Γράφει η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΑΜΟΥΡΗ ΒΟΡΔΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ -ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
Ο διαχρονικός αγώνας της Γυναίκας για τη δίκαιη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της και την ισότιμη αποδοχή της από την κοινωνία διαμόρφωσε αδιαμφισβήτητα τη σύγχρονη δυναμική παρουσία της σε όλους τους τομείς. Η Γυναίκα σήμερα δεν διεκδικεί μόνο, αλλά διαπρέπει και συχνά αναδεικνύεται σε ηγετική παρουσία σε θεσμούς ως τώρα αυστηρά ανδροκρατούμενους. Οι αγώνες της συνέβαλαν στην εξέλιξη της, στην ενίσχυση των ψυχικών αντοχών της, στην άσκηση της στην υπομονή και την επιμονή που τόσο εντατικά καλλιέργησε για αιώνες. Η Γυναίκα ως ιστορική παρουσία υπονομεύτηκε, ως πολιτική φωνή φιμώθηκε, ως μέλος της κοινωνίας συχνά υποτιμήθηκε και περιορίστηκε. Όμως ποτέ δεν κάμφθηκε. Ποτέ δεν εγκατέλειψε. Ήταν πάντα εκεί . Σπάνια στο προσκήνιο των γεγονότων, αλλά πάντα στο παρασκήνιο, καθώς είχε ορίσει από τη γέννησης της η φυλετική της ταυτότητα. Ωστόσο, σε αμέτρητες ιστορικές συγκυρίες η Γυναίκα δεν έπαψε ποτέ να καθορίζει τις εξελίξεις πίσω από τις σκιές των ‘μεγάλων ανδρών’. Ως ατομικότητα και ως συλλογικότητα η Γυναίκα ανακαλύπτεται συνεχώς και εκπλήσσει τους σύγχρονους ιστορικούς με την πορεία της στο μονοπάτι του Χρόνου.
Ως ατομικότητα η γυναικεία παρουσία στην ιστορία αντιμετωπίστηκε με καχυποψία και συχνά στηλιτεύτηκε για τη δράση της. Η Κλεοπάτρα, η Αλεξανδρινή φιλόσοφος Υπατεία, η Ιωάννα της Λωρραίνης είναι ελάχιστα από τα παραδείγματα γυναικών που τόλμησαν να ανέβουν στη σκηνή της Ιστορίας πριν βρουν ένα βίαιο και μοιραίο τέλος. Η συμβατικότητα και η υποτέλεια θεωρήθηκαν έννοιες συνώνυμες της γυναικείας αρετής ήδη από την αρχαιότητα. Η Αγνοδίκη δικάστηκε επειδή παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής στην Αθήνα του 4ου π.Χ. αιώνα μεταμφιεσμένη σε άνδρα, ενώ την ίδια ‘λαθραία’ πρόσβαση στη γνώση με ανδρική περιβολή ακολούθησε και η Λασθένια παρακολουθώντας έτσι τα μαθήματα στην Ακαδημία του Πλάτωνα, αφού η γνώση θεωρούνταν αποκλειστικό προνόμιο των ανδρών και απαγορευμένος καρπός για τις γυναίκες. Στον ‘Επιτάφιο’ ο Περικλής παροτρύνει τις γυναίκες να μην δίνουν αφορμή με τη συμπεριφορά τους για συζητήσεις είτε επαινετικές είτε επιτιμητικές (ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου), ενώ πιο φιλελεύθερη ήταν η στάση της Σπάρτης απέναντι στις γυναίκες. Οι απόψεις του Αριστοτέλη, αν και αποδοσμένες κάτω από ένα μεταγενέστερο, μονοδιάστατο πρίσμα ερμηνείας, συγκάλυψαν για αιώνες τον εκφοβισμό των γυναικών και την απομόνωση τους στο περιθώριο της Ιστορίας. Ο φιλόσοφος συγκεκριμένα υποστήριζε ότι «σχετικά με τα φύλα, το αρσενικό είναι από τη φύση του ανώτερο και το θηλυκό κατώτερο, το αρσενικό κυριαρχεί και το θηλυκό κυριαρχείται».
Οι Πυθαγόρειοι πάλι τοποθετούν τη γυναίκα στην αρνητική πλευρά της δυιστικής κοσμοθεωρίας τους. Το ‘άρρεν’ ταυτίζεται με τις θετικές έννοιες ‘αγαθόν’, ‘ευθύ’, ‘φως’, ‘πέρας’, ενώ το ‘θήλυ’ ταυτίζεται με τις αρνητικές έννοιες ‘κακόν’, ‘καμπύλο’, ‘σκότος’, ‘άπειρον’. Στο αριθμητικό σύστημα των Πυθαγορείων το αρσενικό στοιχείο μεταφράζεται στη μονάδα, που αντιπροσωπεύει τη θεϊκή υλική υπόσταση, τη γενεσιουργό αιτία των πάντων, την αρμονία, την τελειότητα. Το θηλυκό στοιχείο ταυτιζόταν με τον αριθμό 2, που είναι ο πρώτος σύνθετος αριθμός και προκύπτει από τη μονάδα υπονοώντας έμμεσα την αδυναμία αυθυπαρξίας του θηλυκού που υπάρχει μόνο χάρη στο αρσενικό. Ο αριθμός αυτός αντιπροσώπευε την πόλωση, την ανισότητα και την αστάθεια.
Τις απόψεις αυτές ενστερνίστηκε και η νέα θρησκεία, ο Χριστιανισμός, που απέκλεισε τις γυναίκες από την ιεραρχία, παρόλο που ο Ιησούς τις είχε ήδη δεχτεί ως μαθήτριες και ακολούθους του. Μάλιστα, οι γυναίκες ακόλουθοι του συντρόφευσαν την Παναγία και τον Ιωάννη κάτω από το Σταυρό, ενώ πάλι γυναίκες, οι Μυροφόρες , αξιώθηκαν το υπέρτατο μήνυμα της Αναστάσεως. Παρόλα αυτά μόλις το 1969 ξεκαθαρίστηκε από την καθολική εκκλησία η ατυχής ταύτιση της Μαρίας Μαγδαληνής με την πόρνη γυναίκα του Ευαγγελίου και πρόσφατα- το 2016 -αναγνωρίστηκε ως Αγία και Ισαπόστολος. Όμως, οι προκαταλήψεις εναντίον των γυναικών ήταν βαθιά ριζωμένες τόσο στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό όσο και στην εβραϊκή κοινωνία. «Αι γυναίκες τοις ιδίοις ανδράσιν υποτάσσεσθε, ως εν Κυρίω, ότι ο ανήρ εστί κεφαλή της γυναικός, ως και ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας» σε αυτά τα λόγια του αποστόλου Παύλου η εντολή υπακοής προς τις γυναίκες είναι προφανής, το ίδιο και ο συμπληρωματικός ρόλος που καλούνταν να παίξουν στη νέα λατρεία.
Ιστορικά, η γυναίκα εξακολουθεί να αποκλείεται από την δράση καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Εξαίρεση αποτελούν οι γυναίκες που ασκούν εξουσία, όπως σύζυγοι ή μητέρες αυτοκρατόρων στο Βυζάντιο και τη Μεσαιωνική Δύση. Ειδικότερα, για τις Βυζαντινές η Ρόζα Ιμβριώτη (Η γυναίκα στο Βυζάντιο, Αθήνα 1923) αναφέρει ότι «το κύριο προσόν μιας γυναίκας, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη ήταν να σωπαίνει». Οι γυναίκες των ανώτερων τάξεων απαγορευόταν αυστηρά να κυκλοφορούν. Χρησιμοποιούσαν άμαξες για τη μεταφορά τους και όταν έπρεπε να κυκλοφορήσουν το κεφάλι και το σώμα τους καλύπτονταν από βαριά ενδύματα, για να μην σκανδαλίζουν. Σχετικά πιο ελεύθερη ήταν η ζωή των φτωχών γυναικών που πουλούσαν προϊόντα οικοτεχνίας στην αγορά ή εργάζονταν ως ‘μισθαρνίσσαι’ ή ‘μισθώτριαι’, δηλαδή υπηρέτριες, στα σπίτια των πλουσίων. Ωστόσο, η ιδιότητα τους αυτή επέφερε την κοινωνική περιφρόνηση. Η βυζαντινή νομοθεσία απέκλειε τη γυναίκα από την προστατευμένη και νόμιμη εργασία. Αν και υπήρχαν γυναίκες με σημαντική μόρφωση για την εποχή τους όπως η Άννα η Κομνηνή, η Κασσιανή, η Ευδοκία ο νόμος δεν όριζε καμία θέση για αυτές. Αντίθετα, προέβλεπε ρητά ότι μια γυναίκα απαγορευόταν να ασκήσει δημόσιο λειτούργημα, να γίνει δικαστής ή δικηγόρος. Σύμφωνα με τη νομοθεσία του Ιουστινιανού το να καθίσει μια έγγαμη γυναίκα και να γευματίσει με τη συντροφιά τρίτων αντρών θεωρούνταν λόγος διαζυγίου. Στο ίδιο πνεύμα απαγορευόταν στις συγκεντρώσεις και στα οικογενειακά γεύματα οι γυναίκες και οι άντρες να κάθονται στο ίδιο τραπέζι.
Η εξάπλωση των ιδεών του Διαφωτισμού και το τέλος της απολυταρχίας με μοχλό τα επαναστατικά κινήματα στο Δυτικό κόσμο άρχισαν σταδιακά να αποκαλύπτουν τη δυναμική που μπορούσαν να προσδώσουν οι γυναίκες στην Ιστορία. Η Βρετανίδα ιστορικός Όλουεν Χάφτον (Olwen Hufton) ανακαλύπτει τα σπέρματα της ουσιαστικής αλλαγής στις σχέσεις των δύο φύλων στη θρησκευτική Μεταρρύθμιση, το Διαφωτισμό και τη Βιομηχανική Επανάσταση, γεγονότα τα οποία καθόρισαν το πλέγμα εργασίας, μόρφωσης και αυτοσυνείδησης των γυναικών που με τη σειρά του συνέβαλε δραστικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης γυναικείας ταυτότητας. Οι γυναίκες αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη Γαλλική Επανάσταση (1789), αφού εκείνες υφίστανται τις βαρύτερες συνέπειες της φτώχειας και της εργασιακής εκμετάλλευσης. Αν και εντάσσονταν στους φορολογικούς καταλόγους, οι Γαλλίδες δεν διέθεταν πολιτική φωνή εφόσον δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Τις μεταρρυθμιστικές απαιτήσεις των γυναικών εκπροσώπησε με το έργο του ο Μαρκήσιος ντε Κοντορσέ που διεκδικούσε αλλαγές στο Δίκαιο του Γάμου με δυνατότητα διαζυγίου και διαχείριση της προίκας από τις γυναίκες. Τις θέσεις αυτές δημοσίευε στην εφημερίδα ‘Εθνικός Ερμής’ η 30χρονη εκδότρια και αριστοκράτισσα της Βρετάνης, Λοίζα ντε Κεράλλιο. Όμως, ούτε τότε οι γυναίκες δικαιώθηκαν, καθώς οι μεταρρυθμίσεις που προκρίθηκαν προς όφελος τους αφορούσαν την εκπαίδευση και τον περιορισμό της επαιτείας.
Πέρα από τους αντικαθεστωτικούς αγώνες η Γυναίκα διεκδίκησε δυναμικά το πιο σημαντικό αγαθό που δεν είναι άλλο από την Ελευθερία. Με κοινή μοίρα κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό οι Ελληνίδες ήταν αποφασισμένες να σταθούν δίπλα στους άντρες αγωνιστές και χωρίς δισταγμό να νικήσουν την τυραννία ή να πεθάνουν. Ως άμαχος πληθυσμός δέχτηκαν αμέτρητες φορές το μένος της εκδίκησης των Οθωμανών χωρίς ποτέ να ζητήσουν έλεος. Ως μάχιμη δύναμη έμαθαν τη χρήση των όπλων και τις τακτικές του πολέμου και με λαμπρά πρότυπα τη Μόσχω και τη Δέσπω Τζαβέλα, τη Μεσολογγίτισσα Αλεφαντώ, τη Σταυριάνα Σάββαινα και πλήθος άλλες έδειξαν σθένος και πρωτοφανή γενναιότητα. Η Ευρωπαϊκή τέχνη τις ύμνησε και ενίσχυσε πολιτικά και διπλωματικά τον απελευθερωτικό τους αγώνα.
Χωρίς να προσδοκά το όφελος και δίχως να απαιτεί τον έπαινο, η Γυναίκα δηλώνει πάντα παρούσα στις μεγάλες προκλήσεις της Ιστορίας. Η δράση της παρουσιάζει μια ιδιαίτερη ευαισθησία κινήτρων, καθώς μάχεται για το σωστό με το πάθος που δίνει ο δίκαιος αγώνας. Δεν υπολογίζει το κόστος, γιατί οι αξίες που την καθοδηγούν ξεπερνούν τα εφήμερα και τα φθαρτά. Είναι πάντα εκεί και κανείς πια δεν μπορεί να αγνοήσει τα έργα και τις θυσίες της, αλλά μετά από τόσους αιώνες σιωπής και προσφοράς οφείλει να τα αναγνωρίσει.