Γράφει ο Στέλιος Γκίνης
Στα λόγια και στη θεωρία συμφωνούν οι περισσότεροι, αλλά στην πράξη… δυσκολεύονται και ψάχνουν δικαιολογίες. Φεύγουν όμως γρήγορα τα χρόνια, γι’ αυτό άμα περιμένεις να γεράσεις για να καταλάβεις πόσο μικρή είναι η ζωή, τότε θα την έχεις σπαταλήσει και είναι κρίμα. Τις περισσότερες φορές η δυστυχία μας, βρίσκεται στην αγωνία μας να αποκτήσουμε διάφορα ή να γίνουμε κάτι άλλο, από αυτό που είμαστε τώρα και στην απληστία μας . Αυτός είναι ο λόγος που το ΙΔΙΟ εισόδημα σε άλλους φαίνεται ΛΙΓΟ και σε άλλους ικανοποιητικό.
Το εισόδημα ή ο μισθός μας, πρέπει να εξασφαλίζει και αρκετό ελεύθερο χρόνο, για ξεκούραση και ψυχαγωγία. Επίσης το αντικείμενο της δουλειάς, πρέπει να μας ταιριάζει και να μας ευχαριστεί. Όμως τώρα με την οικονομική κρίση και την ανεργία , που έχει κτυπήσει κόκκινο, οι περισσότεροι δε βρίσκουν δουλειά στην ειδικότητά τους και αναγκάζονται να κάνουν δουλειές, που δεν τους αρέσει και δεν τους ταιριάζει. Επίσης πολλοί είναι αυτοί, που αποφασίζουν να γίνουν επιχειρηματίες, αλλά ξεχνούν τις βασικές και απαραίτητες προϋποθέσεις για ένα καλό ξεκίνημα. Και αυτές είναι: μια καλή ιδέα, λεφτά και η σωστή έρευνα αγοράς και ανταγωνιστικότητας.
Στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όταν ξεκινήσει ένας μια επιχείρηση, το κράτος τον ΑΦΗΝΕΙ για δυο ή τρία χρόνια ΑΝΕΝΟΧΛΗΤΟ, για να ορθοποδήσει. Στην πατρίδα μας, εκτός από τη γραφειοκρατία και το «λάδωμα» για το στήσιμο επιχείρησης, ο πρώτος πελάτης είναι η ΕΦΟΡΙΑ!
Η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη θέση σε όλη την Ευρώπη, σε ποσοστά δημιουργίας νέων επιχειρήσεων. Συγχρόνως όμως είμαστε και στην πρώτη θέση σε ποσοστά… αποτυχίας, δηλαδή πρωταθλητές στα λουκέτα!
Στις αρχές του περασμένου αιώνα άνοιξαν στα Μέγαρα τα πρώτα μπακάλικα.
Οι Μεγαρίτες αγόραζαν, όσα δεν μπορούσαν οι ίδιοι να παράγουν. Δηλαδή παστά ψάρια, όπως σαρδέλες και μπακαλιάρο, ταραμά, ζάχαρη, τσάι, κλπ.
Στο μπακάλικο της γειτονιάς του, ο συμπολίτης αγόραζε πολλές φορές και βερεσέ, γιατί δεν κυκλοφορούσε τότε στην πόλη μας το χρήμα.
Αγρότες οι περισσότεροι, περίμεναν από τους εμπόρους να εισπράξουν μετρητά, όταν τους πουλούσαν το στάρι, το κρασί και το λάδι τους. Με τα λεφτά που έπαιρναν από τους εμπόρους, εξοφλούσαν τα …βερεσέδια στο μπακάλικο και αγόραζαν διάφορα «καλούδια» από τους «πραματευτάδες», τους πλανόδιους και τα εμπορικά.
Το 1917 ίδρυσαν οι μπακάληδες της πόλης μας, τον ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΠΑΝΤΟΠΩΛΩΝ ΜΕΓΑΡΩΝ και ήταν οι παρακάτω έντεκα:
Σάββας Πιπέρος, Κωνσταντίνος Σακελλίων, Αριστοτέλης Μπερδελής, Σπυρίδων Βαρελάς, Θωμάς Καλλιάς, Νικόλαος Κάρκας, Δημήτριος Ξάνθης, Στυλιανός Γκίνης-Δόμπρος, Παναγιώτης Δρίτσας, Αθανάσιος Ξεκούκης και Γεώργιος Βασίλαινας.
Από το 1917 έως το 1920 Πρόεδρος Παντοπωλών Μεγάρων ήταν ο Σάββας Πιπέρος και από το 1920-1923 ο Παν. Δρίτσας.