από τη στήλη “ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΑΠΗΧΗΜΑΤΑ”
υπό του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγ. Παρασκευής Μαζίου Μεγάρων, Αρχιμ. Χρυσοστόμου Κουλουριώτη.
Εἰσαγωγικά
Ἡ συνάντησι τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ τόν 1ο μ.Χ. αἰῶνα ἔφερε, ὡς ἐκβλάστημα τήν Ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. τήν Ὀρθοδοξία στή Θεολογία στή Λατρεία καί στήν ἐκκλησιαστική ζωή.
Τῆς σπουδαίας αὐτῆς καί μοναδικῆς στήν ἱστορία συναντήσεως, ἡ ὁποία χώρισε τόν ἱστορικό χρόνο σέ πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν ἐποχή, ἐκβλάστημα τυγχάνει ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει μέν ἰουδαϊκές ρῖζες καί ἀποκτᾶ ὅμως τόν 2ο, 3ο καί 4ο μ.Χ.αἰῶνα σαφεῖς ἑλληνικούς κλώνους γιά νά προεκταθῇ στόν κόσμο καί στήν ἱστορία, ὡς πρότασι ζωῆς καί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Ὅταν λοιπόν, ὁ σεπτός Συγγραφεύς τοῦ παρόντος λέγει ἑλληνική Ὀρθοδοξία ἐννοεῖ “τή μορφή ἐκείνη κατανοήσεως καί βιώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ, πού προῆλθε ἀπό τήν προσπάθεια τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας νά ἐκχριστιανίσουν τόν Ἑλληνισμό, νά δώσουν δηλαδή νέες ἀπαντήσεις, προερχόμενες ἀπό τή χριστιανική πίστι, στά μεγάλα καί θεμελιώδη ἐρωτήματα, πού ἔθεσε τό ἑλληνικό πνεῦμα”.
Τό οὐσιαστικό αὐτό θέμα πού προέκυψε τότε, τῆς συζεύξεως δηλ. Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ ὑπεράνω παντός ἄλλου, ἔθεσε καί διεξοδικά οἰκοδόμησε ἀσχοληθείς ἐμβριθῶς καί μετά ἐπιστημονικότητος, ἀλλά καί ἔλυσε μετά σοφίας ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου κ. Ἰωάννης, μέ τήν πασίγνωστη καί πολυσυζητημένη ἱστορικοδογματική θεολογική πραγματεία Του μέ τίτλο: “ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ, Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΟΣΜΩΝ”, πού ἀποτελεῖ κλασσικό γιά τήν θεματολογία του κείμενο, βασικό καί ἀφετηριακό γιά τόν ἑρευνητή πρός κάθε περαιτέρω μελέτη τοῦ θέματος.
α. Ὁ ἐκχριστιανισμός τοῦ Ἑλληνισμοῦ
Ὁ Χριστιανισμός γεννιέται μέσα στόν χῶρο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ὁ Χριστός ἐμφανίζεται, ὡς ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας, ὁ ὁποῖος θά φέρῃ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Γεννᾶται, κηρύττει ἀρχικά στούς Ἰουδαίους, καλεῖ τούς Δώδεκα Ἀποστόλους, οἱ Ὁποῖοι ἦταν ἕνας ἀριθμός ἀποκαλυπτικῆς σημασιολογίας συνδεόμενος μέ τήν ἐσχατολογία καί πάνω σ’ αὐτή τή βάσι οἰκοδομεῖ τήν Ἐκκλησία.
Ἄρα, οἱ βάσεις εἶναι μέσα στίς προσδοκίες τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ἀλλά, ἐάν ἔμενε ἐκεῖ ὁ Χριστιανισμός θά εἶχε ὁπωσδήποτε ἐξαφανισθῇ. Ὡρισμένες μάλιστα αἱρέσεις ἰουδαΐζουσες, πού δέν δέχονταν μέ τίποτα τά ἀνοίγματα πρός τόν ἑλληνικό χῶρο, τά ὁποῖα προέτεινε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (π.χ. κατάργησι περιτομῆς κ.λπ.) αὐτοί παρέμειναν ὡς μία αἵρεσι Ἰουδαϊστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπέζησαν γύρω στά 100 χρόνια καί ἐξαφανίστηκαν. Τό μέλλον, λοιπόν, τοῦ Χριστιανισμοῦ θά ἦταν αὐτό, ἄν δέν ἀνοιγόταν πρός τούς Ἕλληνες.
Ἡ ἀνοικτή, λοιπόν, πρός τόν Ἑλληνικό κόσμο Θεολογία, πού κάνει ὁ Ἀπ. Παῦλος, τό ὅτι ἡ Ἀποστολική Σύνοδος τό 49 μ.Χ. τούς δέχεται δίχως περιτομή, αὐτό δίνει φτερά στόν Χριστιανισμό νά ἁπλωθῇ στόν Ἑλληνικό χῶρο. Ἀρχικά, στούς ἁπλούς ἀνθρώπους, ἀλλά εἶναι ἀρκετοί αὐτοί πλέον, ὥστε πρός τό τέλος τοῦ 1ου αἰ. οἱ Ἐκκλησιαστικές Κοινότητες εἶναι ἑλληνικές (ἐξ ἐθνῶν καί ἐξ Ἑλλήνων).
Στόν 2ο αἰῶνα μέ τούς Ἀπολογητές πλέον ὁ Χριστιανισμός περνᾶ στά χέρια τῶν διανοουμένων. Ὁ Χριστιανισμός περνᾶ στά χέρια τῶν διανοουμένων Ἑλλήνων, τῶν φιλοσόφων π.χ. Ἰουστῖνο, Ἀθηναγόρα… Αὐτοί ἀναλαμβάνουν καί διεκπεραιώνουν ἕνα διάλογο μέ τόν Ἑλληνισμό μέ κίνδυνο μάλιστα νά πάρουν πλατωνικά στοιχεῖα εἰς βάρος τῆς Βιβλικῆς παραδόσεως. Τολμοῦν καί κάνουν καί κάποιες ἐκτροπές. Ἀρχίζει, λοιπόν, τότε ἡ Ἑλληνική διανόησι νά ἀσπάζεται τόν Χριστιανισμό καί μετά ἀναπτύσσεται τό λεγόμενο «Πατερικό Ρεῦμα». Ὅλοι μποροῦσαν νά διαλεχθοῦν μέ τούς Ἕλληνες -τούς Ἐθνικούς- στό ἀνώτατο Φιλοσοφικό ἐπίπεδο (π.χ. Ὠριγένης). Παρ’ ὅλα αὐτά ἐκείνη τήν ἐποχή ἔπρεπε νά γίνῃ αὐτή ἡ συνάντησι μέ ὅλα τά ρίσκα της.
Ἡ προσπάθεια τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τόν 3ο καί 4ο μ.Χ. αἰῶνα κυρίως τῶν Καππαδοκῶν λεγομένων Πατέρων ( πού εἶναι καί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες (Βασίλειος ὁ Μέγας, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί Ἰωαάννης ὁ Χρυσόστομος), πού ἑορτάζουμε μεθαύριο) ἦταν νά ἐκχριστιανίσουν τόν Ἑλληνισμό, νά δώσουν δηλαδή νέες ἀπαντήσεις, προερχόμενες ἀπό τή χριστιανική πίστι, στά μεγάλα καί θεμελιώδη ἐρωτήματα, πού ἔθετε τό ἑλληνικό πνεῦμα. Αὐτή ἡ μεγάλη πνευματική διεργασία ἄρχισε, ὅπως προείπαμε, τό δεύτερο μ.Χ. αἰῶνα μέ τούς Ἀπολογητές καί κυρίως μέ τόν Εἰρηναῖο, καί ἔφθασε στό καίριο καί ἀποφασιστικό της στάδιο στόν 4ο αἰῶνα μέ τόν Μ. Ἀθανάσιο καί τούς Καππαδόκες Πατέρες: Βασίλειο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό καί Γρηγόριο Νύσσης.
Τότε κρίθηκαν τά μεγάλα θέματα καί πάρθηκαν οἱ μεγάλες ἀποφάσεις, πού διέπλασαν ὁριστικά τήν Ὀρθοδοξία στούς βυζαντινούς χρόνους. Σ’ ὅλους τούς αἰῶνες πού ἀκολούθησαν μέσα ἀπό τήν Τουρκοκρατία καί ὥς τήν ἵδρυσι τοῦ σύγχρονου Ἑλληνικοῦ κράτους ὁ Ἑλληνικός Λαός ζοῦσε τήν ἑλληνικότητά του μέ τη μορφή τῆς Ὀρθοδοξίας· ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν καί ἡ ἑλληνικότητά του.