Κείμενο: Λευτέρης Αναγνωστόπουλος
Ποιες είναι οι ρίζες της ανθρώπινης φύσης; Αυτή την ερώτηση κλήθηκε να απαντήσει ο συγγραφέας Γουίλιαμ Γκόλντινγκ το 1954 με τον Άρχοντα των Μυγών (Lord of the Flies). Πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος είναι μια ομάδα παιδιών που προσπαθούν να οργανώσουν τη ζωή τους σε ένα ακατοίκητο και απομονωμένο νησί, αφού επιβίωσαν από πτώση αεροπλάνου. Στην προσπάθειά τους αυτή, τα παιδιά θα επιστρατεύσουν πρότυπα ενηλίκων από την πολιτισμένη κοινωνία όπου ζούσαν και θα παραδειγματιστούν από τις πράξεις τους, κάτι που θα επιφέρει ολέθριες συνέπειες και θα αφήσει τα παιδιά να αναρωτιούνται: «Κάναμε ό,τι θα έκαναν οι ενήλικες. Τι πήγε στραβά;»
Στο βιβλίο ο Γκόλντινγκ σατιρίζει παιδικά βιβλία της εποχής, με κύριο παρονομαστή τη δυαδικότητα της ανθρώπινης φύσης, από την οποία πηγάζουν θέματα όπως η ηθική, η εξουσία, ο πολιτισμός, η ευγένεια και η κοινωνία μας. Τα παιδιά προσπαθούν να γλιτώσουν τον εφιάλτη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και μόνα στο νησί πυροδοτούν έναν δικό τους ‒ έναν εφιάλτη που δεν θα λάμβανε χώρα σε κάποια άλλη εποχή πέρα από τον 20ό αιώνα.
Αντίστοιχα, σε ένα από τα πολλά κεφάλαια του manga Berserk βρίσκουμε τον Guts, τον πρωταγωνιστή, αντιμέτωπο με μια ομάδα ξωτικών που φημολογείται ότι κλέβουν παιδιά και τρώνε ανθρώπους. Αυτά τα ξωτικά δεν θυμίζουν σε τίποτα τις αιθέριες υπάρξεις που μας έχουν συνηθίσει οι ιστορίες φαντασίας και μοιάζουν περισσότερο με μια μίξη νεράιδας και εντόμου, καθώς φέρουν και κεντρί. Έπειτα από μια επιδρομή των ξωτικών σε ένα χωριό που ο Guts θα καταφέρει να προστατεύσει, τα πτώματα των ξωτικών μεταμορφώνονται σε παιδιά -αποκαλύπτοντας πως τα παιδιά που απήγαγαν τα ξωτικά είναι αυτά που κάνουν τις επιδρομές. Σε επόμενο κεφάλαιο μεταφερόμαστε στο κρησφύγετο των «ξωτικών» και τα βλέπουμε να παίζουν πόλεμο, όπως συνηθίζεται να κάνουν τα παιδιά, με τη μόνη διαφορά πως τα ξωτικά πάνω στο «παιχνίδι» τους σκοτώνουν και κανιβαλίζουν το ένα το άλλο για διασκέδαση, με την πιο φριχτή σκηνή του κεφαλαίου να είναι όταν ένα ξωτικό φωνάζει «επίθεση ενηλίκου!» σε ένα άλλο και το βιάζει μέχρι θανάτου.
Πίσω από τις απαγωγές και τα παιχνίδια βρίσκεται η Rosine, η αυτοαποκαλούμενη βασίλισσα των ξωτικών, που, όπως κι αυτά, είναι ένα κορίτσι το οποίο κακοποιούνταν καθημερινώς από ανθρώπους και είχε φαντασιώσεις για ταξίδια και περιπέτειες. Ξέφυγε από το χωριό της που απειλούνταν συνεχώς από λιμό, κρύο και πόλεμο, και όταν απέκτησε τις δυνάμεις της νόμιζε πως έκανε καλό και έδινε στα παιδιά που απήγαγε μια καλύτερη ζωή και μαγικές δυνάμεις. Όμως γιατί να βάζει τα παιδιά να παίζουν κυριολεκτικά πόλεμο και να κάνουν επιδρομές σε χωριά; Η απάντηση είναι απλή: Δεν ήξερε καλύτερα. Όπως και τα παιδιά από τον Άρχοντα των Μυγών, έτσι κι εκείνη μιμούνταν τη συμπεριφορά των ενηλίκων που έβλεπε.
Η τέχνη μιμείται τη ζωή και η ζωή την τέχνη, και αν αυτές οι ιστορίες πηγάζουν από την πραγματικότητα, τότε τι κάνουμε εμείς για να διασφαλίσουμε ένα καλύτερο μέλλον για τις επόμενες γενιές; Τα τιμωρούμε περισσότερο φορτώνοντάς τους τα λάθη και τις ανασφάλειές μας. Τα παιδιά είναι ο καθρέπτης της κοινωνίας μας και, κοιτώντας τα, βλέπουμε το αποκρουστικό δημιούργημά μας· αποποιούμενοι κάθε ευθύνη, τα δείχνουμε με το δάχτυλο και προσποιούμαστε πως δεν ξέρουμε πώς φτάσαμε ως εδώ.
Ελλάς Ελλήνων Τιμωρών
Όταν έμπαινα κάθε πρωί στο λύκειο, θυμάμαι να αντικρίζω ένα γκράφιτι στους τοίχους του σχολείου που ακόμα και σήμερα, κάθε φορά που περνάω απ’ έξω, αν και έχει εξαφανιστεί, το μυαλό μου το επαναφέρει στη μνήμη μου. «Σχολεία φυλακές, μπάτσοι καθηγητές» έγραφε, βάζοντάς με σε σκέψεις. Με το πρώτο σκέλος συμφωνούσα, καθώς κάθε πρωί θυμάμαι να σιγοτραγουδάω «κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα παντού» και να περιμένω υπομονετικά να πάει 14:00 για να σηκωθώ να φύγω. Με το δεύτερο σκέλος είχα κάποιες ενστάσεις, δεδομένου πως στα μαθητικά μου χρόνια είχα αρκετούς αξιόλογους καθηγητές που ήταν με το μέρος του μαθητή, αλλά (πάντα υπάρχει ένα «αλλά») δεν έλειπαν και αυτοί που έκαναν κατάχρηση της δύναμης που είχαν στους μαθητές, ήταν τέρμα κομπλεξικοί, μοίραζαν απουσίες για ψύλλου πήδημα, έκαναν βαρετό μάθημα, δεν έμπαιναν στον κόπο να σε μάθουν (πόσο μάλλον να σε πλησιάσουν) και εν ολίγοις φαινόταν πως δεν άκουγαν και πολύ Pink Floyd.
Δύο σύντομα περιστατικά που θυμάμαι:
- Όπως καθόμουν στην καρέκλα, φορώντας μια φόρμα με ρηχές τσέπες, μου γλιστράει το κινητό και πέφτει στο πάτωμα. Η καθηγήτρια το βλέπει, όπως άλλωστε έβλεπε πως δεν ήμουν απασχολημένος με το κινητό, και, αντί να συνεχίσει το μάθημά της, έγινε ολόκληρη σκηνή, μου πήρε το κινητό, και στη συνέχεια έπρεπε να πάω στο γραφείο του διευθυντή για να δώσω εξηγήσεις. Ποιον λέτε να πίστεψαν;
- Τέλος σχολικού έτους. Εξετάσεις. Τεντώνομαι στο θρανίο γιατί είχαν πιαστεί τα χέρια μου και, όπως έκαναν κρακ τα δάχτυλά μου, η επιτηρήτρια άρχισε τις απειλές και τις παρατηρήσεις, υποστηρίζοντας πως έδειχνα τις απαντήσεις στους άλλους στις ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής. Κάτι που μοιάζει αστείο, καθώς είμαι το τελευταίο άτομο από το οποίο θα ζητούσε κάποιος βοήθεια σε εξέταση.
(Δεν θα μπω στον κόπο να αναφερθώ στους ατελείωτους τσακωμούς με καθηγητές Θρησκευτικών, επειδή φρίκαραν μόλις τους έκανες μια λογική ερώτηση και δεν ήθελαν να δώσουν απαντήσεις. Το γιατί το μάθημα των Θρησκευτικών δεν έχει γίνει ακόμα μάθημα επιλογής και είναι υποχρεωτικό είναι άλλη πληγή και θα εκτροχιάσει το θέμα. Ίσως στο μέλλον, όταν θα έχουμε τα ιπτάμενα αμάξια, να είμαστε έτοιμοι να το συζητήσουμε κι αυτό πολιτισμένα.)
Το να είσαι δάσκαλος/καθηγητής είναι λειτούργημα, μα δεν εκτιμάται ιδιαίτερα παγκοσμίως, αν και στα λόγια είμαστε όλοι πρώτοι. Τους ρομαντικοποιούμε, λέμε πόσο σημαντικοί είναι ξανά και ξανά, λέμε στα παιδιά μας να τους ακούνε, και η κυβέρνηση από πίσω λέει τα καλύτερα. Πρακτικά τώρα, τους διορίζουνε στη Μόρντορ, τους δίνουνε ψίχουλα, δεν έχουν πού να μείνουνε και αν βρούνε, οι ντόπιοι θα τους πάρουν και το νεφρό (μαζί με τα Δαχτυλίδια).
Ξεκινάει η νέα σχολική χρονιά και για έναν μήνα όλα τα κανάλια ασχολούνται με τον καταπληκτικό νέο νόμο που απαγορεύει τα κινητά στα σχολεία –γιατί όπως είπαμε και πριν, εγώ που πήγαινα σχολείο τον Μεσαίωνα τα επέτρεπαν, αλλά τώρα τα πράγματα άλλαξαν. Κάπου διάβασα για 813 αποβολές μαθητών τις πρώτες 15 μέρες λόγω κινητού και τον Πιερρακάκη να πανηγυρίζει. Γιατί πανηγυρίζει ο υπουργός Παιδείας για τόσες αποβολές; Ε, προφανώς γιατί ενδιαφέρεται πολύ για το μέλλον των παιδιών και για τη μάθηση. Μαζί με αυτό, το επόμενο hot topic είναι η ανήλικη παραβατικότητα. Τα παιδιά έχουν γίνει κτήνη, δεν τα αναγνωρίζουμε, δεν έχουμε ξαναδεί κάτι παρόμοιο, μιλάνε ακαταλαβίστικα, πλακώνονται, είναι στα κινητά τους, παίζουν ακόμα Fortnite, ακούνε μουσική που δεν ακούγεται, και τέλος πάντων παλιά ήταν καλύτερα, γιατί παλιά δεν τα κάναμε αυτά, οπότε είναι καλή ιδέα να τα βάλουμε φυλακή από τα 14.
Δεν είναι καταπληκτικό που η τιμωρία, η ποινή, είναι η μοναδική λύση για τον Έλληνα; Θα έπρεπε να είναι η ύστατη λύση, θα έπρεπε να υπάρχουν κάποια βήματα πριν καταλήξουμε εκεί, αλλά αυτά είναι περίπλοκα πράγματα, οπότε αποβολή, φυλακή, κρεμάλα, ό,τι έχουμε και είναι κατάλληλο για την ηλικία του κατηγορούμενου. Τι ’40, τι ’50, τι 2024, τι 3024, για τον Έλληνα θα φταίνε «οι άλλοι». Για παράδειγμα, ας πούμε ότι όντως η ανήλικη παραβατικότητα έχει φτάσει σε απροχώρητο στάδιο και δεν είναι τέχνασμα των μίντια για να μας ρίχνουν στάχτη στα μάτια· ας πούμε πως είναι κάτι πρωτόγνωρο. Τι φταίει; Φταίει η συμπεριφορά των γονιών στο παιδί και κατ’ επέκταση η συμπεριφορά της κυβέρνησης προς τους πολίτες; Φταίει η φτώχεια; Φταίει η ταξική ανισότητα; Η άνοδος της ακροδεξιάς; Η έλλειψη παιδείας σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής και, αν ναι, τι οδήγησε στην έλλειψη αυτή; Οι πόλεμοι; Που οι γονείς τους κυριολεκτικά σκοτώνονται στη δουλειά; Η καθημερινή απάθεια σε κτηνωδίες; Η αστυνομική βία; Τα κυκλώματα παιδεραστίας; Η συνεχής στοχοποίηση θυμάτων όταν κατηγορούν τους δολοφόνους, βιαστές, βασανιστές και διακινητές τους; Όχι! Φταίει η τραπ. Σειρά της να πάρει την ευθύνη μετά τα βιβλία, τον κινηματογράφο, την ντίσκο, το χέβι μέταλ, τη ραπ, τα κόμικς και τα βιντεοπαιχνίδια. Βλέπετε το Joker: Folie à Deux βγήκε πατάτα και δεν πάει κανείς να το δει, οπότε δεν μπορούμε να το κατηγορήσουμε πως οδηγεί τους νέους στην παραβατικότητα όπως το πρώτο. Άρα, η τραπ είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος μας, καταπληκτικά. Τι άλλο μπορεί να φταίει; Το βρήκα! Τα παιδιά έχουν απομακρυνθεί από την εκκλησία. Παλιά πήγαιναν και ένα κατηχητικό, ενώ τώρα τι κάνουν;
Δυστυχώς ό,τι ανέφερα έχει ειπωθεί στα δελτία ειδήσεων από εκπροσώπους κομμάτων. Χούντα μπορεί να μην έχουμε, αλλά από τους νοσταλγούς της είμαστε τίγκα, οπότε η λύση του Νεοέλληνα παραμένει: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. «Οι άλλοι» φταίνε, ποτέ εμείς. Αν παραδεχτούμε τα λάθη μας, σημαίνει πως αποδεχόμαστε και την ευθύνη που συνεπάγονται, σημαίνει πως δεν μπορούμε να κατηγορούμε τις τέχνες και ό,τι ακολουθούν οι νέες γενιές επειδή εμείς δεν το καταλαβαίνουμε, σημαίνει πως αναγνωρίζουμε ότι τα πράγματα πρέπει να γίνουν καλύτερα. Σημαίνει πως πρέπει να ασχοληθούμε, και αν υπάρχει κάτι που δεν θέλει να κάνει η πλειονότητα αυτής της χώρας είναι να ασχοληθεί με το οτιδήποτε. Η κυβέρνηση είναι ακόμα ένας γονέας που παρατάει το παιδί του στη δουλειά/σχολείο γιατί δεν το θέλει στο σπίτι. Του φωνάζει και το μαλώνει όταν την κάνει ρεζίλι και όταν αυτό ζητάει τα ρέστα καμώνεται πως εκείνη τα έχει κάνει όλα σωστά και πως το πρόβλημα ανήκει σε εκείνο. Έτσι δεν φτάσαμε ως εδώ; Αν παραδεχτεί τα λάθη της η κυβέρνηση/γονέας, αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να αλλάξει, θα πρέπει να προσπαθήσει, και αυτή τη στάση την αντιμετωπίζει σαν ευνουχισμό, οπότε επιλέγει να μεταφέρει την ευθύνη. Πώς το σχολείο, λοιπόν, δεν είναι φυλακή όταν έτσι αντιμετωπίζεται από την πλειονότητα των ενηλίκων; Πώς περιμένουμε το σχολείο να σημαίνει χαρά, κοινωνικοποίηση και ευκαιρίες, όταν κανείς δεν το βλέπει έτσι; Είναι ένα μαντρί για να κλειδώνουμε τα παιδιά για επτά ώρες.
Πότε οι ποινές έχουν βοηθήσει σε κάτι; Το καλοκαίρι έτυχε και χάζευα με συγγενικό πρόσωπο την ταινία του 1966 «Ο Παπατρέχας» με τον Θανάση Βέγγο. Επειδή τέτοιες ταινίες ξέρουμε να δείχνουμε μονάχα, από την «χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου», και επειδή από σεναριογράφους μια ζωή η χώρα έχει ένα πρόβλημα, σε μια σκηνή ο Βέγγος, χαλαρά, πιάνει ένα μικρό σκυλί και το βουτάει σε έναν κουβά με νερό. Το σκυλί ξεκάθαρα φοβήθηκε που το πλησίασε, αλλά η ηθοποιός που το κρατούσε του τράβηξε το λουρί και αυτό σύρθηκε στο πάτωμα και όταν το βούτηξε ο Βέγγος, αυτό τσίριξε στο κλάμα. Δεν θα σταθώ στη λοβοτομή που λέγεται «κλασικός ελληνικός κινηματογράφος», αυτό είναι άρθρο για άλλη μέρα, αλλά μέσα απ’ αυτή τη σκηνή ξεκίνησε μια συζήτηση με το συγγενικό μου πρόσωπο πως τα πράγματα είναι καλύτερα τώρα, και πως υπάρχουν νόμοι για τα ζώα, και πως αν γινόταν αυτό τώρα τρώνε πρόστιμο και πάνε φυλακή. Το άτομο μάλλον ζει σε άλλη Ελλάδα, γιατί ενώ υπάρχουν νόμοι για τα ζώα, κυριολεκτικά κάθε μέρα συλλαμβάνεται κάποιος που τα δολοφονεί και τα κακοποιεί. Πώς τα πράγματα είναι καλύτερα; Πρόστιμα βάζεις και φυλακή τους στέλνεις, αλλά τι κάνεις για να μην επαναληφθεί η πράξη βίας; Τίποτα, απλώς βάζεις περισσότερα πρόστιμα, γιατί κανείς δεν θέλει να ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα. Μόνο να κονομήσουν από την πράξη των θυτών και τίποτα παραπάνω.
Ας πάρουμε χώρες όπως οι ΗΠΑ, που έχουν ακόμα και θανατική ποινή ‒ έχει μειωθεί η εγκληματικότητα λόγω αυτού; Σε μια χώρα που συχνά πυκνά ένα λεβεντόπαιδο θα μπει με ένα πολυβόλο σε σχολείο, τι ακριβώς κάνουν για να αποφευχθεί κάτι παρόμοιο στο μέλλον; Η λύση του Τραμπ, όταν ήταν πρόεδρος, ήταν να προτείνει να οπλίσει τους δασκάλους. Ευφυέστατο! Μετέφερε την ευθύνη κι αυτός· δεν ευθύνεται που μπορεί ο οποιοσδήποτε να αγοράσει όπλο ακόμα και σε σούπερ μάρκετ εκεί, η σωστή λύση είναι περισσότερα όπλα.
Παγκοσμίως, για δεκαετίες εκλέγονται κυβερνήσεις που καίγονται για το μέλλον των παιδιών· είναι το πρώτο τους μέλημα. «Τα παιδιά αυτό» και «τα παιδιά εκείνο», πρέπει να βοηθήσουμε τα παιδιά. Γιατί είχαν λύσει τα δικά τους ψυχολογικά αυτοί και οι ψηφοφόροι τους, και πρέπει να ασχοληθούμε με τα παιδιά, που είναι το μέλλον. Πολύ καλά, ένα καλό πρώτο βήμα είναι να είσαι με το μέρος των παιδιών και όχι εναντίον τους. Αν μια κοινωνία είναι υγιής, τότε τα παιδιά θα βρουν τον δρόμο τους, δεν χρειάζονται βασιλοχουντικές θεούσες υπουργούς να τους λένε τι να κάνουν. Τα παιδιά μιμούνται και όταν βλέπουν μια χώρα σε έναν ασταμάτητο εμφύλιο, τότε ετοιμάζονται κι αυτά για μάχη και όποιον πάρει ο χάρος. Τα παιδιά έχουν κουραστεί να μπαίνουν μπροστά και να είναι δακτυλοδεικτούμενα, έχουν κουραστεί να ακούνε πως είναι το μέλλον, ενώ καθημερινά βλέπουν ανθρώπους να επιβιώνουν μέρα με τη μέρα. Είναι ψέμα. Το μέλλον είναι όποιος ζει και όποιος αναπνέει αυτή τη στιγμή, αρκετά με τους ανεύθυνους που μεταφέρουν τις ευθύνες τους· πότε ένας άνθρωπος σταματάει να είναι «το μέλλον»; Όταν πάει 18; Όταν πάει 30; Γενιές όπως η δικιά μου, που έχουν μεγαλώσει μέσα στην κρίση, που ακούνε μια ζωή πως «τα πράγματα θα είναι δύσκολα», πότε σταματούν να είναι το μέλλον; Έχει ξεκινήσει το μέλλον για εμάς που μια ζωή μεγαλώνουμε σε μια δυστοπική κοινωνία ή πέρασε και τώρα μπορούμε να πάρουμε σειρά και να κατηγορούμε τους νεότερους;
Είναι τραγικό η χώρα που τραγουδούσε «έχε το νου σου στο παιδί» να θέλει να τα βάλει φυλακή. Και άπαξ και τους βάλεις όλους φυλακή, μετά τι γίνεται; Θα μπούνε και οι φύλακες; Όσες πλατφόρμες για bullying και να φτιάξεις, όσα panic buttons και να δημιουργήσεις, όσες διαφημίσεις και να κάνεις, τίποτα απ’ αυτά δεν διδάσκει υπευθυνότητα. Ξέρετε όμως τι την διδάσκει; Να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας. Αυτό σημαίνει ωριμότητα, αυτό θα κρατήσει την επέλαση του σκότους μακριά· η απονομή δικαιοσύνης. Οπότε, ας αφήσουμε την ανήλικη παραβατικότητα στην άκρη όσο ναρκέμποροι, δολοφόνοι και ανεύθυνοι υπουργοί κυκλοφορούν ελεύθεροι. Στην Ελλάδα που πλησιάζει η δεύτερη επέτειος της τραγωδίας των Τεμπών και ακόμα δεν έχει ανοίξει ρουθούνι, το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η ανήλικη παραβατικότητα, αλλά οι ενήλικες ψηφοφόροι.
Ο Λευτέρης Αναγνωστόπουλος ασχολείται με τη συγγραφή και τη σκηνοθεσία. Από τις εκδόσεις Άνω Τελεία κυκλοφορεί το πρώτο του έργο, ένα δυστοπικό, νεο-νουάρ, μυθιστόρημα με τίτλο «Το Κόκκινο Δεξί Χέρι».