Η ζωή του ραγιά μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας χαρακτηρίζεται από τον συνεχή αγώνα για επιβίωση και από την περιθωριοποίηση του από το επίσημο κράτος. Ο ραγιάς είναι σαφώς υπήκοος -και όχι πολίτης- δεύτερης κατηγορίας. Στην υποτίμηση του αυτή συνέβαλε καθοριστικά η θρησκευτική του ταυτότητα. Ο ραγιάς δεν ήταν μουσουλμάνος και ως ‘άπιστος’ αντιμετώπιζε την περιφρόνηση και την τιμωρία από το οθωμανικό κράτος και τους φορείς του.
Οι απαγορεύσεις ήταν πολλές και συχνά παράλογες. Περιορισμός στις εκδηλώσεις θρησκευτικής λατρείας, απαγόρευση κατοχής γης, μειωμένη δυνατότητα αντιπροσώπευσης στα δικαστήρια είναι μερικά μόνο από τα εμπόδια που αντιμετώπιζαν οι ραγιάδες. Ακόμα και ο τρόπος που ντύνονταν ή κυκλοφορούσαν οριζόταν από τους μουσουλμάνους κατακτητές, ώστε οι ραγιάδες να μην λησμονούν ούτε στιγμή ότι είναι σκλάβοι. Οι χριστιανοί ραγιάδες ήταν υποχρεωμένοι να φορούν μπλε σαρίκι και οι Εβραίοι κίτρινο. Το πράσινο χρώμα ήταν απαγορευμένο στους ραγιάδες, γιατί ήταν ιερό κατά την ισλαμική πίστη. Ο ραγιάς απαγορευόταν να ιππεύει, έπρεπε να παραμερίζει στο διάβα του μουσουλμάνου και να του παραχωρεί πάντα τη θέση του. Έτσι, οι διακρίσεις ανάμεσα σους Οθωμανούς και τους σκλάβους τους ήταν καθημερινό βίωμα και ο θάνατος ήταν η συχνότερη ποινή σε περίπτωση ανυπακοής.
Στους ραγιάδες όχι μόνο δεν αναγνωρίζονταν δικαιώματα και προνόμια, αλλά όφειλαν να πληρώνουν δυσβάσταχτους φόρους, για να τους επιτρέπεται να ζουν και να δραστηριοποιούνται. Ο κεφαλικός φόρος ή χαράτσι καταβαλλόταν από τους ραγιάδες ετησίως από τα 12 έτη έως το τέλος της ζωής τους και με αυτόν εξαγόραζαν το δικαίωμα τους στη ζωή και στην άσκηση της πίστης τους. Όμως, οι φορολογικές υποχρεώσεις δεν σταματούσαν εκεί, αλλά περιλάμβαναν τη δεκάτη, δηλαδή το ένα δέκατο από την γεωργική παραγωγή, τον φόρο για το δικαίωμα αρραβώνων, τον έγγειο φόρο, τον φόρο βοσκής, τον φόρο για την κατοχή ζώων και πλήθος άλλων φόρων που καθιστούσαν τη ζωή των υπόδουλων πληθυσμών εύθραυστη και εξαθλιωμένη.
Κανένας όμως φόρος ή εισφορά δεν μπορεί να συγκριθεί με το Ντεβσιρμέ, το Παιδομάζωμα, όπως ονόμασαν οι ραγιάδες τον φόρο που κατέβαλαν στον Σουλτάνο σε αίμα. Στο λεξικό του Δ. Δημητράκου(1970) συναντάμε και τους όρους ‘Παιδολόγι’ ή ‘Γενιτσαριά’ με τους οποίους χαρακτήριζαν τον 17ο αιώνα οι πηγές την αρπαγή των χριστιανοπαίδων. Το Παιδομάζωμα σύμφωνα με τον Α. Βακαλόπουλο ξεκίνησε ήδη πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης στις κατεκτημένες βυζαντινές επαρχίες κατά το διάστημα που ήταν Σουλτάνος ο Μουράτ Α’ δηλαδή περί τα έτη 1362-1389. Η ιδέα της ακούσιας αρπαγής των χριστιανοπαίδων και έπειτα του εντατικού εξισλαμισμού τους ανήκε στον μεγάλο βεζίρη Καρά Χαλίλ Πασά. Αυτός εμπνεύστηκε και συγκρότησε για πρώτη φορά το σώμα των Γενιτσάρων που αποτελούνταν αποκλειστικά από τα αρσενικά παιδιά των χριστιανικών οικογενειών.
Οι Γενίτσαροι από τη σύσταση τους τον 14ο αιώνα θα στελέχωναν το πεζικό, και μάλιστα το πιο αξιόμαχο τμήμα του, αλλά και την επίσημη σωματοφυλακή του Σουλτάνου. Άλλωστε, από τη στρατολόγηση τους έως την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης τους ζούσαν στο Παλάτι. Με το σώμα των Γενιτσάρων οι υψηλές διοικητικές θέσεις θα καταλαμβάνονταν από σκλάβους καλά εκπαιδευμένους και απόλυτα υπάκουους στον Σουλτάνο. Έτσι, αποκλείονταν οι Οθωμανοί από την διοικητική ιεραρχία και το ενδεχόμενο εκδήλωσης συνωμοσίας ή πραξικοπήματος εναντίον του Σουλτάνου εκμηδενιζόταν. Από το χειρόγραφο Kavanin-I Yeniceriyan που χρονολογείται τον 17ο αιώνα αντλούμε μια ερμηνεία σχετικά με τον αποκλεισμό των Οθωμανών από το παιδομάζωμα: «Αν γίνονταν σκλάβοι του Σουλτάνου (ενν. οι Οθωμανοί)θα έκαναν κατάχρηση του προνομίου τους. Οι συγγενείς τους στις επαρχίες θα καταπίεζαν τους ραγιάδες και δεν θα πλήρωναν τους φόρους τους. Θα τα έβαζαν με τους σαντζάκμπέηδες1 και θα γινόντουσαν αντάρτες. Αν όμως τα χριστιανόπουλα δεχτούν το Ισλάμ, θα γίνουν φανατικοί οπαδοί της πίστης και εχθροί των οικείων τους.»
Είναι φανερό ότι για τους Οθωμανούς το Ντεβσιρμέ, δηλαδή το Παιδομάζωμα, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την εφαρμογή ενός ακόμα κυβερνητικού μέτρου που εξυπηρετούσε τις ανάγκες και τους σκοπούς της κεντρικής διοίκησης. Αντίθετα, για τους χριστιανούς υπηκόους του Σουλτάνου που κατόρθωναν μέσα στις στερήσεις και στο φόβο να αποκτήσουν οικογένεια, το Ντεβσιρμέ ήταν ο πιο αβάσταχτος και ο πιο άδικος από όλους τους φόρους.
Το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι από την Παγωνιανή της Ηπείρου διασώζει την ιστορική πραγματικότητα της εποχής και μεταφέρει το βίωμα του Παιδομαζώματος από τους υπόδουλους Έλληνες:
ΤΟ ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ (Πωγωνιανής, 1565 – 1575)
«Ανάθεμά σε, Βασιλιά, και τρις ανάθεμά σε,
Με τον κακό που έκανες, με το κακό που κάνεις!
Στέλνεις, τραβάς τους γέροντες, τους πρώτους, τους παππάδες,
Να μάσεις παιδομάδωμα, να κάνεις Γιαννιτσάρους.
Κλαιν’ οι μανάδες τα παιδιά, και οι αδερφές τ΄αδέρφια,
Κλαίγω κι εγώ και καίγομαι κι όσο να ζω θα κλαίγω
Πέρσι πήραν το γιόκα μου, φέτο τον αδερφό μου.»
1σαντζάκ μπέης: τίτλος Οθωμανού διοικητή επαρχιακού διαμερίσματος (σαντζάκι)
ΤΕΛΟΣ Α’ ΜΕΡΟΥΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΑΜΟΥΡΗ ΒΟΡΔΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ-ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
elsamouri@gmail.com