Εκκλησία

Ἐπιτάφιος Θρῆνος

Διὰ χειρὸς Θεοφάνους – Ἱερὰ Μονὴ Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους

Τὰ ἐγκώμια τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς

Ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς εἶναι ὁ παλαιότερος τῆς Εὐρώπης. Ἀναπτύχθηκε ταχύτατα σὲ λίγους αἰῶνες, πλημμύρισε ὅλη τὴν Ἀνατολὴ καὶ ὑπὸ τὸ Ῥωμαϊκὸ ἔνδυμα ἐξεπολίτισε τὴν Εὐρώπη καὶ διὰ τῆς Εὐρώπης ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ ἔγινε παγκόσμιος πολιτισμὸς σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ἀνθρωπίνης δραστηριότητος.

Ἡ Βυζαντινὴ μουσική, ἡ μουσικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ἀναπτύχθηκε κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους, κυρίως στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ἡ Βυζαντινὴ μουσικὴ διαμορφώθηκε ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς μουσικῆς. Ἡ δημώδης Ἑλληνικὴ μουσικὴ περιέχει ὅλους τοὺς ἀρχαίους «τρόπους», ὅπως αὐτοὶ ἀνεπτύχθησαν στὴ συνέχεια στὸ Βυζάντιο, καὶ ἄνθησε κυρίως μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης.

Ὁ Ἑλληνικὸς λαός, κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας, προσέτρεχε καὶ σήμερα προστρέχει στὴ μουσικὴ γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὰ αἰσθήματὰ του.

Τὰ ἐγκώμια, λόγοι ἐπαινετικοί, περιγραφικοὶ τῶν ἀγαθῶν καὶ σπουδαίων πράξεων, ἦσαν γνωστότατα ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα. Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα οἱ ὀφειλόμενες τιμὲς στοὺς νεκροὺς εἶχαν ὁδηγήσει σὲ ἕνα ἐκτεταμένο τελετουργικό. Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς διαδικασίας, ποὺ ὀνομαζόταν «πρόθεσις», γινόταν καὶ ὁ θρῆνος. Στὸ Βυζάντιο ἴσχυαν τὰ ἴδια περίπου μὲ τὶς ἀπαραίτητες ἀλλαγές. Μάλιστα σὲ κάποια περίοδο, ὅταν πέθαινε κάποιος, χρησιμοποιοῦσαν ἐπαγγελματίες μοιρολογίστρες.

Ἡ συνοδευόμενη ἀπὸ μέλος λειτουργικὴ ποίηση ἔχει μακρὰ παράδοση, ἀναπτύχθηκε κατὰ τοὺς πρώτους βυζαντινοὺς χρόνους, κυρίως στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ πρῶτο γνωστὸ ὑμνογράφο τὸν Μέγα Ἀθανάσιο. Αὐτὴ ἡ μουσικὴ διαμορφώθηκε σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ μουσικὴ συνθέτοντας πάρα πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ ἄσματα, μὲ θέματα ἀρχικῶς χωρία τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης καὶ στὴ συνέχεια θελογικὲς καὶ δογματικὲς ἔννοιες, καθὼς καὶ τὸν ἐπὶ τῆς γῆς βίο τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ Ἁγίων.

Ἰδιαιτέρως στὸν βίο τοῦ Ἰησοῦ καὶ κυρίως εἰς τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν του, τὴν ἱερώτερη ὅλου τοῦ ἔτους, ἐπεφύλαξαν οἱ ὑμνωδοὶ τοὺς καλύτερους, μελωδικώτερους, θεολογικώτερους καὶ κατανυκτικώτερους ὕμνους τους.

Τὰ εἰδικὰ τροπάρια ποὺ ψάλλονται τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἐντὸς τῶν ναῶν, εἶναι γνωστὰ ὡς Ἐπιτάφιος Θρῆνος ἢ ἐγκώμια Ἐπιταφίου.

Ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος ἀποτελεῖται ἀπὸ μία μακρὰ σειρὰ τροπαρίων προσόμοιων, τὰ ὁποῖα χωρίζονται σὲ τρεῖς ἐνότητες – στάσεις.

Ἡ πρώτη στάση σὲ ἦχο πλάγιο α’ ἀρχίζει μὲ τὸ ἐγκώμιο «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ κατετέθης Χριστέ…». Ἡ δεύτερη στάση σὲ ἦχο πλάγιο α’ ἀρχίζει μὲ τὸ ἐγκώμιο «Ἄξιον ἐστί, μεγαλύνειν Σὲ τὸν Ζωοδότην…». Ἡ τρίτη στάση σὲ ἦχο γ’ ἀρχίζει μὲ τὸ ἐγκώμιο «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ Σου προσφέρουσι Χριστὲ μου». Κάθε στάση τελειώνει μὲ τὴ δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποῖα συνδέεται μὲ τὴ Θεία βουλὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος νὰ σώσει τὸ «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ κτισθὲν πλάσμα του – τὸν ἄνθρωπο· αὐτῆς τῆς βουλῆς ἐκφραστὴς καὶ συντελεστὴς εἶναι ὁ Ὑιὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὡς συνέχεια τῶν ἐγκωμίων, ἀκολουθοῦν εὐλογητάρια καὶ στιχητὰ ἰδιόμελα, ἐνῷ ὁ ἱερέας θυμιατίζει τὸ ἱερὸ κουβούκλιο τοῦ ἐπιταφίου καὶ ἀπὸ τὶς τέσσερις πλευρὲς του, ὅπου «ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς…». Πάνω στὸν κεντητὸ ἐπιτάφιο ποὺ παριστάνει γυμνὸ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τοποθετημένο, ὅπως ἀκριβῶς πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, τὸ Εὐαγγέλιο, δηλωτικὸ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀποσυνδέεται ποτέ, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὸν λόγο καὶ τὶς ἐντολὲς Του.

Κύρια θέματα τῶν τροπαρίων τοῦ Ἐπιταφίου θρήνου εἶναι ἡ ταφὴ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἀμάρτημα, ὁ θρῆνος τῆς Παναγίας γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ Ὑιοῦ Της – τοῦ Φωτὸς τῶν ὀφθαλμῶν της καὶ τοῦ Ἕαρος τῆς Ζωῆς, ὁ θρῆνος τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς φύσης ὅταν ἀντικρύζουν τὸ φρικτὸ θέαμα τῆς ταφῆς τῆς Ζωῆς καὶ τέλος τό «χαῖρε» ἀπὸ τὸν ἀναστάντα Χριστὸ καὶ τὶς Μυροφόρες γυναῖκες μὲ τὴν παραίνεσὴ Του νὰ διαδώσουν τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως ὡς ἀντίβαρο τοῦ θανάτου.

Γιὰ τοὺς ποιητὲς ποὺ συνέταξαν τὰ ἐγκώμια, λίγα πράγματα μποροῦμε νὰ ποῦμε μὲ ἀσφάλεια. Ἱστορικὰ θεωροῦνται δημιουργήματα λαϊκῆς ἔμπνευσης ποὺ συμπεριλαμβάνονται μὲ διάφορες παραλλαγὲς σὲ κώδικες. Οἱ περισσότεροι τῶν μελετητῶν τὰ τοποθετοῦν στοὺς χρόνους τῶν Παλαιολόγων /1261 – 1453/ δεδομένου ὅτι τὰ χειρόγραφα Τριώδια καὶ τὰ Τυπικὰ τῆς προ-Παλαιολόγειας παραπάνω περιόδου παντελῶς τὰ ἀγνοοῦν. Ἐξάλλου οἱ πολλὲς μετρικὲς ἀνωμαλίες ποὺ παρουσιάζουν μᾶς ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ δημιουργοὶ τους εἶναι πολλοί. Ὅ,τι ὅμως καὶ νὰ συμβαίνει, ὡρισμένα ἀπὸ τὰ τροπάρια τοῦ Ἐπιταφίου ἰδιαίτερα διακρίνονται γιὰ τὴν ἀρχαιότητὰ τους, ὡς ἀντιγραφὴ ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς μαΐστορες τῶν ἀρχαίων ἐγκωμίων πρὸς τὴν Περσεφόνη, ποὺ ψάλλονταν κατὰ τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια καὶ τῶν θρήνων τῆς θλιμμένης μητέρας της, τῆς Δήμητρας.

Τὰ ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου Θρήνου στὰ ἐκκλησιαστικὰ τυπικὰ εἰσήχθησαν περὶ τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος καὶ ἔκτοτε ἀπετέλεσαν τὰ πρότυπα γιὰ τὴ δημιουργία ἐγκωμίων γιὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καὶ ἄλλους Ἁγίους καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι γνωστὰ ὡς «μακαρώνεια» καὶ «μακαριστάρια».

Ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος ἀπὸ θεολογικῆς ἀπόψεως εἶναι ἕνας διαλογισμὸς γύρω ἀπὸ τὴν Πατρικὴ Οἰκονομία τῆς Ἄκρας Ταπείνωσης τοῦ Θεανθρώπου, ὁ ὁποῖος στὰ ἐγκώμια ἀναφέρεται ὡς Κριτής, Ζωοδότης, Φιλάνθρωπος, φῶς λαμπρὸ ποὺ φωτίζει τὸν ἐσωτερικὸ καὶ ἐξωτερικὸ κόσμο μας, προσωποποίηση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ ὡς «ἡ Ζωὴ ἐν τάφῳ», ὡς πλήρης ἔκφραση τῆς εὐγένειας καὶ τῆς ἀνθρωπιᾶς, ὡς Ἐκεῖνος ποὺ κρατάει τὴ γῆ στὴν παλάμη Του, ὡς ὁ πιὸ ὄμορφος ἀπὸ ὅλους τοὺς θνητούς/ ἐδῶ δὲν ἀναφέρεται ὁ ὑμνογράφος στὸ φυσικὸ κάλλος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ στὴ θεότητά Του. Ὁ μητρικὸς θρῆνος τῆς Θεοτόκου ἐπιτείνει τὸν δραματικὸ τόνο, ποὺ αὐτὴ ὡς ἄνθρωπος αὐθόρμητα ἐκφράζεται καλῶντας τὴ φύση νὰ θρηνήσει μαζὶ της: «Ὦ βουνοὶ καὶ νάπαι /δηλ. δασώδεις κοιλάδαι/ καὶ ἀνθρώπων πληθύς, οἴμοι. Κλαύσατε καὶ πάντα θρηνήσατε σὺν ἐμοὶ, τῇ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Μητρί». Ἡ Παναγία Θεοτόκος ἀναφωνεῖ «Ὑιὲ καὶ Θεὲ μου» καὶ σὲ ὅλα τὰ ἐγκώμια ἀκατάπαυστα ἀκούγεται ὁ θρῆνος της αὐθεντικός.

Ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος, ἐκτὸς ἀπὸ θρηνωδία, εἶναι καὶ μία ἐπιθυμία – ἐνέργεια τοῦ πλάσματος – τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἱερώτερη πράξη του νὰ «κρύψῃ ἐν τάφῳ» τὸν πλάστη Του Θεό. Εἶναι ἕνας εὐχαριστήριος ὕμνος γιὰ τὴ συγκατάβαση καὶ τὴ μακροθυμία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο ἀπευθύνουν ὅλοι, ἡ ἄψυχη καὶ ἔμψυχη φύση, οἱ ἄγγελοι, οἱ προφῆτες, οἱ ἄνθρωποι, τὰ πτηνὰ καὶ τὰ εὐγενῆ ζῷα, τὰ ἀστέρια καὶ ὅλα τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὅλα μετὰ τὴ βαθειὰ λύπη καὶ ὀδύνη γιὰ τὸ Θεῖο πάθος καὶ τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη, συμμετέχουν στὸ θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως, ἀπὸ τὴν ὁποῖα θὰ γεννηθεῖ ἡ Ἐκκλησία καὶ θὰ ἐπαναφερθοῦν στὴν πατρικὴ δόξα τὰ πνεύματα τῶν δικαίων. Ἐδῶ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι, παρ’ ὅτι τὰ ἐγκώμια τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς εἶναι ὁ ἐπίσημος θρῆνος τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀποπνέουν τίποτε τὸ καταθλιπτικό. Τονίζουν περισσότερο τὸν θρίαμβο τῆς ζωῆς, προεορτάζοντας τὴν Ἀνάσταση. Ἐξ’ ἄλλου στὶς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἡ θλίψη ἐκφράζεται κυρίως τὴ Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ τὸ πρωί, ἐνῷ στὸν Ἐπιτάφιο Θρῆνο παντοῦ εἶναι διάχυτη ἡ βεβαιότητα τῆς προσωρινότητας τοῦ θανάτου καὶ ὁ ποιητὴς βρίσκει πολλοὺς τρόπους, μέσα ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὸν θρῆνο, νὰ ὁραματιστεῖ τὸ αἴσιο τέλος τοῦ πάθους – τὸν θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως.

Ὡς πρὸς τὴ λογοτεχνικὴ ἀξία τῶν ὕμνων τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, μὲ βεβαιότητα μπορεῖ να λεχθεῖ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὕμνους κατατάσσονται στὸ ὑψηλότερο σημεῖο τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησης. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἰσχύει γιὰ τὰ ἐγκώμια, πολλὰ μέρη τῶν ὁποίων χαρακτηρίζει ἡ ἀτεχνία καὶ ἡ προχειρότητα. Ὅμως σὲ ὡρισμένα μέρη τῶν ἐγκωμίων ἡ ἐκφραστικὴ εὐστοχία συναντᾶται μὲ τὴ θεολογικὴ ἀκρίβεια καὶ ἔτσι δημιουργεῖται μία ποίηση ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν πρωτοτυπία της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ ῥωμαλέα δυνατότητὰ της νὰ ἔλθῃ σὲ ἄμεση ἐπικοινωνία μὲ τὸν πιστό. Ὁ ποιητὴς ἐδῶ ἐπιτυγχάνει μὶα ἀπόλυτη ἠθικὴ καὶ αἰσθητικὴ αὐτάρκεια, μία μέθεξη θρησκευτική, ψυχικὴ καὶ ὄχι ἐγκεφαλική, ἐνῷ ἐνδυναμώνει χωρὶς ἐκρήξεις τὴν καθαρτικὴ δύναμη τῆς ποίησὴς του καὶ τὴ θεολογία ποὺ συνέχει καὶ στηρίζει τὸ ἔργο του, χρησιμοποιῶντας ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα στοιχεῖα: δραματικὸς λόγος – θριαμβευτικὸ στοιχεῖο, ἀθανασία – θνητότητα, χαρά – λύπη, πόνος τοῦ Σταυροῦ – θρίαμβος τῆς Ἀναστάσεως.

Ἐν τέλει, ἐὰν γιὰ τὴν ποίηση τῶν ἐγκωμίων μποροῦν νὰ διατυπωθοῦν ὡρισμένες ἐπιφυλάξεις, ἡ περίφημη μουσικὴ τους τὰ διαφοροποιεῖ ἀπὸ τὴ λοιπὴ ὑμνολογία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ἀκολουθιῶν τὴς Ἐκκλησίας μας καὶ ἔτσι διατηρεῖται ἀμείωτος ὁ ὑψηλὸς συναισθηματικὸς τόνος τῶν πιστῶν. –

 

Μέγαρα, Ἀπρίλιος 2016

Γεώργιος Θ. Ἠλίας

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια.
  • Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους.
  • Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἐπιτάφιος Θρῆνος.
  • HORSTBLANK. Εἰσαγωγὴ στὴν ἰδιωτικὴ ζωὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων.
  • TAMARATALBOTRICE. Ὁδημόσιοςκαὶ ἰδιωτικὸς βίος τῶν Βυζαντινῶν.
  • Γουδῆς Ν. Δ. Τὰ μυστήρια τῆς Ἐλευσίνος.
  • DANIELOUJ. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα γίνεται γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ.
  • Τωμαδάκης Ν. Βυζαντινὴ ὑμνογραφία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Οδηγίες για τους προσκυνητές του Αγίου Ιωάννου Μακρυνού

Την παραίτηση του Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Αμφιλοχίου ανακοίνωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο

Ο Μητροπολίτης Καμερούν κ.κ. Γρηγόριος σε ομιλία στα Μέγαρα

Aleka Stamatiadi