Ένα διαχρονικά μεγάλο πρόβλημα
Του Γιάννη – Αλκιβιάδη Μιχάλαρου
Όπως όλοι πια γνωρίζουμε, τις τελευταίες ημέρες, υπάρχει μία μεγάλη αναταραχή στα Μέγαρα, μετά την ανάρτηση του Κτηματολογίου της περιοχής μας. Πολλοί συμπολίτες μας, θέλοντας να βεβαιώσουν τι καταγράφηκε στο Κτηματολόγιο για αυτά που δήλωσαν, βρέθηκαν μπροστά σε μία πολύ δυσάρεστη έκπληξη, που μοιάζει με κακόγουστη φάρσα, βλέποντας πως κομμάτια της περιουσίας τους διεκδικούνται με «γελοίες» αιτιάσεις, από το Ελληνικό Δημόσιο. Και τις αναφέρω ως γελοίες, γιατί οι ιδιοκτήτες, εκτός του ότι πλήρωσαν τα χρήματα τα οποία όριζε ο νόμος προς το Δημόσιο, αλλά και την σχετική αμοιβή του Πολιτικού Μηχανικού, δηλαδή ήταν απολύτως σύννομοι με ότι απαιτούνταν, μετά έβλεπαν πως τις ιδιοκτησίες τους, τις διεκδικούσε το Ελληνικό Κράτος. Και εκφράζω μία βασική απορία: Αφού απαραίτητη προϋπόθεση για να καταχωρηθεί μία ιδιοκτησία στο Ελληνικό Κτηματολόγιο ήταν να προσκομισθούν κάποια έγγραφα (ισχυροί τίτλοι ιδιοκτησίας, μεταγραφή των συμβολαίων αυτών στο Υποθηκοφυλακείο κ.λ.π.) γιατί διαφορετικά η πλατφόρμα του Κτηματολογίου δεν θα έκανε δεκτή την αίτηση του πολίτη. ΓΙΑΤΙ λοιπόν, έπρεπε να περάσουν δύο και πλέον χρόνια για να μάθει ένας ιδιοκτήτης πως η περιουσία του δεν του ανήκει; ΓΙΑΤΙ τον άφησαν να πιστεύει πως τα είχε κάνει όλα νόμιμα και σωστά, πως είχε κατοχυρώσει την περιουσία του, που είτε την έχει πάππου προς πάππου ή την έχει αγοράσει και έχει πληρώσει όλους τους φόρους του; Δεν είναι ανέντιμο και ανήθικο από την μεριά του Ελληνικού Κράτους αυτό που εξ αρχής συνέβη;
Το μεγαλύτερο ερώτημα όμως είναι, από πότε το Ελληνικό Κράτος διεκδικεί κτήματα των Μεγαριτών; Το κράτος λοιπόν, προσπαθεί να αποσπάσει κτήματα από τους Μεγαρίτες εδώ και περίπου εκατόν τριάντα χρόνια! Όλα αυτά τα χρόνια τα βουνά μας καίγονται, λεηλατούνται, καταστρέφονται και στο τέλος καταλήγουν στο δημόσιο. Κι αν δεν ανακοινωθούν επισήμως πως κατάσχονται, στη σημερινή εποχή, το αυτονόητο είναι πως τα δασικά καμένα κτήματα ανήκουν σε αυτό. Έτσι λοιπόν, κάνοντας μία ιστορική αναδρομή, θα δούμε από πότε το Ελληνικό Δημόσιο ζητά και διεκδικεί περιοχές από τα βουνά των Μεγάρων και όχι μόνο.
Ξεκινώντας την αναδρομή, θα φτάσουμε πολύ πίσω, στο 1902 – 1903, όταν δημιουργήθηκε μία μεγάλη αναστάτωση στην πόλη των Μεγάρων. Οι κάτοικοι των Μεγάρων, αποφασισμένοι για όλα, πήραν τις καραμπίνες τους και «μετακόμισαν» στο δάσος της Κινέττας για να το προστατέψουν. Αφορμή γι’ αυτήν τους την κίνηση, ήταν η απόφαση του Δήμου Μεγαρέων να το κατασχέσει. Το 1908, ο τότε υπουργός Οικονομικών, για κάποιο λόγο, δεν μπορεί να αποδεχθεί πως όλα τα δάση της Μεγαρίδας ανήκουν σε ιδιώτες,(αυτό σήμερα, νομίζω ότι κάτι μας θυμίζει) γι’ αυτό και ο Δασάρχης, μετά από υπουργική εντολή, θα εκδιώξει 600 ρητινοκαλλιεργητές και θα τους κατάσχει όλα τα εργαλεία της δουλειάς τους.
Εφημερίδα «Σκριπ»/ 11-6-1908.
Μετά από αρκετές μάχες των Μεγαριτών για να κρατήσουν τις δασικές εκτάσεις στην ιδιοκτησία τους που δικαιωματικά τους ανήκαν, το 1910 πολύ περιέργως, καίγονται 3.000 στρέμματα στο κέντρο περίπου του βουνού της Κινέττας, στην θέση Καλόγηρος. Και μετά από αυτό, το 1915 καταφέρνει το κράτος να κρατικοποιήσει όλα τα ιδιωτικά κτήματα.
Εν συνεχεία, για αρκετά χρόνια δημιουργούνται πολλές συρράξεις, μεταξύ του ενωμοτάρχη της περιοχής και των Μεγαρέων βοσκών, αφού δεν μπορούσαν πια να βόσκουν ελεύθερα τα πρόβατά τους στο δάσος. Το 1924 και το 1925, το κεντρικό κράτος με διοικητικές αποφάσεις, εξαναγκάζει τους ρητινοπαραγωγούς να πληρώσουν σε φόρους υπέρογκα ποσά για διάφορα πρόστιμα που τους καταλογίζονταν και που ήταν πιο μεγάλα από τα πενιχρά έσοδά τους. Έτσι αρχίζουν σιγά – σιγά οι Μεγαρίτες να απομακρύνονται από τα δάση τους. Εκείνη η εποχή, το «ρουπάκι» (βελανιδιά) αρχίζει να εκλείπει ως βιοτεχνικό είδος, επειδή οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να το προμηθευτούν από το δάσος, λόγω της απαγόρευσης. Φτάνουμε στο 1978, όπου καίγονται περίπου 10.000 στρέμματα στην Ψάθα, στα Βίλλια και σχεδόν όλη η δυτική πλευρά του όρους Πατέρα, μετά από εμπρηστική επίθεση, αφού ξέσπασαν δύο εστίες μέσα σε είκοσι λεπτά. Και αυτό συνέβη σε μία εποχή που ο εμπρησμός ήταν κάτι πολύ σπάνιο. Σα να μην έφτανε αυτό, το 1985 καίγεται όλη η νότια πλευρά του Όρους Πατέρα προς τα Μέγαρα και μέσα σε ενάμισι χρόνο καίγεται και ο Καβελάρης, με αποτέλεσμα να χάσει την ζωή της και μία γυναίκα. Την ίδια εποχή καίγεται αρκετές φορές η περιοχή βορείως του Αγίου Ιεροθέου, ευτυχώς χωρίς μεγάλες ζημιές. Αν και πολλοί αγρότες μέχρι σήμερα περιμένουν ακόμα την αποζημίωση για τις ζημιές αυτές, είναι περίπου οι ίδιοι ιδιοκτήτες, από τους οποίους το ίδιο κράτος έχει το θράσος σήμερα, να θέλει να τους πάρει και τα κτήματά τους. Εκείνη την εποχή, οι περισσότεροι αγρότες, θα σταματήσουν την καλλιέργεια στην γύρω περιοχή, αφού αναγκάστηκαν μέσα σε δύο χρόνια να φυτέψουν αρκετές φορές καινούρια ελαιόδεντρα, κάτι που ήταν κοπιαστικό και αρκετά δαπανηρό και δεν θα έδινε έσοδα σε κανέναν Μεγαρίτη. Έτσι και στη γύρω περιοχή του Αγίου Ιεροθέου αρχίζουν να εκλείπουν και οι μεγάλες εκτάσεις αμπελώνων που υπήρχαν.
Το 2011, μία κρατική επιτροπή, φτάνει στην Μονή Αγίου Ιεροθέου για να ανακοινώσει στους υπεύθυνους του Μοναστηριού, πως όλη η γύρω περιοχή ανήκει στο δημόσιο. Αν είναι δυνατόν! Και σαν να μην έφτανε αυτό, όταν ξεκίνησε να φτιάχνεται η νέα επαρχιακή οδός Μεγάρων – Αλεποχωρίου, στη θέση Γιώργη – Βασίλη, διεκδικεί και εκεί το κράτος κτήματα, αλλά ευτυχώς οι κινητοποιήσεις των ιδιοκτητών ήταν άμεσες και τα κτήματα παρέμειναν στους Μεγαρίτες. Την περίοδο 2014 – 2016, η πυροσβεστική δίνει μάχη για να σβήσει χιλιάδες μικροεστίες που ανάβουν συνεχώς στο Όρος Πατέρας, με σημαντικότερη επιχείρηση, εκείνη στο Μαυροβούνι. Το 2018, στην καταστροφή που όλοι θυμόμαστε, καίγονται περίπου 60.000 στρέμματα στην Κινέττα και η περιοχή από ένα καταπράσινο, μαγευτικό τοπίο που ήταν, κατέληξε να είναι μέχρι και σήμερα ένα «γυμνό» τοπίο, μία παρατημένη και εγκαταλελειμμένη περιοχή, που μόνο η Motor Oil (μία ιδιωτική εταιρεία και όχι το ίδιο το κράτος, με ότι κι αν σημαίνει αυτό στις εποχές που ζούμε), πρότεινε να κάνει μία αναδάσωση και να αναλάβει την ευθύνη του δάσους για δύο χρόνια. Το καλοκαίρι που περάσαμε (2021) για τους κατοίκους της πόλης μας ήταν τραγικό. Σε αυτές τις μεγάλες φωτιές, όλοι μας χάσαμε από κάτι. Ακόμα και κάποιος που δεν έχασε ένα κομμάτι γης, έχασε ένα μεγάλο στολίδι. Την αναπνοή του την ίδια. Τον Μάιο και τον Αύγουστο, κάηκαν πάνω από 75.000 στρέμματα στα Γεράνεια και πάνω από 90.000 στο Όρος Πατέρας, με αποτέλεσμα τα μαγευτικά αυτά δάση των Μεγάρων, τα δάση που άντεξαν τόσες λεηλασίες και «ξαναγεννήθηκαν μέσα από τις στάχτες τους» δεκάδες φορές, ίσως να μην τα γνωρίσουν οι επόμενες γενιές, αφού θα κάνουν πάνω από πενήντα χρόνια για να ξαναγίνουν όπως ήταν πριν (αν δεν ξανακαούν μέχρι τότε). Δυστυχώς για το κράτος, δεν κάηκαν οι περιοχές του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Ιεροθέου που σήμερα διεκδικεί, αλλά μία περιοχή «άχρηστη», ο Πευκενέας. Ο Πευκενέας είναι μία περιοχή, που ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει διεκδικήσει για κανέναν λόγο το κράτος. Και σκεφτείτε πως το 1908, που το κράτος και ο Δήμος ήθελαν το δάσος να ανήκει στο δημόσιο και κάηκαν 3.000 στρέμματα στην Κινέττα για να εξαναγκάσουν τους κατοίκους να φύγουν. Μήπως και τώρα γίνεται κάτι παρόμοιο; Μήπως και τώρα στην εποχή μας το ίδιο δεν συμβαίνει; Που κατά την διάρκεια της εφετινής πυρκαγιάς έγινε τόσος λόγος στα τηλεοπτικά κανάλια και υπήρχαν πολλοί δημοσιογράφοι που διατύπωναν τόσο «απλοϊκές» απορίες, γιατί ένα δάσος να βρίσκεται σε κατάσταση ιδιωτικής ιδιοκτησίας; Οι άφρονες δεν σκέφτηκαν ή δεν ήθελαν να σκεφτούν, πως θα είχαν καεί πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις εάν δεν έτρεχαν οι ιδιώτες να βοηθήσουν με όποιο τρόπο και με όποιο μέσο μπορούσαν για να σώσουν τις περιουσίες τους; Για να μην μιλήσουμε για την τεράστια ανώνυμη προσφορά κάποιων κατοίκων σε αυτές τις περιοχές, που από μόνοι τους, με ιδιωτικά μέσα και δικά τους έξοδα προσέχουν τα δάση της περιοχή μας είτε με περιπολίες, είτε με αποψιλώσεις και καμιά φορά παράνομα από το δασαρχείο (άκουσον, άκουσον) γιατί η λογική προστάζει συγκεκριμένες πρακτικές για την προστασία ενός δάσους και που το κράτος πολλές φορές θεωρεί παράνομες! Και για ποιον λόγο δηλαδή θα πρέπει εμείς να υπαναχωρήσουμε σε πιέσεις έμμεσες και άμεσες; Δηλαδή στα συμφέροντα και στον εξαναγκασμό; Κάποιοι τα συμφέροντα τα λένε βωξίτη ή ανεμογεννήτριες. Και για να μην μιλήσουμε για τα ξεχασμένα ορυχεία ασβεστόλιθου στις πλαγιές του Καβελάρη! Να μη μιλήσουμε για κατοίκους του Μαζίου, που από πριν την μεγάλη πυρκαγιά διαμαρτύρονταν για το ότι έρχονταν αντιπρόσωποι ξένων εταιρειών και ρώταγαν εάν πωλούνται τα καμένα κτήματα των Γερανείων, που μέχρι σήμερα Μεγαρίτες και μη, αγωνίζονται μάταια για μία αποζημίωση λίγων χιλιάδων ευρώ. Ο εξαναγκασμός πάλι έγκειται, στο να εγκαταλείψουν τα βουνά μας οι κάτοικοι των περιοχών αυτών και αυτοί που μια ζωή ζούσαν και έβγαζαν τα προς το ζην οι ίδιοι και οι οικογένειες τους, από ότι προσφέρει η φύση. Ούτε για τα βουνά δεν θα πρέπει να υποκύψουμε. Αλλά υπάρχει ένας λόγος παραπάνω να αγωνιστούμε για τον Άγιο Ιερόθεο, για τον Μαυρατζά ή για τον Άγιο Νικόλαο και το Χάνι, περιοχές που βρίσκονται λιγότερο από 10χλμ μακριά από την πόλη μας. Τι θα κάνουμε λοιπόν; Μήπως πρέπει να θυμηθούμε τις ξεριζωμένες ελιές της Λάκκας Καλογήρου επί Χούντας από τον Στρατή Ανδρεάδη; Ναι , αυτά πρέπει να τα θυμηθούμε και μαζί με όλα τα παραπάνω να πάρουμε παράδειγμα τους προγόνους μας, που όχι μόνο αγωνίστηκαν για τα κτήματά, την εργασία και τον βιοπορισμό τους , αλλά ήταν και έτοιμοι να πολεμήσουν το απρόσωπο δημόσιο και όχι γιατί ήταν κατά της εξουσίας, αλλά γιατί θα τους έπαιρναν αυτό που δικαιωματικά τους ανήκε και που αγαπούσαν. Εσάς θα σας άρεσε να σας έπαιρναν με τέτοιον ανήθικο και δόλιο τρόπο αυτό που αγαπάτε;