ΘέσειςΣημαντικότερα

Αφιέρωμα στη μνήμη του Μίκη

Του Χρίστου Γ. Ρώμα

 

Α – Ο μεγάλος μουσικός

Τελείωσε πια. Το βασανισμένο σώμα του Μίκη Θεοδωράκη αναπαύεται πλέον στην κρητική γη, κοντά στους προσφιλείς του, αλλά η μεγάλη ψυχή του φτερουγίζει στη γειτονιά των αγγέλων, αφουγκράζεται τον δοξολογικό ύμνο τους: «άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ» και εναρμονίζει και τη δική της μουσική δέηση στον τρισάγιο αγγελικό ύμνο.

Με την εκδημία του μεγάλου μουσικού ήλθε στο νου μου ένα σημαντικό γεγονός από τα πρώτα χρόνια της μουσικής σταδιοδρομίας του, το οποίο είχα πληροφορηθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Ήμουν τότε φρεσκοδιορισμένος καθηγητής στη Ζαχάρω, μια κωμόπολη του Νομού Ηλείας. Μεταξύ των μαθητών μου είχε και μαθήτρια, της οποίας ο πατέρας, ο αείμνηστος Γ. Παππουδάκης, Κρητικός, ήταν συνταξιούχος αξιωματικός του μουσικού τμήματος στο στρατό ξηράς. Η σχέση μου με τον άνθρωπο αυτό ήταν πολύ φιλική, γι’ αυτό και μου είχε εξιστορήσει πολλά ενδιαφέροντα γεγονότα από τη ζωή του στον στρατό. Ανάμεσα στα άλλα, λοιπόν, μου είχε αφηγηθεί και το εξής: «Ως μουσικός του στρατού πήγαινα συχνά στα στρατόπεδα των νεοσύλλεκτων, για να βρω νέους με μουσικές γνώσεις, ώστε να μπορούν να διαβάζουν μουσικά κείμενα, προκειμένου να τους εντάξω στη φιλαρμονική της μονάδας. Σε ένα από τα στρατόπεδα αυτά είχε καταταγεί τότε ως νεοσύλλεκτος και ο Μίκης Θεοδωράκης. Εγώ, εφαρμόζοντας μια πάγια τακτική, έδινα σε όποιους φαντάρους μου έλεγαν ότι γνωρίζουν να διαβάζουν μουσικά κείμενα, ένα φύλλο χαρτιού με κάποιο εμβατήριο και τους ζητούσα να το αποδώσουν. Έδωσα και στον Μίκη, που μου είχε δηλώσει ότι γνωρίζει μουσική, ο οποίος όχι μόνο το διάβασε χωρίς το παραμικρό λάθος, αλλά μέσα σε λίγα λεπτά είχε κάνει κάτι το ασύλληπτο. Στο πίσω μέρος του χαρτιού είχε καταγράψει ολόκληρη τη μουσική κλίμακα (ντο, ρε, μι… ντο) –και από κάθε νότα είχε σχηματίσει ένα μικρό μουσικό κομμάτι, τέλειο ως έκφραση και ως αρμονία! Μάλιστα, το πιο σημαντικό ήταν ότι τα επιμέρους μουσικά αυτά τμήματα μπορούσαν να ενωθούν και να σχηματίσουν εναρμονισμένο σύνολο κλασικής μουσικής! Έκπληκτος εγώ μπροστά στο πρωτοφανές αυτό θέαμα, εκδήλωσα τον ανυπόκριτο θαυμασμό μου, έδωσα θερμά συγχαρητήρια στο παιδί, το διαβεβαίωσα ότι θα γίνει πολύ μεγάλος μουσικός συνθέτης και διατήρησα έκτοτε και μέχρι σήμερα μια επαφή, για να μην πω φιλική σχέση, μαζί του. Οι προβλέψεις μου επαληθεύτηκαν και σήμερα ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας από τους μεγάλους μουσικοσυνθέτες της εποχής μας».

Με το τέλος της αφήγησης του αγαπητού μου Γ. Παππουδάκη αναρωτήθηκα κι εγώ: «Άραγε, δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον αείμνηστο Μίκη ως μουσικό θαύμα;».

Β – Ερμηνευτικά στην «Άρνηση» του Γ. Σεφέρη

Οι ωραιότερες και πιο τραγουδισμένες μουσικές συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη είναι τα μελοποιημένα ποιήματα: «Άρνηση», «Άξιον εστί» και «Ρωμιοσύνη». Είναι τα πλέον αντιπροσωπευτικά ποιήματα των μεγάλων ποιητών μας, της λεγόμενης «Γενιάς του Τριάντα»: του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιάννη Ρίτσου. Και το σημαντικό είναι, όπως έχει ήδη λεχθεί, ότι ο Μίκης κατόρθωσε να βάλει στο στόμα του λαού μας την υψηλή αυτή ποίηση με τα πολυσήμαντα νοήματα. Όπως φάνηκε, λοιπόν, καθ’ όλη την διάρκεια του πένθους και ως την απόθεση του φερέτρου στον τάφο, οι χιλιάδες λαού που συμμετείχαν στις εκδηλώσεις του πένθους δεν έπαψαν να τραγουδούν αυτά τα τραγούδια. Επειδή, ωστόσο, και το βαθύτερο νόημα των ποιημάτων αυτών δεν είναι τόσο εύκολα κατανοητό, επιχειρούμε στο εξής την ερμηνευτική προσέγγιση της «Άρνησης» του Γιώργου Σεφέρη, που είναι και η πιο γνωστή και τραγουδισμένη από όλους μας δημιουργία.

Παραθέτουμε  πρώτα το ποίημα.

Στο περιγιάλι το κρυφό

κι άσπρο σαν περιστέρι

διψάσαμε το μεσημέρι

μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή

γράψαμε τ’ όνομά της·

ωραία που φύσηξεν ο μπάτης

και σβήστηκε η γραφή.

Με τι καρδιά, με τι πνοή,

τι πόθους και τι πάθος

πήραμε τη ζωή μας· λάθος!

Κι αλλάξαμε ζωή.

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή «Στροφή», που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1931 και αποτέλεσε μια αληθινή στροφή στο κλίμα της ποίησης, απαλλαγμένης πια από τα φαινόμενα της παρακμής και της διάλυσης που χαρακτήριζαν τη γενιά της δεκαετίας 1920-1930.

Στο εξής η έκφραση ήταν καινούργια: λιτή, δωρική, με έναν πλούτο από πρωτότυπες εικόνες και τολμηρούς εκφραστικούς τρόπους. Το ναρκισσευόμενο «εγώ», που ήταν κυρίαρχο στην έως τότε ποίηση, αντικαταστάθηκε βασικά και επίμονα από το «εμείς» και τα όποια προβλήματα, που εκφράζονταν από τη νεοτερική αυτή ποίηση, δεν είχαν προσωπικό, αλλά καθολικό και τραγικό χαρακτήρα.

Έτσι, λοιπόν, και στο ποίημα «Άρνηση» κυριαρχεί το «Εμείς» («διψάσαμε», «γράψαμε», «πήραμε», «αλλάξαμε»). Προφανώς, πρόκειται για μια παρέα νέων ανθρώπων που περιγράφουν τις εντυπώσεις τους από την ωραία εκδρομή τους «στο περιγιάλι το κρυφό/ κι άσπρο σαν περιστέρι». Ωστόσο, εδώ έχουν και την πρώτη ατυχία τους, το πρώτο εμπόδιο: δεν μπορούν να σβήσουν τη δίψα τους μεσ’ στο καταμεσήμερο, γιατ’ είναι «το νερό γλυφό».

Στους πρώτους στίχους της δεύτερης στροφής χαράζουν «πάνω στην άμμο την ξανθή» τα ιδανικά τους, που συνοψίζονται ίσως σαν μια τεράστια συνισταμένη σε μια από τις έννοιες: ελευθερία, ηρωισμός, αγωνιστικότητα. Όμως, και τότε προβάλλει η δεύτερη ατυχία, το δεύτερο εμπόδιο: η φύση, καθώς «ωραία φύσηξεν ο μπάτης», έσβησε τα επιπόλαια, ρηχά και ρομαντικά ιδανικά τους.

Και τότε οι απλοί αυτοί άνθρωποι της καθημερινότητας καταθέτουν εξομολογητικά στον αναγνώστη τον αφελή ενθουσιασμό της νεότητάς τους. Ομολογούν ότι «πήραν τη ζωή τους» με έντονο συναίσθημα («καρδιά»), με έμπνευση («πνοή»), με «πόθους» και με «πάθος». Ωστόσο, η φύση των πραγμάτων, οι δυσκολίες της ζωής, τα εμπόδια της κοινωνικής συμβίωσης τους έχουν καταστήσει ώριμους πια. Έχουν συμφιλιωθεί πλέον με την πραγματικότητα, έχουν γίνει μοιρολάτρες όπως όλοι, έχουν παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια, φιλοδοξία και αγώνα. Ομολογούν, λοιπόν, ανερυθρίαστα ότι τα αφελή ως τώρα όνειρα και ιδανικά τους ήταν «λάθος», γι΄αυτό και «άλλαξαν ζωή».

Ο Σεφέρης, θέτοντας ως τίτλο αυτού του ποιήματος τη λέξη «Άρνηση», στηλιτεύει τη συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι την ηττοπάθεια και την αυτοπαραίτηση από τον αγώνα και τα υψηλά ιδανικά τα προβάλλουν ως ιδεολόγημα και ως σωφροσύνη. Η στάση τους είναι άρνηση της ποιότητας της ζωής, άρνηση της ίδιας της ζωής. Γι’ αυτό και στο άλλο σπονδυλωτό ποίημά του, το «Μυθιστόρημα», καθώς και στις «Δοκιμές» του ο Σεφέρης περιγράφει αυτόν τον ανθρώπινο τύπο ως τον «κακομοίρη» της καθημερινότητας, τον ασήμαντο, όπως τον περιγράφει και ο Καζαντζάκης, αυτόν που δεν είναι άξιος και ικανός ούτε για το καλό ούτε για το κακό.

Έτσι, λοιπόν, οι δυο μεγάλοι δημιουργοί, ο Σεφέρης στην ποίηση και ο Θεοδωράκης στη μουσική δημιουργία, απέδειξαν και με την Κολοσσιαία δημιουργία τους, προ πάντων όμως με την αγωνιστική και αταλάντευτη στις πεποιθήσεις τους ζωή τους ότι η άρνηση στο συμβιβασμό και στην απεμπόληση των ιδανικών είναι ο «ασπιδοφόρος ήλιος» που καταξιώνει την ύπαρξή τους και την προστατεύει από την απελπισία, τη διάλυση και τον μηδενισμό.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Δίχως τέλος κόλαση στον κάμπο της Μεγαρίδας

Aleka Stamatiadi

«Διοίκηση εκτός ελέγχου!»

Το «αστέρι» που έκανε ξανά γνωστά τα Μέγαρα