Γράφει ο Στέλιος Γκίνης
Στις 25 Ιανουαρίου του 1833 φτάνει στο Ναύπλιο ο νεαρός βασιλιάς Όθωνας. Δεν είχε συμπληρώσει ακόμη τα δεκαοκτώ του χρόνια και μέχρι το 1835 την Ελλάδα θα την κυβερνούσαν τρεις Βαυαροί αντιβασιλείς. Τον Όθωνα συνόδευε ένας ολόκληρος στρατός Βαυαρών και Γερμανών με τους αξιωματικούς τους, που αριθμούσε 3500 άνδρες!
Στα Μέγαρα τότε, όπως και σε όλη την ελεύθερη Ελλάδα, κυκλοφορούσαν πάνοπλοι καπετάνιοι με λιγοστά παλικάρια τους και οπλαρχηγοί, που ενώ είχε τελειώσει η επανάσταση, ζητούσαν μερίδιο στην εξουσία. Επίσης υπήρχαν και υπολείμματα τακτικού στρατού που είχε ιδρύσει ο Καποδίστριας .Οι Βαυαροί αντιβασιλείς με τα πρώτα διατάγματα ζήτησαν τον αφοπλισμό τους. Πολλοί κατέθεσαν τα όπλα και επέστρεψαν στις αγροτικές τους ασχολίες. Όσοι αντιστάθηκαν , όπως ο Κολοκοτρώνης, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν από τους Βαυαρούς.
Το 1833 λοιπόν το νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο, είχε δέκα νομαρχίες και 42 επαρχίες. Τα Μέγαρα ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας Μεγαρίδος και Σαλαμίνος. Φυσικά τους Νομάρχες και τους επάρχους τους διόριζαν οι Βαυαροί.
Στις 25 του Μάη 1833 από το «Βασιλικόν Επαρχείον» Μεγαρίδος και Σαλαμίνος, ο έπαρχος Θεόδωρος Χοϊδάς κυκλοφόρησε μια εγκύκλιο διαταγή προς τους κατοίκους των Μεγάρων και τους παροίκους. Τους ενημέρωνε ότι θα «επαγρυπνούσε» για να ζουν με ευταξία, ησυχία και ασφάλεια, χωρίς να παρενοχλούνται από κάποιους τεμπέληδες, που ξενυχτούσαν προβαίνοντες σε «μυρίας παρεκτροπάς και ατοπήματα».
Απαγόρευε λοιπόν ο έπαρχος ρητά «από σήμερον και στο εξής» τη δημόσια κατάχρηση κρασιού και τις συμπεριφορές, που απορρέουν από αυτήν, δηλαδή τις ανάρμοστες συμπεριφορές των μεθυσμένων.
Ο έπαρχος, εκτός από την απαγόρευση οινοποσίας στα καπηλειά των Μεγάρων, απαγόρευε και την είσοδο σε αυτά των κληρικών «προς ευωχίαν», για να μη σκανδαλίζουν τους πολίτες.
Τέλος, με την εγκύκλιο αυτή, απαγόρευε ο έπαρχος την κυκλοφορίαν τις νυχτερινές ώρες και συγκεκριμένα, από την ώρα που θα κτυπούσε η καμπάνα της Αγίας Παρασκευής! Από εκείνη την ώρα και μέχρι το ξημέρωμα, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούσε να κυκλοφορήσει κάποιος στους δρόμους και να κρατάει στα χέρια του δάδα αναμμένη.
Oι Μεγαρίτες, τότε το 1833, ανέχθηκαν την αυστηρότητα του έπαρχου Θ. Χοϊδά. Όχι όμως και την ανηθικότητα ενός άλλου έπαρχου, που μέσα στο επαρχείο βίασε μια φτωχή νεαρή Μεγαρίτισσα. Στις 6 Μαϊου του 1892, όπως έγραψε η εφημερίδα «Ακρόπολις», μετά το βιασμό της φτωχής κόρης, οι Μεγαρείς ξεσηκώθηκαν και ξυλοκόπησαν τον Έπαρχο. Ο Μ. Μπεναρδής στη σελίδα 223 του βιβλίου του «Μεγαρείς και Δερβενοχωρίται» γράφει σχετικά: «Αυτός ο έπαρχος έφαγε τόσο ξύλο, από ους Μεγαρείς, που έγινε παροιμία η φράση: θα φας όσες έφαγε ο έπαρχος».
Ο Όθωνας μετά το 1835 και αφού πήρε γυναίκα του την Αμαλία, έκανε τακτικές επισκέψεις στα Μέγαρα. Υπάρχει μάλιστα και μια γκραβούρα, που παριστάνει τον Πύργο, επάνω στη Μάνη στο λόφο του Αγίου Δημητρίου ή Αλκάθους, όπου έμεινε ο βασιλιάς Όθωνας στα Μέγαρα ενώ απέξω η φρουρά των Βαυαρών, είχε ανάψει φωτιά.
Αφορμή γι΄αυτό το άρθρο, ήταν ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «Δημοκρατία» στις 4-6-2018 του Ε. Σκιαδά με τον τίτλο «Απαγόρευση της κυκλοφορίας στα Μέγαρα λόγω των καπηλειών». Την εφημερίδα μου την έδωσε φίλος συμπολίτης και τον ευχαριστώ.