γράφει ο Δημήτρης Γεωργακής,
Λογιστής, Σύμβουλος Επιχειρήσεων[clear]
Ο επιχειρηματικός και μη κόσμος περιμένει την έναρξη των προγραμμάτων επιδοτήσεων προκειμένου είτε να στηρίξει τα σχέδια των επιχειρήσεων τους είτε να δημιουργήσει νέες ως διέξοδο στη οικονομική κρίση. Καθώς το γνωστό ΕΣΠΑ αποτελεί το τέταρτο πακέτο Ευρωπαϊκών Επιδοτήσεων τα τελευταία 25 χρόνια, σκόπιμο είναι να κριθεί τόσο για τις ευκαιρίες που δίνει όσο και για τις παγίδες που κρύβει για τις επιχειρήσεις. Η νέα μορφή επιδοτήσεων αφορά τόσο τα πάγια που χρειάζεται μια επιχείρηση (εξοπλισμός, επίπλωση, μεταφορικά μέσα κ.α.) όσο και λειτουργικά έξοδα (ενοίκιο, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, αμοιβές λογιστικής και νομικής υποστήριξης κ.α.).
Σε κάθε περίπτωση η λήψη μιας επιδότησης σημαίνει ανάληψη συγκεκριμένων υποχρεώσεων. Στην πρώτη περίπτωση, που αφορά την επιδότηση για πάγιο εξοπλισμό, η βασική υποχρέωση είναι η διατήρηση του εξοπλισμού για ένα χρονικό διάστημα συνήθως 3-5 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι η επιχείρηση δεν μπορεί να πουλήσει κάποιον εξοπλισμό όταν κρίνει ότι αυτός είναι περιττός και το κεφάλαιο της λιμνάζει. Το πρώτο συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η επιχείρηση πρέπει να επιλέξει με προσοχή την έκταση του πάγιου κεφαλαίου που θα ξοδέψει προκειμένου να εκσυγχρονιστεί και να επεκταθεί. Έχει παρατηρηθεί ότι αρκετές επιχειρήσεις αγόρασαν υπερβολικό εξοπλισμό για τις παραγωγικές τους ανάγκες, με αποτέλεσμα να δεσμεύσουν κεφάλαιο που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν πιο αποδοτικά.
Στην δεύτερη περίπτωση της κάλυψης λειτουργικών εξόδων, η επιχείρηση επίσης δεσμεύεται να διατηρηθεί για επιπλέον διάστημα μετά τη λήξη της επιδότησης για μικρότερο όμως διάστημα. Η παγίδα στην περίπτωση αυτή είναι προφανώς η δημιουργία μιας επιχείρησης που θα έχει μεγάλα λειτουργικά έξοδα, μόνο και μόνο για να καλυφθεί το ανώτατο ποσό της επιδότησης. Υπάρχει λοιπόν ο άμεσος κίνδυνος της δημιουργίας μια επιχείρησης η οποία για το διάστημα για το οποίο θα πρέπει να διατηρηθεί, να έχει τόσο μεγάλα λειτουργικά κόστη στα οποία πιθανώς να μην μπορεί να ανταποκριθεί και να οδηγηθεί στο κλείσιμο.
Και στις δυο περιπτώσεις που αναλύθηκαν, το συμπέρασμα είναι κοινό. Η δημιουργία ή ο εκσυγχρονισμός και επέκταση μιας επιχείρησης πρέπει καταρχάς να βασίζεται στην ύπαρξη ενός βιώσιμου και ρεαλιστικού επιχειρηματικού σχεδίου και όχι να βασίζεται στη λήψη η μη μιας επιδότησης. Η λήψη της πρέπει να είναι μια βοηθητική απόφαση που θα πάρει μια επιχείρηση, αλλά όχι το κύριο κίνητρο της.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η ύπαρξη ενός ρεαλιστικού και βιώσιμου επιχειρηματικού σχεδίου στις μέρες της οικονομικής κρίσης – ιδιαίτερα σε τοπικές οικονομίες όπως η δικής μας – πρέπει να δίνει έμφαση σε δύο σημεία: α)την βελτίωση της σχέσης ποιότητας τιμής των παρεχόμενων αγαθών ή υπηρεσιών και β) τις συνέργειες. Η καλή σχέση ποιότητας τιμής είναι κομβικό σημείο για διατήρηση και αύξηση του πελατολογίου σε μια εποχή έντονου ανταγωνισμού και ευάλωτων αγορών. Οι συνέργειες από την άλλη, ως εσωτερική στρατηγική της επιχείρησης, θα οδηγήσουν την ισχυροποίηση μικρών επιχειρήσεων απέναντι στον ανταγωνισμό μεγάλων αλυσίδων, αλλά και στην επίτευξη οικονομιών κλίμακας. Τα σημεία αυτά δεν είναι κάτι καινούργιο για τη λειτουργία των επιχειρήσεων, όμως παρατηρείται ότι σε τοπικές αγορές, οι πολιτικές αυτές να αντιμετωπίζονται με μεγάλη επιφύλαξη από τις επιχειρήσεις. Όμως κρύβουν πολλά ισχυρά πλεονεκτήματα για την επιβίωση σε ένα άγριο και μεταβαλλόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον. Παραδείγματα συνεργειών που θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση σε επιχειρήσεις στην τοπική αγορά, είναι μεταξύ των παραγωγών αγροτικών προϊόντων για να αντιμετωπίσουν την κατακερματισμένη παραγωγή, ή των μικρών επιχειρήσεων εμπορίας τροφίμων και χαρτικών δημιουργώντας έναν ισχυρό φορέα που θα μπορεί να ανταγωνιστεί, σε ποσότητα και τιμές προσφερόμενων αγαθών, τις μεγάλες αλυσίδες super market. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι όλοι οι συμπολίτες θα στήριζαν μια τέτοια προσπάθεια αν αυτή γινόταν με σύγχρονο τρόπο και σε μεγάλη έκταση. Επίσης οι συνέργειες μεταξύ φαρμακείων σε επίπεδο προμηθειών θα μπορούσε να ανταγωνιστεί την επικείμενη άνοδο του ανταγωνισμού από τις αλυσίδες που θα αξιοποιήσουν το άνοιγμα της αγοράς, το οποίο θα δεν θα μπορεί να αντιμετωπιστεί με στρατηγικές εσωστρέφειας.
Συμπερασματικά, η στροφή προς μια υγιή τοπική επιχειρηματικότητα που τόσο είναι αναγκαία, δεν πρέπει να βασίζεται σε ξένες παροχές(οι οποίες είναι και επιστρεπτέες) όπως μια επιδότηση, αλλά στην αξιοποίηση σύγχρονων μέσων όπως ένα βιώσιμο επιχειρηματικό σχέδιο με την επιλογή της κατάλληλης στρατηγικής και τη δημιουργία συμμαχιών που θα αξιοποιήσει το πλεονέκτημα της προσωπικής επιχειρηματικότητας (σε τοπικό επίπεδο) έναντι της απρόσωπης αλυσίδας.