Θέσεις

H απόκρυψη των θησαυρών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών

[quote]ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ[/quote]

ΜΕΡΟΣ Β’

Σαν ένα πλήθος ‘σαστισμένων μορφών’, τα αγάλματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών περνούν το Νοέμβριο του 1940 από το φως στο σκοτάδι. Από τα βάθρα και τις προθήκες τους κατέρχονται με αυτοσχέδιους ξύλινους και σχοινένιους γερανούς στα ορύγματα που με ιδιαίτερη φροντίδα ανοίχτηκαν μέσα ακριβώς στον εκθεσιακό χώρο του Μουσείου. Το εγχείρημα προϋπέθετε την απερίσπαστη και κοπιώδη εργασία μιας ικανότατης ομάδας επιστημόνων και εργατοτεχνιτών. Όλοι τους άνθρωποι διορατικοί και σπουδαίοι. Ο πόλεμος στα μάτια τους ήταν μια μεγάλη περιπέτεια. Όμως παροντική και παροδική. Δεν είναι ψέμα ότι για τους επιστήμονες της Ιστορίας ο χρόνος γίνεται αντιληπτός σε άλλη κλίμακα. Οι Ναζί και οι καταστροφές που προκαλούσαν τη δεδομένη στιγμή δεν έπρεπε να ανακόψουν την ιστορική πορεία ενός από τους αρχαιότερους πολιτισμούς του πλανήτη. Το πνευματικό φως και το κάλλος των ελληνικών αρχαιοτήτων έπρεπε πάση θυσία να συνεχίσουν το ταξίδι τους από το παρελθόν στο μέλλον.

Για την διεκπεραίωση της αποστολής αυτής συστάθηκε με υπουργική απόφαση η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου και ορισμένους μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου. Εθελοντικά συμμετείχαν ο διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός αρχαιολόγος Allan Wace και o ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, πρωτοετής φοιτητής τότε της Αρχαιολογίας.

Οι πυρετώδεις εργασίες ξεκινούσαν πολύ νωρίς το πρωί και διακόπτονταν την νύχτα. Οι διαδικασίες συντήρησης που πραγματοποιούνταν προετοίμαζαν τις αρχαιότητες για το ενδεχόμενο πολυετούς εγκλεισμού τους στα έγκατα του Μουσείου. Κανείς δεν ήξερε πότε και πως θα τελείωνε ο πόλεμος. Η ομάδα εργαζόταν στα υπόγεια.

Η έφορος Σέμνη Καρούζου αναφέρει «Αν καμιά ζημιά δεν έγινε στα μάρμαρα, παρόλες αυτές τις μετακινήσεις, οφείλεται τούτο κυριότατα στο ότι προϊστάμενος του συνεργείου των εργατών ήταν τότε, έως και στα πρώτα χρόνια ύστερ’ από τον πόλεμο, ο παλαιός, έμπειρος και αφοσιωμένος γλύπτης των ελληνικών μουσείων Ανδρέας Παναγιωτάκης».

Ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης θυμόταν με συγκίνηση το γεγονός «Τον Οκτώβριο του 1940, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, μόλις είχα εγγραφεί στο πανεπιστήμιο, πρωτοετής φοιτητής. Η απόκρυψη είχε ήδη αρχίσει κι εγώ προσέφερα την εθελοντική μου εργασία. Με έβαλαν σε μία από τις αποθήκες, όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω ταναγραίες σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια. Μετά, τη δουλειά συνέχιζε η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί. Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών, και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Όμως τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα… Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια από άμμο. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή».

Τα πήλινα αγγεία και τα ειδώλια σφραγίζονταν μέσα σε ξύλινα κιβώτια και μαζί με τα χάλκινα έργα, τοποθετούνταν σε ημιυπόγειες αποθήκες της επέκτασης του μουσείου προς την οδό Μπουμπουλίνας. Όταν στις αποθήκες η χωρητικότητα εξαντλούνταν από το πλήθος των κιβώτιων, στη συνέχεια οι χώροι αυτοί γεμίζονταν μέχρι την οροφή με στεγνή άμμο. Η χρήση αδρανών υλικών ήταν μεγίστης σημασίας, καθώς αν η τσιμεντένια πλάκα έσπαγε κατά τη διάρκεια βομβαρδισμού, η άμμος θα λειτουργούσε σαν ‘μαξιλάρι’ προστατεύοντας τα κιβώτια και μια ολική καταστροφή θα αποτρεπόταν.

Κάποιες από τις πιο πολύτιμες συλλογές του Μουσείου, όπως τα χρυσά ευρήματα των Μυκηνών, μεταφέρθηκαν στα υπόγεια της Τραπέζης της Ελλάδος με συνθήκες μέγιστης ασφάλειας και μυστικότητας. Το κτήριο αυτό είχε εξ’αρχής κατασκευαστεί με προδιαγραφές καταφυγίου πολέμου. Κι εκεί τοποθετήθηκαν επάλληλες σειρές από αμμόσακους για να αποφευχθεί η οριστική κατάρρευση. Μαζί με τους καταλόγους του Μουσείου τα αντικείμενα παρελήφθησαν από τον ταμία της Τραπέζης στις 17 Απριλίου 1941 όπως αναφέρει το σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής.

Η αποστολή απόκρυψης των αρχαιολογικών θησαυρών της Αθήνας είχε ολοκληρωθεί σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες. Λίγες μέρες αργότερα, στις 28 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί ανεβαίνουν τα σκαλιά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η σύληση των θησαυρών του και η αποστολή τους ως λάφυρα στο Φύρερ ήταν φανερά ο στόχος τους. Όμως όπως γράφει η Καρούζου «Η όψη του μουσείου τον Απρίλη του 1941, γυμνωμένου από όλο το περιεχόμενό του, ήταν μια εικόνα ερήμωσης. Οι τοίχοι γυμνοί, τα δάπεδα πολλών αιθουσών σκαμμένα, οι προθήκες άδειες». Οι Γερμανοί κατακτητές ρωτούν, πιέζουν για απαντήσεις. Οι υπεύθυνοι απαντούν ότι «τα αρχαία είναι εκεί όπου όλοι γνωρίζουν, κάτω από τη γη. Και είναι αλήθεια ότι τα αρχαία είχαν μόλις επιστρέψει ξανά στο χώμα, δηλαδή στη μοναδική κιβωτό του κόσμου στην οποία θα μπορούσαν να παραμείνουν ασφαλή».

Μεγάλο μέρος της πολιτισμικής κληρονομιάς μας διασώθηκε χάρη σε αυτή την δύσκολη και αγωνιώδη προσπάθεια απόκρυψης. Αν στερήσεις από έναν λαό τα μνημεία του, τις αποδείξεις της ιστορικής του πορείας, του στερείς τη συλλογική του μνήμη, την ταυτότητα του. Αρκετοί από τους ανθρώπους που εργάστηκαν σε αυτή την ιδιαίτερη αποστολή πέθαναν κατά τη διάρκεια της κατοχής. Λίγο πριν φύγουν όμως μόχθησαν για να σώσουν το αιώνιο και το μοναδικό κι έγιναν κι αυτοί ήρωες με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο.

samoyrieleftheria_021116
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΑΜΟΥΡΗ ΒΟΡΔΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ- ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Οι άντρες με τις φούστες

Πολεοδομικός σχεδιασμός & γενικό πολεοδομικό σχέδιο (ΓΠΣ) στο Δήμο Μεγαρέων

28η Οκτωβρίου 1940