ΘέσειςΣημαντικότερα

“Μία είναι η εντολή!”

Μέρος α’

Επιμέλεια κειμένου: Αιμιλία Καραγιώργου-Καλλιά, νηπιαγωγός-φιλόλογος

KARAGIORGOY-AIMILIA-1

Πηγή: “Μία είναι η εντολή”, Ντίνα Βλάχου, Εκδόσεις Καμπύλη, 2015

 

 

 

Στη βιβλιοθήκη “Τζιακρίνη” της Ρώμης βρίσκεται η ακόλουθη επιστολή, σταλείσα προς τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τιβέριο, από τον Πούπλιο Λεντούλο, κυβερνήτη της Ιουδαίας, πριν από τον Πόντιο Πιλάτο. Η επιστολή αυτή δίνει μία απλή μα και τόσο αληθινή σκιαγραφία του Θεανθρώπου.

Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

 

Εν Ιερουσαλήμ Ινδικτιώνος 7

Σελήνη 11

 

Τη Ση μεγαλειότητι πιστότατος και ευπιθέστατος

Πούπλιος Λεντούλος

Κυβερνήτης της Ιουδαίας

 

Ήκουσα, ω Καίσαρ, ότι επιθυμείς να μάθης ότι σοι γράφω νυν περί ανθρώπου τινός λίαν εναρέτου, καλουμένου Ιησού Χριστού, ον ο λαός θεωρεί Προφήτην και οι μαθηταί του Θεόν, λέγοντες ότι είναι υιός Θεού, δημιουργού των ουρανών, της γης και παντός ό,τι εν αυτή ευρίσκεται και υπάρχει.

     Αλήθεια, ω Καίσαρ, καθ’ ημέραν ακούονται πράγματα θαυμάσια περί του Χριστού. Ανασταίνει νεκρούς και ασθενείς ιατρεύονται δια μιας λέξεως και μόνης.Είναι ανήρ μετρλιου αναστήματος, καλός την όψιν, περιβεβλημένος με μεγαλοπρέπειαν, ιδίως κατά το πρόσωπον, ώστε όσοι τον κοιτάζουν αναγκάζονται να τον αγαπούν και να τον σέβονται. Έχει την κόμην χρώματος καρύου ωρίμου, εξυνουμένην μέχρι των ώμων του και εκείθεν μέχρι των ωμοπλατών του, διχάζεται δε αύτη εν τω μέσω, άνωθεν κατά το σύστημα των Ναζαρινών. Το μέτωπόν του είναι λείον και γαλήνειον. Το πρόσωπό Του άνευ ρυτίδων, η ρις και τα χείλη κανονικότατα. Το γένειόν του είναι πυκνόν και του αυτού χρώματος της κόμης, διχάζεται δε εις το μέσον. Το βλέμμα Του είναι σοβαρόν και εμπνέει φόβον, έχει δε ηλιακής ακτίνος δύναμιν. Ουδείς δύναται να τον παρατηρήσει ατενώς. Όταν επιτιμεί, φοβίζει, όταν δε πράττει τούτο κλαίει. Είναι αξιαγάπητος και χαρίεις μετά σοβαρότητος. Λέγουσι δε ότι ουδέποτείδων αυτόν να γελά, πολλάκις όμως κλαίει. Έχει ωραίας τας χείρας και τους βραχίονας. Εν τη συνομιλία ευχαριστεί πάντας, δυσκόλως όμως φαίνεται. Όταν δε φανεί, είναι μετριόφρων και έχει το ωραιότερο παράστημα του κόσμου. Είναι ωραίος ως η μητέρα Του, ήτις ποτέ εθεάθη εις τα μέρη ταύτα.

     Εάν όμως η Ση μεγαλειότης, ω Καίσαρ, ποθεί να ίδη αυτόν, πληροφόρησόν με διότι θα σοι τον στείλω πάραυτα. Πάντως οι εν Ιερουσαλήμ θαυμάζουν την σοφίαν, καίτοι ουδέποτε εσπούδασε τι και όμως είναι κάτοχος πάσης επιστήμης.

     Περπατάει ανυπόδητος και ασκεπής. Πολλοί βλέποντες αυτόν γελώσιν, αλλά όταν ευρίσκονται προ αυτού, τρέμουσιν και θαυμάζουν αυτόν. Λέγουσι δε  ότι ουδέποτε άνθρωπος ως αυτόν ανεφάνη εις τα μέρη ταύτα. Τη αληθεία, ως μη λέγουσιν οι Εβραίοι, ουδέποτε εκυρήχθη διδασκαλία ως η ιδική του. Πολλοί θεωρουσιν αυτόν Θεόν. Άλλοι πάλι μοι λέγουσιν ότι είναι εχθρός της Σης μεγαλειότητος, ω Καίσαρ. Πολλάκις με ενοχλούσιν οι μοχθηροί αυτοί Εβραίοι. Λέγουσι ότι αυτός ουδέποτε δυσαρέστησε τινά, αλλά ότι μάλλον εποίησε το αγαθόν. Όλοι οσοι εγνώρισαν αυτόν ευεργετήθησαν παρ’ αυτού. Όμως εις την Σην μεγαλειότητα, ω Καίσαρ, εις την προς Σε υπακοήν είμι πρόθυμος ό,τι διατάξεις θέλει εκτελεστεί.

Εν Ιερουσαλήμ Ινδικτιώνος 7

Σελήνη 11

 

Τη Ση μεγαλειότητι πισότατος και ευπιθέστατος

Πούπλιος Λεντούλος

Κυβερνήτης της Ιουδαίας

 

 

 

Ήταν βράδυ της Τετάρτης όταν ο Ιησούς έφτασε με τους μαθητές του στην Ιερουσαλήμ, σ’ ένα περιποιημένο ανώγειο ετοιμασμένο γι’ αυτούς, να φάνε όλοι μαζί για το Πάσχα.

Οι δύο μαθητές που είχε στείλει από νωρίς τα είχαν φροντίσει όλα. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με λινό κάτασπρο τραπεζομάντιλο. Τα δεκατρία πιάτα τοποθετημένα γύρω με τάξη, τα μαχαιροπίρουνα, οι κούπες του κρασιού, το άζυμο ψωμί, η πιατέλα με το ψητό αρνί, τα πικρά χόρτα, το λαγήνι με το σκούρο σαν αίμα κόκκινο κρασί, τα καθίσματα…

Η Ιερουσαλλήμ συγκέντρωνε κάθε χρόνο για τις γιορτές του Πάσχα αμέτρητο κόσμο από διάφορα μέρη, ακόμα κι από τη Ρώμη κι από τη Συρία…Πολλές χιλιάδες αρνιά θυσιάζονταν στον Ναό.

Είχαν καθίσει όλοι στις θέσεις τους, όταν ο Ιησούς σηκώθηκε, έβγαλε τον εξωτερικό του χιτώνα, ζώστηκε γύρω από τη μέση του μια μεγάλη πετσέτα, πήρε μια λεκάνη με νερό και κίνησε να πλένει τα πόδια των μαθητών του και να τα σκουπίζει με την πετσέτα. Εκείνοι, ξαφνιασμένοι, μούδιασαν από ντροπή. Ο Κύριος θα τους έπλενε τα πόδια; Τα μάτια του Πέτρου έμεναν ορθάνοιχτα.

“Ποτέ δε θα δεχτώ, Κύριε, αναφώνησε από τη θέση του, να μου πλύνεις τα πόδια!”

“Εκείνο που εγώ κάνω, του είπε ο Ιησούς, εσύ δεν το καταλαβαίνεις τώρα. Θα το καταλάβεις, όμως, αργότερα”.

Ο Πέτρος τον κοίταζε σκυμμένον να συνεχίζει αυτό που είχε αρχίσει. “Όχι!” ξαναείπε δυνατότερα. “Ποτέ δε θα δεχτώ, Κύριε, να μου πλύνεις τα πόδια!” Είχε αποφασίσει να μην το δεχτεί με κανέναν τροπο…

“Αν δεν σου πλύνω τα πόδια, Πέτρο, δεν θα έχεις θέση κοντά μου”. Ο Πέτρος αναλύθηκε σε κλάματα. Έκλαιγε σα μικρό παιδί. Κάθε αντίστασή του είχε χαθεί.

Πλημμυρισμένος δάκρυα και με σπασμένη φωνή, αναφώνησε: “Όχι μόνο τα πόδια να μου πλύνεις, Κύριε! Αλλά και τα χέρια και το κεφάλι…” Είχε ανοίξει προς τον Κύριο σαν τριαντάφυλλο ολόκληρη η ύπαρξή του. Δεν ζούσε πια, παρά μόνο για να τον ακούει και να τον βλέπει. “Ο λουσμένος, Πέτρο, του είπε ο Ιησούς, δεν χρειάζεται παρά μόνο τα πόδια του, που λερώνονται διαρκώς από τις σκόνες του δρόμου, να πλύνει. Είναι όλος καθαρός, κι εσείς έιστε καθαροί από το Πνεύμα το Άγιο”. Θυμήθηκε όμως τον Ιούδα και πικραμένος συμπλήρωσε: “Όχι όμως όλοι”.

Έπλενε σκυφτός τα πόδια του Ιούδα κι ένα δάκρυ του έσταξε μέσα στη λεκάνη με το νερό. Σήκωσε τα μάτια. “Ιούδα, αδερφέ μου…” τον συμπόνεσε. Ο Ιούδας σιωπούσε. Ο Πέτρος κοίταζε τον σκυμμένο Κύριό τους και στα θολά μάτια του ήρθε και στάθηκε η σκηνή της λίμνης Γεννησαρέτ, πάνω στο πλοίο. Ήταν νύχτα. Η θύελλα κινδύνευε να το καταπιεί. “Φιμώθητι!” είχε προστάξει ο Κύριος τον αέρα. “Ησύχασε παιδί μου!” είχε μιλήσει στη θάλασσα, κι όλα είχαν ησυχάσει… Τώρα ταπεινωνόταν με τη θέλησή του, σκυμμένος στα πόδια των μαθητών του. Και του Ιούδα! Με την πράξη του αυτή ο Κύριος τους έδινε το παράδειγμα της ταπεινοφροσύνης και της αγάπης χωρίς όρια.

Αφού έπλυνε τα πόδια όλων, φόρεσε ξανά τον χιτώνα του και κάθισε παλι στο τραπέζι. Όλοι σιωπούσαν. Ο Πέτρος είχε ηρεμήσει. Το σιωπηλό πρόσωπό του, τώρα, έμοιαζε με ολοκάθαρο φθινοπωρινό τοπίο που το άγιασε η βροχή.

Αν εγώ, ο Κύριός σας και διδάσκαλός σας, τους είπε, σας έπλυνα τα πόδια, παράδειγμα σας έδωσα να κάνετε κι εσείς το ίδιο”. Και συγκινημένος βαθιά, είπε στους μαθητές του: “Εσείς αφήσατε τις οικογένειές σας και τις εργασίες σας και μείνατε μαζί μου τρία χρόνια!Μέχρι το τέλος της δοκιμασίας μου. Κι εγώ όμως σας ετοιμάζω Βασιλεία, όπως μου την ετοίμασε ο Πατέρας μου“.

Η παρουσία όμως του Ιούδα του Ισκαριώτη ήταν παραφωνία στην αδερφωμένη τούτη συντροφιά. Με μεγάλη πίκρα το ένιωθε ο Κύριος. “Δεν το λέγω για όλους σας, είπε. Εγώ ξέρω ποιους διάλεξα, αλλά πρέπει να πληρωθεί η γραφή: <<Εκείνος που έτρωγε μαζί μου το ψωμί, σήκωσε επάνω μου την πτέρνα του>>”.

Ευλόγησε όπως πάντα το φαγητό τους. Όλοι έγειραν πάνω από το πιάτο τους αμίλητοι. Κάτι αόριστο τους κύκλωνε. Πίσω από την κλειστή πόρτα του υπερώου έπαιζε με τον αέρα η οδύνη. Ολόκληρη η διαδρομή τους κοντά του, από την πρώτη μέρα, περνούσε μπροστά από τα μάτια τους. Είχε περάσει τη ζωή του ευεργετώντας και θεραπεύοντας τον κόσμο. Σε κανέναν δεν είπε όχι. Αμέτρητα θαύματα. Όποιος τον πλησίασε ευεργετήθηκε. ‘Οποιος του ζήτησε βοήθεια την πήρε.Νεκρούς ανάστησε. Λεπρούς καθάρισε. Δαιμονιζόμενους ελευθέρωσε. Παράλυτοι περπάτησαν. Τυφλοί είδαν το φως… Χαμένοι σε άγνωστους δρόμους, αμαρτωλοί και άδικοι βρήκαν τα ξεχασμένα ίχνη του μέσα στο βάθος της καρδιά τους και τον ακολούθησαν… Ούτε ένα δάκρυ δεν τον άφησε ασυγκίνητο… Κανένας ξένος για τον Κύριο…

Πόσο τους είχε αγαπήσει ο Θεός, να είναι αυτοί οι διαλεκτοί του! Όχι για τρία χρόνια μόνο, όπως ψυχανεμίζονταν τώρα, αλλά για πάντα. Εις τους αιώνες των αιώνων…Και τι συγκίνηση, όταν με τη Δύναμή του, έκαναν και οι ίδιοι θαύματα και θεραπείες…

Και τώρα ετοιμαζόταν να τους αφήσει…

Έτρωγαν ήσυχα, μηχανικά, βυθισμένοι στις σκέψεις τους και στα πικρά αισθήματά τους, χωρίς κανείς να μιλάει. Ο Κύριος σταμάτησε να τρώγει. Η άγια φωνή του έκοψε την ησυχία: “Αλήθεια σας λέγω”, ακούστηκε, “ένας από σας θα με παραδώσει στους σταυρωτές μου”.

Οι μαθητές ταράχτηκαν πολύ. Δεν αμφισβητούσαν ποτέ αυτά που τους έλεγε. Ήξεραν κιόλας πως οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι παραμόνευαν σαν τις οχιές. Άφησαν το φαγητό κι ένας ένας τώρα τον ρωτούσαν με αγωνία: “Μήπως είμαι εγώ, Κύριε;” Όλων τα μάτια ήταν καρφωμένα πάνω του. Ο αγαπημένος του μαθητής, ο Ιωάννης, που καθόταν δίπλα του έγειρε το κεφάλι του πάνω στο στήθος του Ιησού και άρχισε να κλαίει: “Ποιος είναι αυτός που θα σε προδώσει, Κύριε…”. Τα αθώα μάτια του έτρεχαν σα δυο βρύσες. Κανείς δε μιλούσε. Όλοι ήταν φοβισμένοι και συντετριμμένοι.

“Εκείνος είναι ο προδότης”, είπε ο Ιησούς, “που θα του δώσω την μπουκιά το ψωμί που θα βουτήξω στη σάλτσα της πιατέλας, θέλοντας να του δείξω πως και τώρα τον αγαπώ”.

Όλοι κρατούσαν και την ανάσα τους. Απόλυτη ησυχία βασίλευε. Η καρδιά τους ήταν κυριευμένη από φόβο και αγωνία. Κοίταζαν. Ο Κύριος, αφού βούτηξε μια μπουκιά ψωμί στη σάλτσα, άπλωσε και την έδωσε στον Ιούδα τον Ισκαριώτη: “Εκείνο που μελετάς να κάνεις, Ιούδα, του είπε ήρεμα, κάνε το το συντομότερο”. Εκείνος, αφού πήρε την μπουκιά το ψωμί, σηκώθηκε από τη θέση του, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε βιαστικά.

Έπεσε μια βουβαμάρα… Τι εσήμαιναν άραγε αυτά; Πού πήγαινε ο Ιούδας; Τίνος Έργου ήταν η απαρχή; Κι αυτοί τώρα τι έπρεπε να κάνουν;

Ο Ιησούς πήρε το ψωμί, κι αφού σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και ευχαρίστησε τον επουράνιο Πατέρα του, όπως έκανε πάντα, το έκοψε με τα θεία χέρια του σε κομμάτια και τους το μοίρασε. “Λάβετε, φάγετε, τους είπε. Αυτό που σας δίνω δεν είναι ψωμί. Είναι το σώμα μου που μοιράζεται προς άφεσιν αμαρτιών…” Τα χλωμά δάχτυλά του έτρεμαν ελαφρά. Κι αφού πήραν όλοι και έφαγαν με μάτια γεμάτα δάκρυα το ψωμί που τους πρόσφερε με τα άγια χέρια του, πήρε την κούπα με το πυκνό βαθυκόκκινο κρασί, ευχαρίστησε τον Πατέρα του και τους έδωσε να πιουν όλοι: “Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο δεν έιναι κρασί, τους είπε. Τούτο εστί το αίμα μου. Το της Καινής Διαθήκης. Το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών”.

Δάκρυσε. “Αλήθεια σας λέγω, δεν θα ξαναπιώ από το γέννημα του αμπελιού, μέχρι την ημέρα εκείνη που θα το πίνω καινούριο μαζί σας στη Βασιλεία του Πατέρα μου”. Όλοι έκλαιγαν…

Συνεχίζεται…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Με μόχθο και σχεδιασμό τα καλά αποτελέσματα

Παγκόσμια ημέρα ελευθεροτυπίας

Με ξεκλείδωτες πόρτες και με ανοιχτά παράθυρα

Aleka Stamatiadi