Γράφει ο Στέλιος Γκίνης[clear]
Το αύριο του λαού μας, συνδέεται και εξαρτάται από το σήμερα, όπως το σήμερα από το χθες, ακριβώς σαν τους κρίκους μιας αλυσίδας.
Είναι γραφτό να γίνεται στην περιοχή μας μια ασταμάτητη πάλη, για τη σωτηρία της ελληνικής ψυχής από τους βαρβάρους που την απειλούν με εξαφάνιση.
Όμως τώρα, δεν μας απειλούν με όπλα, αλλά μας εκβιάζουν με το χρήμα που κατέχουν, ενώ οι φτωχοί λαοί στέλνουν εδώ τους πεινασμένους τους!
Ελπίζουμε, ότι με την ΠΙΣΤΗ και τις ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ μας, πάλι θα κρατηθούμε όρθιοι, όπως γίνεται ανέκαθεν, αφού ο κόσμος αυτός δεν είναι δικός μας σύμφωνα με το παραδοσιακό μας τραγούδι, που λέει:
«Σε αυτό τον κόσμο που ‘μαστε
Άλλοι τον είχαν πρώτα,
Σε μας τον παραδώκανε
Τσ’ άλλοι τον καρτερούνε».
Περνούν λοιπόν οι ώρες, περνούν γοργά και τα χρόνια και αφήνουν τα σημάδια τους σε όλους και σε όλα, γιατί από του χρόνου τη φθορά κανένας δε γλιτώνει. Κατά τον Αϊνστάιν, ο χρόνος είναι η τέταρτη διάσταση του χώρου και… διαστέλλεται με την ταχύτητα!
Όμως και οι άνθρωποι, που δεν ξέρουν από θεωρίες της φυσικής, έχουν παρατηρήσει ότι είναι κάποιες ώρες βαρετές, που δεν περνάνε και κάποιες άλλες που φεύγουν σαν αστραπή! Άμα σταθείς, για παράδειγμα, στην ουρά σε μια τράπεζα για μισή ώρα, νομίζεις ότι σταμάτησε το ρολόι σου. Αντίθετα, άμα βρεθείς σε μια ευχάριστη συντροφιά, αναρωτιέσαι «πότε πέρασε κιόλας η ώρα;».
Όμως ο λαός μας ανέκαθεν πίστευε ότι υπάρχουν και κάποιες ώρες, που είναι «κλειδωμένοι» οι ουρανοί και δε σε ακούνε. Είναι λένε, οι «κούφιες ώρες». Όλες τις άλλες ώρες είναι «ανοιχτοί» οι ουρανοί και πρέπει να προσέχεις να μη μελετάς δυνατά το κακό, γιατί μπορεί να σε βρεί.
Οι νέοι βέβαια σήμερα δεν τα πιστεύουν αυτά, αλλά οι πρόγονοί μας τα πίστευαν. Θυμάμαι τη γιαγιά μου τη Δόμπραινα, που είχε ζήσει δυο παγκόσμιους πολέμους και ήταν σε μεγάλη ηλικία, όταν της έλεγα ότι μπορεί να γίνει πάλι πόλεμος, κτύπαγε ξύλο και έλεγε: «Κούφια η ώρα που τ’ ακούει» ή «κλούβια τσ’ άπιαστα». Μη μελετάεις το κακό φωναχτά, μου έλεγε. Εκείνα τα παλιά χρόνια, όπως και σήμερα, οι άνω των εβδομήντα ετών συμπολίτες και συμπολίτισσες αποφεύγουν να αναφέρουν με το όνομά τους τις σοβαρές αρρώστιες, όπως τον καρκίνο και τον λένε «ξορτσισμένο» ή «παλιαρρώστια», κτλ. Αυτές βέβαια είναι προλήψεις, που η επιστήμη δεν τις παραδέχεται. Το περίεργο είναι ότι σήμερα υπάρχουν πολλοί, που ειρωνεύονται όσους πιστεύουν αυτά, αλλά «καλού κακού» οι ίδιοι δεν αρχίζουν μια δουλειά, άμα είναι Τρίτη ή άμα έχει ο μήνας δεκατρείς! Άλλοι πάλι, που δεν πιστεύουν στην «κούφια ώρα», ότν δούνε στο δρόμο τους μαύρη γάτα, το θεωρούν γρουσουζιά. Οι βυζαντινοί εκείνα τα χρόνια δεν έκοβαν τα νύχια τους Τετάρτη και Παρασκευή, ούτε λουζόντουσαν την Κυριακή. Και ο μακαρίτης ο πατέρας μου, επίσης.
Αν με έβλεπε να κόβω τα νύχια μου Παρασκευή, μου έλεγε: «Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις και Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόψεις». Είχαν δίκιο οι παππούδες μας τότε που έλεγαν: «Τι Μέγαρα, τι πόλη; Μια πατρίδα είναι όλη». Αν υπάρχουν «κούφιες ώρες» δεν είμαι σίγουρος, αλλά είναι βέβαιο ότι υπάρχουν αρμόδιοι, που κάνουν τον… κουφό στα αιτήματα τα δίκαια των πολιτών.