Στην περίοδο που ξέσπασε η οικονομική ύφεση, ως απόρροια πολλοί οικονομικοί κλάδοι της Ελλάδας επλήγησαν. Ένας τομέας, όμως, που τα τελευταία έτη είχε υποβαθμιστεί και θα μπορούσε να δώσει ανάσα στα οικονομική εξαθλίωση της χώρας μας είναι ο πρωτογενής τομέας, δηλαδή ο παραγωγικός τομέας δραστηριοτήτων με αντικείμενο την απόκτηση ή απόσπαση αγαθών (πρώτων υλών) άμεσης ή έμμεσης κατανάλωσης, κατ’ ευθείαν από την φύση.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα, που λόγω του εδάφους της και του κλίματός της, είναι εκ φύσεως μια χώρα που έχει τη δυνατότητα μιας μεγάλης αγροτικής, αλλά και γενικά αποδοτικής πρωτογενής παραγωγής. Παρόλα αυτά, όσον αφορά τον αγροτικό τομέα, είναι προφανής και πολλαπλή η ευθύνη της πολιτείας απέναντι στη μερική απαξίωση του τομέα αυτού. Πως όμως; Υιοθέτησε την πολιτική των επιδοτήσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μέσο χάραξης της αγροτικής πολιτικής, αλλά μονομερώς .Η Ελλάδα, ως μέλος κράτος της Ε.Ε δέχτηκε κατά το παρελθόν επιδοτήσεις τις οποίες ο αγροτικός παραγωγικός κόσμος χρειαζόταν απαραίτητα για την ενίσχυση της παραγωγικής διαδικασίας. Μία επιδότηση, εξηγώντας την έννοια απλά, είναι η χορήγηση ενός χρηματικού ποσού σε έναν παραγωγό ώστε να πωλήσει την ποσότητά παραγωγής του σε χαμηλότερη τιμή, η οποία θα είναι ίση με ένα ποσό που θα του επιτρέψει να καλύψει τυχόν προκύπτουσες ζημίες, χωρίς να επιβαρυνθεί ο καταναλωτής με τιμή μεγαλύτερη από τη επικρατούσα στην αγορά.
Εντούτοις, η έλλειψη σχεδιασμού από την πολιτεία και η άγνοια προκειμένου αυτές να αξιοποιηθούν κατάλληλα και στοχευμένα, είναι αισθητή. Ο αγροτικός κόσμος σε πολλές περιπτώσεις τελούσε χωρίς την καθοδήγηση της πολιτείας σε θέματα επιδοτήσεων και χωρίς τη στοιχειώδη ενημέρωση ότι αποτελούν μέσο στήριξης της παραγωγής με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα. Αδιαφόρησε για την αύξηση της παραγωγής και την ενίσχυση της οικονομίας μέσω αυτής ωθώντας τον αγροτικό κόσμο σε λύσεις, επιζήμιες πολλές φορές όπως είναι ο δανεισμός. Αγνόησε τον καταλυτικό παράγοντα για τους αγρότες, της ενημέρωσής τους σε θέματα ανταγωνιστικότητας των προϊόντων τους από άλλες χώρες, ώστε να στραφούν εγκαίρως και σε νέες καλλιέργειες. Πολύ περισσότερο δε, όφειλε να τις επιδοτήσει μετά ελέγχου του τρόπου χρήσης των επιχορηγήσεων.
Τα Μέγαρα, συγκαταλέγοντας και τις ευρύτερες γύρω περιοχές, όπως της Νέας Περάμου, του Αλεποχωρίου, της Κινέτας και άλλων, είναι γνωστά για την παραγωγή του αυγού σε πανελλαδικό επίπεδο, αλλά και για το λάδι, αποτελούν δηλαδή μία πόλη με κατεξοχήν αγροτικό χαρακτήρα και με πολλές ευκαιρίες για «εν δυνάμει» ανάπτυξη. Διακρίνεται από τεράστιες εκτάσεις με ελαιώνες, αλλά και σημαντικό μερίδιο εκτάσεων με αμπελώνες και φιστικιές, ενώ συσπειρωμένα γύρω και κοντά στα προάστια της πόλης βρίσκονται αρκετά πτηνοτροφία. Το λάδι των Μεγάρων χαρακτηρίζεται από αρκετές μελέτες ως «έξτρα παρθένο», δηλαδή χαμηλό και στη σωστή ποσότητα οξέα, και εξάγεται είτε κατεργασμένο είτε ακατέργαστο στη Νότια Ιταλία, πολλές φορές με τόσο καλές κριτικές για την ποιότητά του, όπως της Καλαμάτας, το οποίο είναι φημισμένο. Επίσης, οι Μεγαρίτες παραγωγοί είναι γνωστοί και για τα οπωροκηπευτικά τους προϊόντα, τα οποία πέρα από την πώλησή τους σε λαϊκές αγορές, τα προωθούν και σε αλυσίδες Υπεραγορών(Super Market), αλλά και για τα κοτόπουλά τους, μεταξύ άλλων.
Οι διάφοροι συνεταιρισμοί δε λαμβάνουν δράση ώστε να γίνει η σωστή προώθηση και τοποθέτηση της «μπράντας» της πόλης στο ελληνικό-και όχι μόνο-κοινό· να πωληθούν τα προϊόντα ως «Λάδι Μεγάρων», «Κρασί Μεγάρων» και «Αυγά Μεγάρων», όχι μεμονωμένα, αλλά με μαζικές κινήσεις και ενέργειες συντεχνίας μεταξύ συνεταιρισμών και παραγωγών. Επίσης, μπορούν να γίνουν και εθελοντικές ομάδες μαθητών που να επισκέπτονται και να βοηθούν, σε περιόδους συγκομιδής, παραγωγούς και να έρχονται σε επαφή με τη φύση, κάτι το οποίο έχει διαταραχτεί λόγω της εισαγωγής του Η/Υ στη ζωή των ανθρώπων και η νοοτροπία της ξένοιαστης ζωής. Επιπλέον, μπορεί να δοθεί και η δυνατότητα στους νέους της πόλης να ασχοληθούν με την παραγωγή και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς η νοοτροπία της εργασίας σε γραφείο έχει αποστρέψει τους νέους από την ενασχόληση με θέματα πρωτογενούς παραγωγής, η οποία αποτέλεσε έναν βασικό πυλώνα γαλούχησης γενεών για αρκετές δεκαετίες. Ας μην ξεχνάμε πως οι νέοι, που αποτελούν τον μελλοντικό κινητήριο εργατικό μοχλό της χώρας, μπορούν με τη χρήση της τεχνολογίας και με την απαραίτητη πληροφόρηση να δημιουργήσουν νέες καινοτομίες και πρωτοπόρες ιδέες για ενδυνάμωση και προώθηση της ντόπιας παραγωγής.
Η αγροτική παραγωγή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καλή ποιότητα του εδάφους και την ποιότητα του περιβάλλοντος, που σε περίπτωση εγκατάστασης μονάδας Χ.Υ.Τ.(Χώρος Υγειονομικής Ταφής) θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη του αγροτικού τομέα της πόλης μας με ρυθμό γεωμετρικής προόδου. Επιπρόσθετα, η αγροτική παραγωγή αποτελεί και είδος τουρισμού, καθώς υπάρχουν οι εναλλακτικές περιπτώσεις τουρισμού-αγροτικός τουρισμός- ο οποίος θα είναι σε θέση να γνωστοποιήσει το όνομα της πόλης και τις φυσικές του ομορφιές και να αποκτήσουμε σημαντική μερίδα επισκεπτών. Και βάσει αυτών δημιουργείται το ερώτημα: μπορεί η ορθολογική οργάνωση του πρωτογενή τομέα να αποτελέσει έναν μοχλό ανάπτυξης, marketing και απασχόλησης για τα Μέγαρα;
Εν κατακλείδι, η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα και η αγροτική ανάπτυξη, μπορεί να αποτελέσει πυρήνα εμφύσησης της ανάπτυξης της περιοχής μας, με πολλές θετικές συνέπειες, αρκεί η Πολιτεία, αλλά και εμείς ως πολίτες, να φροντίσουμε στην εφαρμογή της ορθολογικής πρακτικής, προσεγμένης και μαζικής δημιουργίας, ώστε από αυτόν τον τομέα να επηρεαστούν και άλλοι. Ακόμη, πολλοί νέοι που έχουν εγκαταλείψει την ενασχόληση με τον πρωτογενή τομέα, μπορεί να αρχίσουν να ασχολούνται ξανά και να εφαρμόζουν νέες και καινοτόμες ιδέες που θα άγουν σε μία νέα σελίδα για την όμορφη πόλη μας, ενώ παράλληλα μπορεί σε επόμενο στάδιο να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Το θέμα της ανάπτυξης του πρωτογενούς τομέα δεν αποτελεί θέμα Δημοτικών Αρχών, αλλά πρώτα λήψης πρωτοβουλιών από δυναμικούς ανθρώπους με στόχους.
Κωνσταντίνος Δημητρίου Βασιλείου
Οικονομολόγος Πανεπιστημίου Πειραιά,
M.Sc. Οικονομική & Επιχειρησιακή Στρατηγική