Γράφει ο Στέλιος Γκίνης
Μένουν σιωπηλά στους θρήνους μας τα βουνά, τα δέντρα, το φεγγάρι. Μιλάνε τη δική τους γλώσσα και δε μας καταλαβαίνουν. Μόνο οι δικοί μας άνθρωποι αφουγκράζονται τους στεναγμούς μας. Όχι όλοι βέβαια. Οι περισσότεροι αδιαφορούν για τα βάσανά μας, αλλά έτσι είναι οι άνθρωποι. Πάνω από όλα ο εαυτός τους.
Γλυκιά παρηγοριά μπορούμε να βρούμε στη μουσική και γενικά στην τέχνη. Ένα μελωδικό τραγούδι με στίχους, που να εκφράζουν τον καημό μας, θα μας εκτονώσει και θα κάνει το βογκητό μας τραγούδι. Στις ώρες τις καλές και της χαράς μας, ένα τραγούδι θα σφραγίσει αυτές τις μοναδικές στιγμές της ζωής μας με τη μελωδία και τους στίχους του. Κάθε φορά που θα το ακούμε θα ζωντανεύουν οι στιγμές εκείνες, όσα χρόνια και ας έχουν περάσει από τότε!
Προχθές το απόγευμα πήγα κάτω στον Σταθμό του Προαστιακού με το αυτοκίνητό μου να πάρω τη γυναίκα μου, που επέστρεφε από την Αθήνα. Άμα υπήρχε τοπική συγκοινωνία εκείνη την ώρα δεν θα της έκανα αυτό το χατήρι. Όμως δυστυχώς μετά το μεσημέρι και τα Σαββατοκύριακα, το πουλμανάκι του Δήμου δεν κυκλοφορεί. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το ΚΤΕΛ ή αυτοί που έχουν τα τουριστικά πούλμαν δεν βάζουν δρομολόγια κάθε μια ώρα από τον προαστιακό. Δεν τους δίνει άδεια το κράτος, είναι η απάντηση. Μεταξύ μας, ούτε ο Δήμος έχει άδεια για το πουλμανάκι, που είναι για μεταφορά… προσωπικού!
Τέλος πάντων, έφτασε το τραίνο στο Σταθμό στις επτά παρά τέταρτο. Μαζί με τη γυναίκα μου, κατέβηκε και μια ηλικιωμένη, που δεν την περίμενε κανείς στο Σταθμό και την πήραμε να την ανεβάσουμε στα Μέγαρα. Μέσα στο αυτοκίνητο ανταλλάξαμε τις τυπικές κουβέντες, όπως «Έφτιαξε ο καιρός» και τα παρόμοια.
Φτάνοντας στο δρόμο της Πάχης, άνοιξα το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, που εκείνη την ώρα έπαιζε ένα παλιό ωραίο τραγούδι. Η ηλικιωμένη γυναίκα έβγαλε το μαντήλι της και σκούπισε τα δάκρυά της. «Σας συμβαίνει κάτι;» τη ρώτησε η γυναίκα μου, ενώ έκλεινα το ραδιόφωνο. Με φωνή ραγισμένη από συγκίνηση μας είπε ότι αυτό το τραγούδι της θύμισε την ημέρα του γάμου της. Οι οργανοπαίχτες στο γλέντι του γάμου, αυτό το τραγούδι το είχαν πολλές φορές τραγουδήσει. Ήταν το «σουξέ» της εποχής εκείνης, πριν από εξήντα περίπου χρόνια. Ο άντρας της έχει πεθάνει, που έζησε μαζί του ευτυχισμένα χρόνια. Το τραγούδι που άκουσε, ζωντάνεψε τις ευτυχισμένες εκείνες στιγμές της. Σωπάσαμε για να μην ταράξουμε τις αναμνήσεις της. Με την αφορμή αυτή, ο νους μου πήγε πάλι σε εκείνα τα παλιά ωραία χρόνια. Τότε, τραγουδούσανε κάτω από μπαλκόνια τις νύχτες και το φεγγάρι σκάλωνε στης γαζίας το κλωνάρι να ακούσει τους ερωτευμένους νεαρούς.
Τα αξέχαστα εκείνα χρόνια, ζωντανεύουν στις αναμνήσεις μας, όταν ακούμε κάποιο από εκείνα τα ωραία, παλιά τραγούδια. Αλήθεια! Πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια και πόσο λίγη είναι η ζωή μας! Για να το καταλάβεις αυτό, πρέπει να γεράσεις και για να μάθεις τη ζωή δε σου φτάνει μια ζωή.
Όμως έτσι είναι η ζωή κι όποιος δεν τη ζει πικρά μετανοεί, που λέει κι ένα παλιό τραγούδι.