ΜΕΡΟΣ Α’
Η υποκίνηση ενός επαναστατικού αγώνα είναι μια εξαιρετικά «εύθραυστη» διαδικασία που απαιτεί ως θεμέλιο την οργάνωση και ως αδιαπραγμάτευτο επιστέγασμα τη μυστικότητα. Αν κάποιο από τα στοιχεία αυτά στερείται υπόστασης, τότε όλο το εγχείρημα καταρρέει με δυσάρεστες συνέπειες. Το δόγμα της ελεύθερης ζωής καθαγιάζεται μέσα από τον ένδοξο θάνατο και ντύνεται πάντα με αξίες διαχρονικές που εμπνέουν και συντηρούν την αγωνιστικότητα. Τότε μόνο η θυσία του «εγώ» στο «εμείς», όχι μόνο καθίσταται εφικτή, αλλά απαραίτητη και δικαιολογημένη.
Στα περισσότερα βιβλία Ιστορίας η Φιλική εταιρεία παρουσιάζεται ως το μυστικό σχέδιο τριών εταίρων που εξελίχθηκε σε οργάνωση με μοναδικό στόχο την προετοιμασία και έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα. Ήταν όμως η ίδρυση της εταιρείας μια αυτόβουλη πράξη πατριωτισμού αμιγώς ελληνικής εμπνεύσεως; Υπήρξε η Φιλική η μοναδική ελληνική μυστική οργάνωση με εθνικοαπελευθερωτικό σκοπό; Ποιο ήταν το παρασκήνιο, ιδεολογικό, κοινωνικό ή πολιτικό, που καθοδήγησε τις εξελίξεις και διαμόρφωσε το μεγαλύτερο δίκτυο σύμπραξης και οργάνωσης των Ελλήνων στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία τους;
Η ιστορία της Φιλικής εταιρείας δεν ξεκινά το 1814, αλλά σπέρματα της συναντάμε ήδη την εποχή των Ορλωφικών. Το 1770 πραγματοποιείται ένα κίνημα ανεξαρτησίας των υπόδουλων Ελλήνων υπό την ηγεσία των αδελφών Ορλώφ. Ο Αλέξιος και ο Θεόδωρος Ορλώφ, διοικητές του ρωσικού στρατού, καταφτάνουν στην Πελοπόννησο για να ξεσηκώσουν το Μοριά. Το κίνημα πραγματοποιείται στα πλαίσια του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768-1774. Στη Μάνη η επανάσταση εξελίσσεται θετικά με την κατάληψη του Μυστρά. Τα νέα της πρώτης νίκης διαδίδονται και ανάβουν τη φωτιά του αγώνα στην Κρήτη, στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, αλλά και στην Ήπειρο. Τα Μέγαρα συμμετείχαν δυναμικά στα Ορλωφικά και πλήρωσαν βαρύ τίμημα σε θύματα μετά την ήττα του κινήματος. Το Μάρτιο του 1770 απελευθερώθηκε η Λακωνία και συγκροτήθηκε προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Ψαρό στο Μυστρά. Όμως, η επιτυχία των Ορλωφικών θα κρινόταν στην κατάληψη της Τριπολιτσάς, δηλαδή της Τρίπολης, η κατοχή της οποίας εξασφάλιζε την κυριαρχία σε όλη την Πελοπόννησο.
Τα στρατεύματα του Σουλτάνου, απασχολημένα σε άλλα μέτωπα του ρωσοτουρκικού πολέμου, δεν επαρκούσαν για να μεταβούν στην Πελοπόννησο και να κινηθούν εναντίον των επαναστατημένων ραγιάδων και των Ρώσων υποκινητών τους. Ωστόσο, η Οθωμανική αυτοκρατορία μέσα από αιώνες διοίκησης είχε δημιουργήσει μηχανισμούς για να εξασφαλίζει- ή σε αυτή την περίπτωση να αποκαθιστά- την κυριαρχία της. Με μια στρατηγική κίνηση που θα απέβαινε μοιραία για το απελευθερωτικό κίνημα των Ορλώφ, ο Σουλτάνος στέλνει στην Τριπολιτσά 1000 εμπειροπόλεμους Τουρκαλβανούς μισθοφόρους. Αν και οι Έλληνες επαναστάτες μαζί με τμήμα του ρωσικού στρατού ξεπερνούσαν τους 8000, ωστόσο ήταν άνθρωποι άμαθοι στον πόλεμο πρόχειρα συγκροτημένοι σε άτακτες, ένοπλες ομάδες.
Η μάχη που δόθηκε στα Τρίκορφα στις 29 Μαρτίου 1770 ήταν καθοριστική. Οι Τουρκαλβανοί χρειάστηκαν λιγότερο από μια ώρα για να διασπάσουν και να τρέψουν σε φυγή τους επαναστάτες, ενώ ακολούθησε μεγάλη σφαγή μέσα στην Τρίπολη με περισσότερα από 3000 θύματα, ανάμεσα τους και ο αρχιεπίσκοπός Άνθιμος. Αν και η Πελοπόννησος πλήρωσε το βαρύτερο τίμημα, ο σπόρος της Λευτεριάς είχε φυτευτεί βαθιά στις καρδιές των Ελλήνων και είχε ποτιστεί με το αίμα τον γονιών, των αδερφών και των παιδιών τους. Η ιδέα της επανάστασης δεν εγκαταλείφθηκε. Όμως, τα λάθη έπρεπε να εξεταστούν και να μην επαναληφθούν. Ένα βασικό μειονέκτημα στο πρώτο αυτό κίνημα ήταν η αδυναμία συνεννόησης ανάμεσα στους Ορλώφ και τους ντόπιους. Ενδιαφέρουσα είναι η απόδοση αυτής της αδυναμίας από τον Θανάση Πετσάλη- Διομήδη στο βιβλίο του «Οι Μαυρόλυκοι. Το χρονικό της Τουρκοκρατίας. 1565-1799.» από όπου και το απόσπασμα:
«Πήγε στο λιμάνι, μα ήτανε θάλασσα τα πράματα. Είχανε κατεβεί από τα γύρω χωριά κάπου εκατό αρματωμένοι και φωνάζανε και σουλάτσερναν. Οι Ρούσοι είχανε ξανά τρυπώσει στα καράβια τους. Μιαν αστραπή εφέγγιζε σ’ ολωνών τα μάτια, ακόμα και στων γυναικών τα μάτια, πίσω απ’ τα μισογερτά παραθύρια.
‒ Ακούς εκεί τον κερατά, αφέντη τόνε βάλαμε;
Είχε μαθευτεί, λέει, ότι ο Ορλώφ, ο πρίντζιπας, τους εμίλησε άπρεπα στους Μαυρομιχαλαίους.
‒ Άσκημα; Πώς άσκημα;
‒ Τους διάταξε, λέει… ποιος διατάζει εδώ;… «Τους ανθρώπους σου να διατάζεις», του είπανε κι αυτοί. «Γρήγορα, λέει, να μηνύστε και στους άλλους τους καπετανέους» έτσι διάταξε ο Ορλώφης. Δεν του άρεσε του κυρ-Στέφανου ο τρόπος. Πήρε τον αδερφό του και βγήκανε στη στεριά δίχως άλλη κουβέντα. Τώρα ζητάνε γράμμα της Αυτοκρατόρισσας με την υπογραφή της. «Είμαστε έτοιμοι να σηκωθούμε, μα τα παθήματα μάς γινήκανε μαθήματα», έτσι του είπανε του πρίντζιπα.
‒ Αλλά είπε, λέει, ο πρίντζιπας ότι έρχεται κι ο αδερφός του ο Αλέξης μ’ άλλα καράβια, με στρατό. Γι’ αυτό τσακωθήκανε οι εδικοί μας, μας κοροϊδεύουνε, λέει. Με τέσσερα ή δεκατέσσερα καράβια και με πεντακόσιους ή χίλιους Μοσκοβίτες δε γίνεται τίποτα. Να φέρουνε μπαρούτια, να φέρουνε μπόμπες, άρματα, να φέρουνε και στρατό. Δεν τους πιστεύει πια κανένας τους «Φράγκους» (ήθελε να πει τους «ξένους»).
Τέλος, περάσανε δεκατρείς μέρες, όσο να βρούνε τρόπο να συμφωνήσουνε οι Μανιάτες με τον Ορλώφ.»
Τέσσερις αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας δεν είχαν καταφέρει να εξαλείψουν την ελληνική ταυτότητα, είχαν πετύχει ωστόσο να παγιωθεί ένα κλίμα εσωστρέφειας και απομόνωσης από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη που ευνοούσε το φόβο, τον πιο πιστό σύντροφο της δουλείας. Μόνο το φως της παιδείας θα ήταν ικανό να αποδιώξει τον σκοταδισμό, το φόβο, την αμφιβολία και την ανασφάλεια. Μόνο αν στεκόταν το γένος των Ελλήνων στα πόδια του πνευματικά, θα μπορούσε να αξιωθεί την ελευθερία του όχι με τη μορφή της υποτέλειας ή της επικυριαρχίας, αλλά της απόλυτης και αδιαπραγμάτευτης ανεξαρτησίας. Τα Ορλωφικά απέτυχαν ως επαναστατικό κίνημα προκαλώντας μόνο μια προσωρινή σπίθα ελευθερίας. Όμως, οι Έλληνες αποφασισμένοι να μην εγκαταλείψουν την ελπίδα, αποζητούσαν νέους τρόπους οργάνωσης και διεξαγωγής ενός επαναστατικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Οι πρώτοι μυστικοί ψίθυροι ακούγονται με το τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου και την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ Καιναρτζή το 1774. Η νίκη της Ρωσίας υποχρέωσε την Οθωμανική αυτοκρατορία να δεχτεί μείωση των εδαφών της, αλλά και κάποιους ευεργετικούς για τους Έλληνες όρους. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και μια ρήτρα που αφορούσε στους Έλληνες πλοιοκτήτες. Συγκεκριμένα, κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα της χρήσης της ρωσικής σημαίας από τους Έλληνες πλοιοκτήτες, καθώς και η ναυπήγηση πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος. Όσα πλοία έφεραν τη ρωσική σημαία προστατεύονταν από σημαντικά προνόμια, δέχονταν λιγότερους ελέγχους από τις οθωμανικές αρχές και δεν πλήρωναν τέλη ελλιμενισμού στο Οθωμανικό κράτος.
Η άνθηση της ελληνικής ναυτιλίας που ακολούθησε δεν είχε προηγούμενο, καθώς η Ρωσία επένδυσε σημαντικά στο ελληνικό εμπορικό ναυτικό που ανέλαβε μεγάλο μέρος του διαμετακομιστικού της εμπορίου. Πολλοί έμποροι και πλοιοκτήτες έφυγαν τότε για να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά στο εξωτερικό ιδρύοντας εταιρείες, συνεταιρισμούς και ισχυρές ελληνικές παροικίες. Η οικονομική ελευθερία άρχισε να τροφοδοτεί το μεγάλο σχέδιο για την απελευθέρωση όλου του Γένους. Μέσα σε λίγα χρόνια η εσωστρέφεια είχε ανατραπεί και ο αέρας από την Εσπερία γέμιζε με πλούτο τις τσέπες των τολμηρών Ελλήνων, αλλά και με γράμματα και νέες ιδέες τα παιδιά τους που ζούσαν και μορφώνονταν εκεί. Σύντομα, η ‘μετακένωσις’ όπως ονόμασε ο Αδαμάντιος Κοραής τη μεταλαμπάδευση γνώσεων και ιδεών στο υπόδουλο ελληνικό γένος, θα δημιουργούσε το γόνιμο και σταθερό υπέδαφος που απαιτούσε ο σπόρος της Λευτεριάς για να φυτρώσει και να ριζώσει. Σύντομα, η ανάγκη για τη δημιουργία του οργανωτικού πυρήνα του απελευθερωτικού αγώνα θα οδηγούσε στη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΑΜΟΥΡΗ ΒΟΡΔΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ-ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
ΤΕΛΟΣ Α’ ΜΕΡΟΥΣ