολιτικής. Την πρόθεση της κυβέρνησης για αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τις εταιρείες πολιτικών ερευνών και δημοσκοπήσεων επιβεβαίωσε ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς, σε συνάντησή του με τους εκπροσώπους του Διοικητικού Συμβουλίου του ΣΕΔΕΑ (Σύλλογος Εταιρειών Δημοσκοπήσεων και Έρευνας Αγοράς).
Η επικείμενη ρύθμιση θα λειτουργεί σε διπλή κατεύθυνση, σύμφωνα με την κυβέρνηση: από τη μία να περιοριστούν τα φαινόμενα παραπλάνησης της κοινής γνώμης και από την άλλη να ενισχυθεί η εμπεριστατωμένη έρευνα ως εργαλείο διαλόγου και άσκησης πολιτικής.
Ο Σύλλογος Εταιρειών Δημοσκοπήσεων από την πλευρά του, σύμφωνα με ανακοίνωση του, δεσμεύτηκε να εκφράσει συγκροτημένη και εμπεριστατωμένη άποψη με στόχο τη διασφάλιση των αρχών της επιστήμης, της διαφάνειας και της επιχειρηματικότητας στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς.
Όμως μια κυβερνητική μόνο παρέμβαση χωρίς τις προτάσεις και την αποδοχή των επαγγελματιών και των πολιτικών στην περίπτωση των πολιτικών σφυγμομετρήσεων είναι άνευ περιεχομένου: οι επαγγελματίες είναι οι εμπειρικά γνώστες των αδυναμιών του συστήματος και ακόμα χωρίς την σύμφωνη γνώμη τους, δεν νοείται διάλογος προς λύση του προβλήματος. Η ρύθμιση του τοπίου ευνοεί άλλως τε και τους επαγγελματίες καθώς με αυτόν τον τρόπο αποκτούν ποιότητα, εγκυρότητα και αξιοπιστία με «σφραγίδα». Βέβαια, υπό τις παρούσες συνθήκες και με απαξιωμένες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως των δημοσιογράφων για παράδειγμα, αμφίβολη κρίνεται η συνεργασία επαγγελματιών-ενώσεων-κυβέρνησης λόγω απαξίωσης και σε ορισμένες περιπτώσεις εκπεφρασμένης καχυποψίας, όπως ρευστή και ασταθής είναι η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες.
(το παραπάνω κείμενο είναι προϊόν ανάλυσης από την μεταπτυχιακή μου έρευνα, για την κοινή γνώμη, στα πλαίσια του ΠΜΣ Πολιτική Επικοινωνία, του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών)