Γράφει ο Στέλιος Γκίνης
Ο Σεφέρης έγραψε ότι «η Ελλάδα παντού με πληγώνει» και είχε δίκιο, αφού μας πληγώνει για πολλά, όμως και μας κάνει υπερήφανους, γιατί αυτή η πατρίδα έχει μια πηγή ενέργειας, που δεν την έχει καμία άλλη. Είναι η φλόγα της καρδιάς και η σεμνή καρτερία της ψυχής. Είναι αυτό το άπιαστο πνεύμα που έχουμε μέσα μας οι Έλληνες και που δε βρίσκεται σε κανένα άλλο λαό.
Είναι αυτό το ήθος που μας δώρισε ο Θεός το στολισμένο με χάρες για να αγιάζουμε τον πόνο, να ημερεύουμε τον θάνατο και να νοστιμεύουμε το καθετί που φτιάχνουμε. Όλα αυτά μεταδίδονται από γενιά σε γενιά με τα γονίδια, αλλά προπάντων με τις ελληνικές ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, που κάποιοι «ψευτοκουλτουριάρηδες» κατηγορούν ως ξεπερασμένες και δε ντρέπονται!
Υπάρχουν πολλά γεγονότα από την ιστορία μας, που θα πρέπει να μάθουν οι νέες γενιές, γιατί ο τόπος μας είναι ξέχειλος από ιερές και ηρωικές μνήμες. Από τους βωμούς των αρχαίων προγόνων μας, δεν πρέπει να παίρνουμε την στάχτη, όπως κάνουν μερικοί «αρχαιόπληκτοι», αλλά τη λάμψη.
Ξεφυλλίζοντας την ιστορία, διαβάζουμε για πράξεις και αγώνες των παππούδων μας και νιώθουμε απέραντο θαυμασμό. Μία από τις επετείους, που πρέπει να τιμούν όχι μόνο όλοι οι Έλληνες, αλλά και όσοι πιστεύουν στην ελευθερία και στην ανεξαρτησία των λαών της Γης, είναι η 28η Οκτωβρίου 1940.
Εκείνη την αυγή του θριάμβου, οι φασίστες Ιταλοί είχαν την απαίτηση να τους … παραδώσουμε την πατρίδα μας! Η δραματική και σύντομη συνομιλία του Ιωάννη Μεταξά με τον Ιταλό πρεσβευτή Grazzi, κατέληξε στο ΟΧΙ του Έλληνα πρωθυπουργού και δικτάτορα με τη φράση του: «Ώστε έχομε πόλεμο». Μέσα σε λίγες ώρες το ΟΧΙ το βροντοφώναξαν και ΟΛΟΙ οι Έλληνες που ξεκίνησαν τον «υπέρ πάντων», αγώνα με το χαμόγελο στα χείλη. Ευτυχώς υπάρχον σκηνές κινηματογραφικές και πάμπολλες φωτογραφίες, που δείχνουν γελαστά πρόσωπα Ελλήνων φαντάρων που ενθουσιασμένοι φεύγουν για το μέτωπο. Αυτά και άλλα πολλά για την σημασία της επετείου της 28ης Οκτωβρίου δεν ακούγονται στους πανηγυρικούς που εκφωνούνται μετά την δοξολογία στη Μητρόπολη ή στο λιοντάρι, πριν από την κατάθεση των στεφανιών. Ο λόγος είναι ότι επικρατεί μεγάλη φασαρία και όλοι βιάζονται για την παρέλαση. Έχει δίκιο ο δικηγόρος Ανδρέας ο Μενιδιάτης που εδώ και χρόνια πρότεινε να γίνεται μια ομιλία την Παραμονή σε κλειστό χώρο. Με χαρά διάβασα ότι την παραμονή διοργανώνει ο Δήμος ομιλία στην αίθουσα «Παπαμπέη» και την επόμενη ο Σύλλογος Αποστράτων.
Εκείνο το ΟΜΟΦΩΝΟ ΟΧΙ των Ελλήνων, δηλαδή της ηγεσίας και του λαού, ξάφνιασε τότε ΟΛΗ την Ευρώπη, που ήταν κατατρομαγμένη από τις δυνάμεις του άξονα. Η μικρή Ελλάδα, άνοιξε το δρόμο της αντίστασης και της νίκης.
Ο αρχιστράτηγος των Ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία ΒΙΣΚΟΝΤΙ ΠΡΑΣΚΑ, υπολόγιζε να προωθήσει γρήγορα τις πέντε μεραρχίες των Ιταλών και ένα σύνταγμα … Αλβανών, προς τη Θεσσαλονίκη και προς την Αθήνα. Στρατιωτικός περίπατος θα είναι. Αυτό πίστευαν οι Ιταλοί στρατηγοί για την προέλαση των στρατιωτικών τους δυνάμεων. Και όμως οι Έλληνες αντιστάθηκαν και νίκησαν!
Οι θυσίες μας πολλές και τις μαρτυρούσαν τότε οι πολλοί και πρόχειρα βαλμένοι σταυροί στους τάφους των ηρώων μας. Τους νικήσαμε τους φασίστες Ιταλούς τότε. Αυτή είναι η αλήθεια. Όμως στις 6 Απριλίου 1941 είχαμε νέο τελεσίγραφο από τους γερμανούς. Τότε είπαμε το δεύτερο μεγάλο ΟΧΙ και στους Γερμανούς. Πόσο όμως να αντέξουμε με αντιπάλους ΔΥΟ αυτοκρατορίες συγχρόνως; Τελικά ο στρατός μας δεν αιχμαλωτίστηκε. Οι στρατιώτες μας γύρισαν σπίτια τους με το κεφάλι ψηλά. Άρχιζε η μεγάλη νύχτα, στις 29 Απριλίου, της κατοχής και η Εθνική αντίσταση. Ο δρόμος της θυσίας είναι πάντα μοναχικός. Οι υποσχέσεις των συμμάχων ξεχάστηκαν. Δεν υπάρχει κάτι από το έπος του σαράντα που θα πρέπει να αποσιωπήσουμε ή να ξεχάσουμε. Αντίθετα υπάρχουν πολλά που θα πρέπει να θυμηθούμε και να τα διηγηθούμε στους νέους μας.
Πώς να μη θυμηθούμε την περήφανη απάντηση του Διοικητή των οχυρών του Ρούπελ. «Τα οχυρά δεν παραδίδονται». Οι Γερμανοί μετά από τις βαριές τους απώλειες, έριξαν ασφυξιογόνα μέσα στο οχυρό. Αναγκαστικά όταν βγήκαν οι στρατιώτες μας, οι Γερμανοί με σεβασμό στάθηκαν προσοχή και τους παρουσίασαν όπλα! Και ενώ στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου τα παλικάρια των Μεγάρων, «όλο το άνθος», όπως έλεγε ο στρατηγός Μακρυγιάννης, έδινε τον «υπέρ πάντων αγώνα», στα Μέγαρα τα γυναικόπαιδα δεν έμεναν με σταυρωμένα χέρια. Υπήρχαν δηλαδή και εδώ στα μετόπισθεν αφανείς ήρωες και ηρωίδες. Οι Μεγαρίτισσες έπλεκαν τη μέρα και τη νύχτα στο τρεμάμενο φως του λύχνου, πουλόβερ, κάλτσες, κασκόλ και σκούφους. Τα μάλλινα αυτά, ήταν για τους φαντάρους μας στο μέτωπο. Ήταν βαρύς ο χειμώνας εκείνος με χιόνια και κρύο τσουχτερό.
Στη φωτογραφία που δημοσιεύουμε, στο πρώτο φορτηγό αριστερά, ο μακαριστός Κλεόπας, πρόσκοποι και ο μπάρμπα Παναγής Κουλουριώτης, ο ιδιοκτήτης του φορτηγού «Τσουράπα», όπως το έλεγαν, ίσως γιατί μετέφερε τσουράπια, δηλαδή τις κάλτσες και μάλλινα για τους φαντάρους στο μέτωπο. Τα φορτηγά μετέφεραν τα δέματα στον Ερυθρό Σταυρό από εκεί στο μέτωπο. Στην άλλη φωτογραφία εικονίζονται Μεγαρίτες στρατιώτες σε καφενείο της Κορυτσάς. Αριστερά ο Κ. Βαρελάς, δίπλα του ο αείμνηστος γιατρός Δ. Μπερδελής, αξιωματικός υγειονομικού και αριστερά του ο Ν. Παπαηλίας.
Μετά από κάθε νίκη των Ελληνικών όπλων, χτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες των εκκλησιών στα Μέγαρα και τα πιτσιρίκια έτρεχαν στους δρόμους φωνάζοντας «πήραμε το Τεπελένι», «Πήραμε την Κορυτσά». Ακόμη και στα βουρκωμένα μάτια τότε των χαροκαμένων γυναικών, έβλεπες μια συγκρατημένη έκφραση ικανοποίησης για τις νίκες μας. Από τα μικρά παιδιά μέχρι και τους ηλικιωμένους όλοι και όλες με μια ψυχή ενωμένοι στον κοινό αγώνα για τη λευτεριά. Τραγουδούσαν με μεγάλο ενθουσιασμό «ακόμη και στη Ρώμη, θα υψώσουμε σημαία Ελληνική!» Και νικούσαμε τότε τους εισβολείς Ιταλούς και .. Αλβανούς.
Όταν ο λαός είναι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ενωμένος και όχι ΜΟΝΟ στα λόγια κάτω από κομματικά μπαλκόνια, δεν είναι ποτέ νικημένος. Σήμερα ο λαός μας είναι διχασμένος και ο Θεός να βάλει το χέρι του.
ΠΑΡΑΘΥΡΟ 1940: Τρεις Μεγαρίτες στρατιώτες φωτογραφίζονται πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο.