Γράφει ο Στέλιος Γκίνης
Θυγατέρες του νου και της συνείδησης είναι οι αρετές και αποζητούν πάντα το καλό.
Ο κάθε προικισμένος με αρετές, δηλαδή ο ενάρετος θέλει να κάνει το καλό, γιατί τον ευχαριστεί και γιατί έτσι πρέπει. Όχι από συμφέρον.
Ο αγώνας του καλού έχει την ίδια αξία και σημασία, είτε συμβαίνει στη μεγάλη σκηνή της ανθρωπότητας είτε στη μικρή και αθέατη της χαμοζωής.
Υπήρξαν άνθρωποι, που αγωνίστηκαν για την αλήθεια με την ελπίδα για το γλυκοχάραμα μιας καλύτερης ημέρας, που δεν ξημέρωσε γι’ αυτούς ποτέ.
Και όπως έγραψε ο εθνικός ποιητής Παλαμάς:
[quote]
«Υπάρχουν κάτι δράματα
Με σφραγισμένα χείλη
Που άγραφα κι αμίλητα
Τ’ αφήνουν οι Αισχύλοι».
[/quote]
Μοναχικός κι ανηφορικός είναι ο δρόμος της θυσίας, για την αλήθεια και για τις αξίες της ζωής.
Η αλήθεια όμως δεν είναι πάντα αυτή που φαίνεται «εκ πρώτης όψεως». Συνήθως οι περισσότεροι κρίνουν την αλήθεια ή το ψέμα από αυτό που βλέπουν ή που ακούνε. Να ένα παράδειγμα από μια αληθινή ιστορία, που συνέβη προ καιρού, όπως τη διηγήθηκε ένας καθηγητής στους μαθητές του και δείχνει, ότι δεν είναι έτσι πάντα αυτό που νομίζουμε.
Ένα πλοίο άρχισε να βυθίζεται και οι επιβάτες μπαίνουν στις βάρκες και απομακρύνονται για να σωθούν.
Με καθυστέρηση, φτάνει στην τελευταία βάρκα ένα ζευγάρι, αλλά υπήρχε κενή μόνο μία θέση. Ο άντρας διστάζει, αλλά αφήνει το χέρι της γυναίκας του, που κρατούσε. Κάτι είπαν μεταξύ τους, αλλά δεν ακούστηκε και την τελευταία στιγμή, ανέβηκε στη βάρκα, αφήνοντας τη γυναίκα του να πνιγεί!
Εκείνη, βλέποντας τη βάρκα με τον άντρα της να απομακρύνεται και το πλοίο να βυθίζεται, φώναξε δυνατά στον άντρα της: «Τι νομίζετε ότι του είπε;» ρώτησε ο καθηγητής τους μαθητές του. Τα παιδιά έδωσαν διάφορες απαντήσεις, που όλες εδειχναν την αγανάκτηση και το παράπονο της γυναίκας, δηλαδή: «Είσαι αχάριστος, είσαι δειλός, δεν μ’ αγαπάς, δε με λυπάσαι, είσαι κακός» και τα παρόμοια. Ένας μαθητής, δειλά σήκωσε το χέρι του από το τελευταίο θρανίο και έδωσε την εξής απάντηση: «Να προσέχεις το παιδί μας» είπε στον άντρα της. Πολύ σωστά! Αυτό φώναξε η γυναίκα λέει ο καθηγητής. «Να προσέχεις το παιδί μας! Εσύ όμως πώς το ήξερες;» ρώτησε ο καθηγητής. Και ο μαθητής απάντησε δακρυσμένος. Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της μάνας μου στον πατέρα μου όταν ξεψυχούσε, πριν από δύο μήνες. Ο καθηγητής μετά, συνέχισε προς τους μαθητές του. Ποια είναι λοιπόν η αλήθεια; Ήταν μια μάνα καλή και αυτός ένας αχάριστος και δειλός σύζυγος; Όχι. Η αλήθεια είναι άλλη. Η γυναίκα είχε καρκίνο και της έμεναν λίγοι μήνες ζωής και το ήξερε. Είχαν ένα μικρό παιδί, που το άφησαν για λίγες μέρες στον παππού και στη γιαγιά, για να κάνουν ένα ταξίδι στη Βενετία, που ήταν το όνειρό της γυναίκας. Στην επιστροφή συνέβη το ναυάγιο.
Η άρρωστη εκείνη μάνα, ζήτησε από τον άντρα της να σωθεί αυτός, για να μεγαλώσει το παιδί τους κι εκείνος δέχθηκε με βαριά καρδιά. Αυτή είναι η αλήθεια και δεν είναι πάντα αυτή που νομίζουμε.