Γράφει ο Στέλιος Γκίνης[clear]
Μετά την άλωση της Πόλης το 1453 στις 29 Μαϊου, διέφυγαν στη Δύση οι περισσότεροι από τους δασκάλους μας και από τους λογίους. Τότε το σκλαβωμένο Γένος, έμεινε στερημένο από τα γράμματα, ενώ το σκοτάδι της σκλαβιάς έγινε πιο πυκνό και πιο βαρύς ο ζυγός. Ευτυχώς που γρήγορα στις θολόχτιστες εκκλησίες και στο τρεμάμενο φως του καντηλιού, ζεστάθηκε η αποσταμένη ελπίδα.
Μέσα δηλαδή στους ναούς οι Έλληνες, μάθαιναν τι είχαν που έχασαν και τι τους πρέπει. Αυτά ήσαν τότε τα «φανερά» σχολειά του Γένους μας, όπου άκουγαν την «καθαρή» ελληνική γλώσσα στους ψαλμούς και στα Ευαγγέλια. Εκείνα λοιπόν τα χρόνια, που «τα’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», οι κληρικοί είχαν αναλάβει την εκπαίδευση των παιδιών, γιατί και η εκκλησία είχε ανάγκη από «αναγνώστες» των ιερών βιβλίων, δηλαδή από ψάλτες. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, δεν υπήρχε στη σκλαβωμένη πατρίδα Σχολή ή Πανεπιστήμιο για να σπουδάσει κάποιος δάσκαλος. Αν σπούδαζε στη Δύση ένας και ερχόταν εδώ να διδάξει, ποιος θα του έδινε μισθό; Οι Τούρκοι; Μισθό δεν έδιναν βέβαια, ούτε στους κληρικούς, γι’ αυτό στα χωράφια δούλευαν και οι παπάδες. Δεν υπήρχαν λοιπόν τότε σχολεία επί 350 χρόνια, μέχρι που επέτρεψαν οι Τούρκοι στο Ναύπλιο, στα Μέγαρα και σε άλλες δυο μεγάλες πόλεις, να λειτουργήσουν σχολεία με την αλληλοδιδακτική μέθοδο, αρκεί το δάσκαλο να τον πλήρωναν οι κάτοικοι. Αν το σχολείο είχε για παράδειγμα 60 μαθητές, ο δάσκαλος χώριζε τα παιδιά σε έξι δεκάδες και δίδασκε μόνο τους «πρωτόσχολους» δηλαδή τους έξι καλύτερους μαθητές, έναν από κάθε δεκάδα. Οι πρωτόσχολοι με τη σειρά τους, δίδασκαν τα παιδιά της ομάδας τους. Αυτή ήταν η αλληλοδιδακτική μέθοδος.
Η «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ» του 1826, γράφει ότι στα Μέγαρα λειτουργούσε ένα τέτοιο σχολείο τότε, αλλά οι «άτακτοι» έσκισαν τις κονκάρδες από τα φέσια των μαθητών. Μέχρι τότε λοιπόν και επί τρεισήμισι αιώνες και εδώ στα Μέγαρα υπήρχε «κρυφό» σχολειό. Κάθε δειλινό, ο παπάς μετά το χωράφι, άνοιγε την εκκλησία για τον εσπερινό και όταν τελείωνε ο παπάς γινόταν δάσκαλος. Τα παιδιά πήγαιναν στην εκκλησία μετά τον εσπερινό με το φως του φεγγαριού, γι’ αυτό έλεγαν και το τραγούδι: «φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό, να μαθαίνω γράμματα, γράμματα σπουδάγματα, του Θεού τα θάματα».
Για αναγνωστικό τα παιδιά είχαν τον Απόστολο και τα άλλα ιερά βιβλία. Στις εκκλησίες λοιπόν και στα Μοναστήρια, δε μάθαιναν μόνο γράμματα τα παιδιά, αλλά αποκτούσαν και εθνική συνείδηση. Φτεροκοπούσε από λαχτάρα η ψυχή τους για τη λύτρωση και θέριευε μέσα τους η απόφαση για λευτεριά.
Έτσι κυλούσαν τα χρόνια της υπομονής, γιατί «άργιε νάρθει εκείνη η μέρα» της λύτρωσης. Στο κρυφό σχολειό, αναστήθηκε η ΕΛΠΙΔΑ, γι αυτό όταν ξημέρωσε η Άγια μέρα του μεγάλου ξεσηκωμού, τα παιδιά είχαν γίνει άντρες έτοιμοι για τον «υπέρ πίστεως και πατρίδος αγώνα».
Είναι λοιπόν καθήκον μας ιερό να τιμούμε τη μνήμη εκείνων των ηρώων. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια με διοργάνωση του Συλλόγου των αποστράτων, την παραμονή της 25ης Μαρτίου, ο Δήμαρχος καταθέτει δάφνινο στεφάνι στον τόπο της θυσίας και του αγώνα στην Πύλη του τείχους της Αγίας Τριάδας, σε μια σεμνή τελετή. Επίσης πολύ σωστό είναι, που καθιερώθηκε να γίνεται μια ομιλία την παραμονή 25ης Μαρτίου από το Δήμο, όπως πρώτος είχε προτείνει ο δικηγόρος Ανδρέας Μενιδιάτης. Ο ομιλητής εφέτος θα είναι ο βουλευτής κ. Ζουράρις.