Η δυσμενής οικονομική συγκυρία των τελευταίων ετών, έχει καταστήσει, την μάλλον ήδη, ιδιαιτέρως δύσκολη εργασιακή καθημερινότητα πολλών ανθρώπων, διεθνώς. Η εργασιακή ανασφάλεια εντείνεται ακόμη περισσότερο, αν συνυπολογίσουμε την ολοένα αυξανόμενη υποχώρηση κοινωνικών, γενικότερα, και εργασιακών, ειδικότερα, κεκτημένων. Μέσα σ’ αυτό το γενικευμένο κλίμα αβεβαιότητας που καλλιεργείται, δίνεται η δυνατότητα και το άλλοθι στην ανάπτυξη παρενοχλητικών και εκφοβιστικών συμπεριφορών στους επαγγελματικούς χώρους (“work bullying”).
Η προτίμηση των ΜΜΕ στην προβολή ειδησεογραφίας που σχετίζεται με την επιθετικότητα, και μετά από εξέχουσες περιπτώσεις βίας σε διεθνές (π.χ. επιθέσεις σε σχολεία με μαζικές εκτελέσεις) και εθνικό επίπεδο (π.χ. υπόθεση Άλεξ), συνέβαλε στην ανάδειξη του θέματος της εκφοβιστικής βίας, ιδιαίτερα στο χώρο του σχολείου, ενώ κατέδειξε την ανάγκη πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου.
Ο εκφοβισμός μελετάται από ένα πλήθος επιστημονικών κλάδων, ως ένα ενιαίο φαινόμενο, παρά τις διαφορετικές συμπεριφορές που μπορεί να περιλαμβάνει, γεγονός που δυσχεραίνει τη διαδικασία ορισμού του. Μπορεί να λαμβάνει χώρα στο σπίτι, στο σχολείο, στην εργασία, ή σε πιο ειδικά πλαίσια όπως στις φυλακές. Η ύπαρξη εκφοβιστικών συμπεριφορών στην οικογένεια και το σχολείο αντιμετωπίζονται πλέον με μεγαλύτερη επίγνωση του προβλήματος, παρόλο που οι σχετικές παρεμβάσεις για την μείωσή τους δεν θεωρούνται απολύτως επιτυχημένες. Όσον αφορά τον εκφοβισμό στον εργασιακό χώρο, αυτός δεν έχει ακόμη αποκτήσει τη δέουσα προσοχή. Σπάνια θα αποτελέσει θέμα προβολής από τα ΜΜΕ, ως φαινόμενο δεν γίνεται πάντοτε αντιληπτό από τα ίδια τα θύματα, οι νόμιμοι φορείς εκπροσώπησης των εργαζομένων αποδυναμώνονται σταδιακά, με αποτέλεσμα το πραγματικό του μέγεθος να παραμένει άγνωστο.
Ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με τον εκφοβισμό στην εργασία, εστιάζουν αρχικά την προσοχή τους στην προσωπικότητα του δράστη και τις σχέσεις εξουσίας εκφοβίζοντος-εκφοβιζόμενου. Παράλληλα με τον όρο «εκφοβισμός» (“bullying”), χρησιμοποιούνται και άλλες έννοιες όπως η «ηθική παρενόχληση» (“mobbing”/ “moral harassment”), η «θυματοποίηση» (“victimization”), κ.ά. Κοινό χαρακτηριστικό τους αποτελεί η (από μέρους ενός ατόμου/μιας ομάδας) σκόπιμη και επαναλαμβανόμενη ψυχοσυναισθηματική, ή ακόμη και σωματική, κακοποίηση ενός ατόμου/ μιας ομάδας. Σημαντικό στοιχείο, λοιπόν, αποτελεί η διάρκεια. Για τον Leymann (1996), η επιθετική συμπεριφορά θα πρέπει να έχει συχνότητα μία φορά την εβδομάδα για τουλάχιστον έξι μήνες, ώστε να στηρίξει την ύπαρξη του φαινομένου.
Τα μέσα που χρησιμοποιούνται περιλαμβάνουν τη διάδοση φημών, τη χρήση χαρακτηρισμών, την πίεση στη δουλειά (π.χ. μη ρεαλιστικές προθεσμίες), ενώ ο εκφοβισμός συχνά συνυπάρχει με άλλες μορφές παρενόχλησης, όπως η σεξουαλική. Πρόκειται για μια «διαβρωτική εμπειρία» που στόχο έχει την υποτίμηση του Άλλου ως ανθρώπου και εργαζομένου.
Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας εμπειρίας συνδέονται με την ένταση και τη διάρκειά της. Ερευνητικά, σχετίζονται με συναισθήματα θυμού, ματαίωσης, μια αυξημένη αίσθηση ευαλωτότητας, έλλειψη αυτοπεποίθησης, αλλά και με ψυχοσωματικές εκδηλώσεις, όπως πονοκέφαλοι κ.ο.κ. Βεβαίως, ο εκφοβισμός στον χώρο εργασίας βλάπτει συνολικά την εύρυθμη λειτουργία του, ενώ οι εντάσεις μπορεί να μεταφέρονται και στην οικογενειακή εστία.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου του εκφοβισμού, σε όλες του τις εκφάνσεις, έχει αποδειχθεί δύσκολο εγχείρημα. Ειδικότερα, ο εκφοβισμός στην εργασία, εξαιτίας των διαρκών μεταβολών στις εργασιακές σχέσεις και της υιοθέτησης επισφαλών μορφών απασχόλησης, καθιστά ρίσκο την καταγγελία καταχρηστικών συμπεριφορών, ακόμη και αν αναγνωριστούν ως τέτοιες. Σε μια εποχή γενικευμένης ανασφάλειας, η στήριξη των εργαζομένων σε θεσμικό πλαίσιο κρίνεται απαραίτητη, εάν οι διεθνείς και ευρωπαϊκοί οργανισμοί επιθυμούν ακόμη να διατείνονται πως προωθούν την Ελευθερία, την Ασφάλεια και τη Δικαιοσύνη.
Όλγα Παναγιωτοπούλου
Κοινωνιολόγος
MSc Εγκληματολογίας