Γράφει η Οικονομοπούλου Αγγελική
Φιλόλογος
Ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 η Ιταλία μέσω του πρέσβη της στην Αθήνα, επέδωσε τελεσίγραφο στον Ι. Μεταξά με το οποίο ζητούσε ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Παράλληλα απαιτούσε να της παραχωρηθούν κάποια σημεία στρατηγικής σημασίας, όπως κάποια αεροδρόμια και λιμάνια, που θα βοηθούσαν τις επιχειρήσεις της στην γύρω περιοχή. Ο Μεταξάς απάντησε τότε ένα μεγαλοπρεπέστατο όχι, το οποίο αντανακλούσε και την θέληση του μεγαλύτερου μέρους του λαού, δηλαδή επρόκειτο για μια λαϊκή απαίτηση. Η επέτειος του ΟΧΙ άρχισε να γιορτάζεται από την πρώτη κιόλας χρονιά παρά το γεγονός ότι η χώρα μας τελούσε υπό γερμανική κατοχή. Ο πρώτος επίσημος εορτασμός έγινε στις 28 Οκτωβρίου 1944, όποτε έγινε και η πρώτη παρέλαση παρουσία του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου.
Μέχρι και σήμερα συνεχίζουμε να γιορτάζουμε αυτή την ιστορική απάντηση. Απάντηση στο φασισμό και στη χειραγώγηση. Πρέπει όμως, να γίνει κατανοητό πως οι παρελάσεις δεν αποτελούν μόνο μέσο και τρόπο απόδοσης τιμής σε αυτούς τους ανθρώπους που με αυταπάρνηση έδωσαν μάχη για την ελευθερία των ίδιων και των απογόνων τους, αλλά πρέπει να τονιστεί ότι αποτελεί το πιο ισχυρό κίνητρο ενεργοποίησης του συνειδητού και υποσυνειδήτου μας.
Παρελαύνω δεν σημαίνει περιμένω να βγάλω φωτογραφία, δεν σημαίνει ότι είμαι άριστος μαθητής, δεν σημαίνει ότι στήνομαι για να ανεβάσω σέλφι μετά από λίγο για να με θαυμάσει το κοινό που με ακολουθεί. Σημαίνει πως είτε ως παρελαύνων, είτε ως θεατής αντιστέκομαι σε κάθε είδους φασισμό και υποδούλωση. Πως δεν συμφωνώ ούτε στον εξανδραποδισμό της προσωπικότητας μου, ούτε της χώρας στην οποία κατοικώ. Η παρέλαση εκτός από φόρο τιμής αποτελεί ένα ηχηρό μήνυμα σε κάθε σύστημα που επιθυμεί να χειραγωγήσει το νου και την ψυχή μου, πως θα με βρει αντιμέτωπο και πολέμιο του. Πως είμαι ενάντιος σε κάθε είδος φασισμού, είτε αυτόν των Μ.Μ.Ε, είτε της εκάστοτε κυβερνώσας τάξης και πολιτείας, είτε κάποιου «δυνατού» κράτους ή ενώσεως.
Είναι αντιφατικό να παρελαύνω και την ίδια ώρα να ψηφίζω αυτόν που με θέλει σκλάβο στην ίδια μου τη χώρα, να επαινώ αυτόν που την ξεπουλά, να χειροκροτώ αυτούς που φυλακίζουν ανθρώπινες ψυχές και τις εξευτελίζουν διασύροντας τες πάνω σε διαδρόμους πασαρέλας και σε στούντιο ηχογράφησης. Η επέτειος του ΟΧΙ μας υπενθυμίζει ότι για να είσαι άνθρωπος πρέπει να απαιτείς να ζεις σε μια κοινωνία που θα επιδιώκει με κάθε τρόπο την ύπαρξη και διατήρηση της δημοκρατίας, που θα απαιτεί την αξιοκρατία, θα επιθυμεί ο πολίτης να βρίσκεται στο υψηλότερο σκαλί της κοινωνικής δομής και αρχιτεκτονήματος, θα κατακρίνει και εξευτελίζει κάθε προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης. «ΟΧΙ» σημαίνει απαιτώ πατριώτες πολιτικούς, απαιτώ εκμάθηση της ιστορίας του τόπου μου, απαιτώ αναβάθμιση του πολιτισμού μου και επιδιώκω να διατηρήσω αλώβητη την αξιοπρέπεια μου. Το «ΟΧΙ» αποτελεί σύνθημα μάχης. Μάχης όχι μόνο με τα θηρία που διψούν να κατασπαράξουν κάθε μέλος της ανθρώπινης υπόστασης μου, αλλά μάχης και με τα δαιμόνια που λυσσούν να περιβάλουν το συνειδητό μου μέρος και να σβήσουν από το υποσυνείδητο κάθε μορφή μνήμης.
Οφείλουμε να συμμετέχουμε σε κάθε επέτειο με σοβαρότητα , αξιοπρέπεια και πάνω από όλα επίγνωση της σημασίας της ημέρας. Η «παρέλαση» δεν θα πρέπει να εντυπώνεται στο μυαλό μας σαν ημέρα ξεκούρασης, ψηφοθηρικής διαδικασίας, φιλαυτίας, φωτογράφισης, αλαζονείας, ανάδειξης τοπικών αρχόντων και σημείο συνάντησης φίλων, αλλά οφείλει να υπενθυμίζει ακόμα και στη σύγχρονη κατοχή στην οποία ζούμε, (διότι υπό γερμανικό ζυγό διανύουμε ακόμα τις μέρες μας), ότι «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά..» και πως γι’ αυτή την αθανασία ο καθείς από εμάς πρέπει να πολεμά καθημερινά.