Γράφει η Οικονομοπούλου Αγγελική
Απόφοιτος Κλασικής Φιλολογίας ΕΚΠΑ
Πριν μια εβδομάδα παίχτηκε στο Ηρώδειο η παράσταση «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μανόλη Δούνια και Αιμίλιου Χειλάκη με πρωταγωνίστρια τη σύζυγο του, Μαξίμου. Από την αρχή φάνηκε πως η παράσταση δεν είχε δουλευτεί καλά. Οι ηθοποιοί ήταν εντελώς παράφωνοι και το παίξιμο τους αρκετά ερασιτεχνικό. Περιμέναμε , όμως υπομονετικά να παρακολουθήσουμε τη συνέχεια για να μην κακοχαρακτηρίσουμε από τα λόγια και κινήσεις της αρχής. Εμφανίστηκε και η Αντιγόνη λίγο μετά, ή μάλλον ένα κακέκτυπο αυτής. Μια Αντιγόνη κακομοίρα, άβουλη , με μια φωνή που σου προκαλούσε λύπηση γι αυτή την κοπέλα, η οποία καθόλου οίκτο δεν προόριζε ο Σοφοκλής να εμπνέει. Και έπειτα μια άχαρη κίνηση σώματος τη συνόδευε και μια φωνή που κούραζε και διείσδυε άχαρα στα ώτα του θεατή. Ο δε διάλογος της Αντιγόνης με τον Κρέοντα περισσότερο τη «Λάμψη» του Φώσκολου θύμιζε , παρά αρχαία τραγωδία.
Γύρω μου ακούστηκαν σιγανά σχόλια αρνητικά, ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που κοίταξαν αρκετές φορές το ρολόι, πράγμα που κατεδείκνυε την αποτυχία της παράστασης. Κάποια στιγμή το βασανιστήριο τελείωσε με τους ιερόσυλους να χαίρονται και να θεωρούν, πως απέδωσαν το έργο τέλεια και ένα πλήθος από αδαείς και άσχετους να χειροκροτούν και να επευφημούν τον πιο ατάλαντο θίασο και κακοστημένο. Και κάπου εκεί αναρωτήθηκα ,μα πως γίνεται λίγο πριν να ξεφυσάς και να κοιτάς καρτερικά τα λεπτά να περάσουν και ύστερα να επευφημείς; Πώς είναι δυνατόν στο προαύλιο του Ηρωδείου να ρωτάς τους διπλανούς σου ποιο είναι το έργο και τι πραγματεύεται και ύστερα να συγκλονίζεσαι από μια μετριότητα;
Βέβαια, αντίστοιχα συναισθήματα και σκέψεις με περιέβαλαν και όταν παρακολούθησα πέρυσι την «Μήδεια» στην Επίδαυρο με πρωταγωνίστρια τη Ναυπλιώτου, που ήταν ενδεδυμένη με ένα κομπινεζόν και ο χορός τραγουδούσε, σαν να ήταν σε συναυλία των Scorpions ,με συνοδεία ηλεκτρικής κιθάρας και σαξοφώνου, ή στην Ειρήνη του Αριστοφάνη με πρωταγωνιστή τον Πανούση και σε άλλες πολλές, που τα τελευταία χρόνια αμαυρώνουν τον ιερό χώρο της Επιδαύρου και ατιμάζουν τη μνήμη των τραγικών και σατιρικών ποιητών. Καθώς μάθαμε να ντύνουμε την αμάθεια με τα πολύχρωμα πέπλα, ενός δήθεν εκμοντερνισμού και σύγχρονης προσέγγισης, θαμπώνοντας το χειραγωγημένο κοινό με περισσότερα φώτα, που πηγάζουν από μια φενάκη.
Άρχισα λοιπόν, να συνειδητοποιώ πως είμαστε πολύ φτωχοί τελικά σαν λαός οι Νεοέλληνες. Φτωχοί όχι από πλούτη και χρήματα, αλλά φτωχοί σε γνώσεις , κουλτούρα και κριτική σκέψη. Και επειδή χαρακτηριζόμαστε από μια γενική γνωστική ένδεια, αλλά και άρνηση ή ανία για να καλύψουμε τα κενά μας, φθάνουμε να θεοποιούμε τις μετριότητες και να τις εξιδανικεύουμε , γιατί απλά δεν μπαίνουμε στον κόπο να τις κρίνουμε, να μάθουμε για αυτά που διαδραματίζονται γύρω μας, αλλά πολύ περισσότερο να αντλήσουμε στοιχεία από το παρελθόν, για να διευρύνουμε το εμβαδόν του ενεστώτα μας.
Γιατί αναρωτιόμαστε αν ο Τσίπρας μας εκπροσωπεί σήμερα, αν η ελίτ αυτού του τόπου είναι δέκα καλοβαλμένοι συστημικοί που πατάνε σε πλάτες πολιτικών κομμάτων και παγκόσμιας εμβέλειας συστήματα μυστικών αδελφοτήτων; Γιατί αναρωτιόμαστε αν η τέχνη έχει χάσει την ταυτότητα της και ο πολιτισμός μας καταρρέει, όπως τα νεοκλασικά στην Πλάκα και στην Πανεπιστημίου; Η απάντηση βρίσκεται στο χειροκρότημα που δίνουμε κάθε φορά στις μετριότητες γύρω μας, μιας και αρνούμαστε να δούμε ή να ανακαλύψουμε την τελειότητα. Εμείς οι δήθεν απόγονοι ενός πολιτισμού και ενός λαού, που δόμησε όλη τη σκέψη, θεωρία και υπόσταση του πάνω στην αρμονία και στην τελειότητα.
Και αφού δυστυχώς φθάσαμε να είμαστε κουτοπόνηροι ανατολίτες με σημαία μας την αμάθεια και την αμορφωσιά, ας πάψουμε να βεβηλώνουμε και καταβαραθρώνουμε τις ιερότητες και αξίες αυτού του τόπου, που κάποτε τις φιλοξένησε. Και αν μέσα στα μύχια των φυλακισμένων μας ψυχών υπάρχει έστω και ένα ψήγμα αξιοπρέπειας και λογικής ας σταματήσει το άλογο μέρος της υπόστασης μας να μας καθοδηγεί, γιατί αν συνεχίσουμε έτσι όχι μόνο θα «παντρευτούμε» τη μετριότητα, αλλά θα γίνουμε η νέα εκδοχή της Περσεφόνης με παραμονή στον Άδη αιωνίως.