Γράφει ο Στέλιος Γκίνης
Οι φιλίες άλλοτε δεν ήταν όπως τώρα, δηλαδή απλές γνωριμίες, αλλά δυνατές και αγνές.
Τώρα δυστυχώς είμαστε κλεισμένοι στον εαυτό μας και μουρμουρίζουμε το ίδιο μονότονο παράπονο, για τις ατυχίες μας, για τις ευκαιρίες που χάθηκαν και για τα οικονομικά μας προβλήματα. Όμως έτσι δε στεγνώσαμε μόνο οικονομικά, αλλά και συναισθηματικά. Κλειδώσαμε τις καρδιές μας και τις εμπιστευόμαστε μόνο στους… καρδιολόγους!
Οι προηγούμενες όμως γενιές, αν και περισσότερο βασανισμένες από ανέχεια και στερήσεις, είχαν ανοιχτές τις καρδιές τους για φιλίες αγνές.
Προχτές το βράδυ, κτύπησε την πόρτα μου ένας φίλος από τα παλιά, φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις. Λες και ήταν χθες που έφυγε για την ξενιτιά. Και όμως, έχουν περάσει πολλές δεκαετίες. Δυσκολεύτηκα να τον αναγνωρίσω, γιατί είχε πολύ αλλάξει. Τα μαλλιά του, κάτασπρα. Με ρώτησε γελώντας: «Τι έγιναν τα κατσαρά σου τα μαλλιά;». Του απάντησα χαμογελώντας για να δικαιολογήσω τη φαλάκρα μου. «Προτίμησαν να πέσουν τα μαλλιά μου, παρά να ασπρίσουν όπως τα δικά σου». Ο φίλος μου, φανερά συγκινημένος, μου είπε ότι δεν έχει πολύ χρόνο και ότι σε λίγες ώρες πρέπει να φύγει ξανά. Στον ταξιτζή που τον έφερε από το αεροδρόμιο και τον έκανε μια βόλτα στα Μέγαρα, του είπε ότι δεν έχει συγγενείς στα Μέγαρα, αλλά κάτι παραπάνω από συγγενείς, δηλαδή φίλους!
«Τι κάνει ο Κώστας, ο Δημήτρης, ο Αλέκος, ο Αντώνης;» με ρώτησε και όταν του είπα ότι έχουν πεθάνει, δάκρυσε. Οι αναμνήσεις μας χιλιάδες! Τι να πρωτοθυμηθούμε; Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Κατόπιν μου είπε ότι τα Μέγαρα έχουν αλλάξει και στη βόλτα που έκανε δεν συνάντησε κανένα γνωστό. Είναι φυσικό, του είπα. Με τα χρόνια ΟΛΑ και ΟΛΟΙ αλλάζουν. Με ρώτησε μετά για μια παλιά του αγάπη, εάν ζει και τι κάνει. «Είναι γιαγιά με τέσσερα εγγόνια» του είπα και χαμογέλασε πικρά. «Και εγώ έχω τέσσερα εγγόνια και η μικρότερη εγγονή μου έχει το όνομά της» μου είπε και το βλέμμα του έγινε απλανές και θολό.
Όπως ήταν φυσικό, η συζήτησή μας συνεχίστηκε γύρω από τα οικογενειακά μας, αλλά γρήγορα η κουβέντα μας ξαναγύρισε στα παλιά, αλλά όχι ξεχασμένα, στα χρόνια της νιότης μας.
Θυμηθήκαμε τις καντάδες με την κιθάρα στης νυχτιάς τη σιγαλιά, ενώ το φεγγάρι με την πούλια μας έκαναν σεγόντο. Θυμηθήκαμε τις αθώες φάρσες μεταξύ των φίλων μας και γελάσαμε μέχρι δακρύων. Τα αξέχαστα πάρτυ σε σπίτια φίλων, που πίναμε βερμούτ και πίπερμαν και χορεύαμε, ενώ ο Γιώργος ο Μιχαλάκης με το ακορντεόν του, συνόδευε τα βήματά μας. Επίσης βάζαμε και δίσκους στο πικ απ. Είπαμε πολλά, όμως γρήγορα πέρασε η ώρα και τηλεφωνήσαμε να έρθει ταξί να τον πάει στο αεροδρόμιο. Ήρθε το ταξί, μπήκε μέσα ο φίλος και από το ανοιχτό παράθυρο τον ρώτησα: «Πότε θα ξαναέρθεις;» χαμογέλασε πικρά και μου είπε: «Δεν σου είπα… Έχω καρκίνο στο τελευταίο στάδιο! Άντε γεια σου».
Και το ταξί ξεκίνησε αφήνοντάς με άναυδο, γιατί κατάλαβα ότι ο φίλος μου ήρθε να μας αποχαιρετήσει για πάντα.
Αντίο φίλε. Καλό σου ταξίδι.