Του Χρίστου Γ. Ρώμα
Πάει ο Άλκης, το δεκαεννιάχρονο παλικάρι από τη Θεσσαλονίκη! Έπεσε θύμα της οπαδικής βίας ανεγκέφαλων χούλιγκαν που με ξεχωριστή φρικαλεότητα του αφαίρεσαν τη ζωή. Αλλά ποιοι, επιτέλους, είναι αυτοί οι χούλιγκαν, οι φονιάδες και καταστροφείς του πολιτισμού, που έχουν καταστεί μάστιγα στις σύγχρονες κοινωνίες; Η λέξη έχει την προέλευσή της από οπαδό αθλητικού σωματείου, τον Patrick Hooligan, τον Ιρλανδό εγκληματία με τους πολλούς φόνους, που έδρασε στο Λονδίνο το 1898 και έμεινε ονομαστός για τη φονική του μανία. Έτσι, και ο όρος χουλιγκανισμός πήρα τη σημασία της φανατικής συμμετοχής κάποιων οπαδών αθλητικού σωματείου σε έκτροπα και πράξεις βίας εναντίον οπαδών της αντίπαλης ομάδας. Η μανία, όμως, των χούλιγκαν δεν περιορίζεται μόνο σε πρόσωπα. Στρέφεται και κατά της περιουσίας των αντιπάλων τους, ενώ δεν φείδεται ούτε και αυτής της δημόσιας περιουσίας.
Σήμερα η βία των χούλιγκαν δεν περιορίζεται στα αθλητικά σωματεία. Έχει πάρει έκταση και στρέφεται κατά παντός αντιφρονούντος. Οι κοινωνιολόγοι τονίζουν ότι τα οργανωμένα άτομα που επιδίδονται σε πράξεις βίας, είτε αυτές είναι φόνοι ή και καταστροφές, ορμώνται από κίνητρα ψυχολογικά και ιδεολογικά. Τα ψυχολογικά έχουν να κάνουν με μία ρατσιστική αντίληψη για τη δύναμη και την υπεροχή απέναντι σε όλους τους άλλους, αντιπάλους και μη. Πρόκειται για τη «νιτσεϊκής» προέλευσης εγωιστική αντίληψη ότι οι ισχυροί μπορούν να επιβάλουν τη θέλησή τους στους αδυνάτους ή και να τους συντρίψουν! Η αντίληψη αυτή καλλιεργείται και από ένα πλέγμα μισαλλοδοξίας και μίσους, που εκδηλώνεται ως τυφλή και καταστροφική οργή σε προσωπικό επίπεδο ή και σε ομαδικό. Ορισμένοι ψυχολόγοι, μάλιστα, βλέπουν στη συμπεριφορά αυτή και ένα είδος εξασφάλισης της ύπαρξης απέναντι σε πραγματικούς ή υποθετικούς εχθρούς.
Τα ιδεολογικά κίνητρα συνιστούν μια μορφή «πολιτικής πίστης» με την ευρύτερη σημασία του όρου. Για χάρη αυτής της «πίστης» ή «λατρείας» οι οπαδοί δεν διστάζουν να συγκρουστούν με τους αντιπάλους τους, αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ή και τις συνέπειες. Επιβεβαιώνεται η αντίληψη αυτή περί βαθύτατου βιώματος των οπαδών αθλητικών σωματείων (ή και πολιτικών παρατάξεων) από τα συνθήματά τους: «Ολυμπιακές, θεέ μου», «Εγώ ΕΙΜΑΙ Ολυμπιακός», «Εγώ ΕΙΜΑΙ Παναθηναϊκός». Το «είμαι» συνιστά ταύτιση, αλλά και εξάρτηση της ύπαρξης από τη συγκεκριμένη ομάδα, συγχρόνως, όμως, και βεβαιότητα για την ανωτερότητά της απέναντι στην ανταγωνίστριά της, εναντίον της οποίας (ή και των οπαδών της) επιτρέπεται η σύγκρουση μέχρι θανάτου!
Προέκταση της «οπαδικής πίστης» είναι η «κομματική». Είναι η ιδεολογία που εκτείνεται από την ένταξη των οπαδών της βίας σε κόμμα του Κοινοβουλίου έως και τον αναρχισμό. Κι εδώ κυρίαρχο στοιχείο είναι ο φανατισμός, η παθολογική λατρεία, αλλά και η ρατσιστική αντίληψη υπεροχής απέναντι στον αντίπαλο. Η βία και σ’ αυτόν εδώ το χώρο είναι γνωστή. Από τα εγκλήματα της «17 Νοέμβρη» ως τους σύγχρονους προπηλακισμούς πολιτικών προσώπων. Άλλωστε, και στις περιπτώσεις της πολιτικής οπαδοποίησης κυριαρχεί η ίδια ταύτιση του οπαδού με το κόμμα και η βεβαιότητα της μοναδικής αλήθειας που αυτό εκφράζει. Ας θυμηθούμε κι εδώ κάποια συνθήματα: «Είμαι Νέα Δημοκρατία», «Είμαι ΠΑΣΟΚ», «ΚΚΕ Το κόμμα σου, Λαέ» και πολλά άλλα. Τα συνθήματα αυτά, βέβαια, είναι ανεκτά, όταν λέγονται από απλούς πολίτες που εκφράζουν την κομματική τους ταυτότητα και τίποτα περισσότερο. Όταν, όμως, αποτελούν κραυγές παθολογικής λατρείας για το κόμμα, τότε η πολιτική αντιπαράθεση ξεφεύγει από τα ανεκτά όρια και η επιδίωξη του κομματικού θριάμβου και της συντριβής του αντιπάλου δεν αποκλείουν τη βία. Και, δυστυχώς, τα παραδείγματα λεκτικής χυδαιότητας και υβριστικής αντιπαράθεσης δεν είναι σπάνια. Ακούγονται μέσα στη Βουλή από τους εκπροσώπους του έθνους, αλλά και έξω απ’ αυτήν μεταξύ των φανατισμένων πολιτών!
Να μιλήσουμε και για κάποια αίτια του φαινομένου; Μα, τι να πρωτοαναφέρουμε: τη συχνή βία μέσα στην οικογένεια, που την παρακολουθούν τα παιδιά; Την έλλειψη μορφωτικής αγωγής από το σχολείο, που έχει καταντήσει να είναι ένα ίδρυμα παροχής μιας ξερής γνώσης; Το γεγονός ότι έχει εκλείψει το γνήσιο αθλητικό ιδεώδες, ενώ πολλά στελέχη αθλητικών σωματείων ανέχονται ή «κανακεύουν» τους χούλιγκαν, για να μην τους έχουν απέναντί τους; Ή, τέλος, τον γενικότερο εκτροχιασμό της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία έχει αποδράσει από την παραδοσιακή ηθική;
Όποια κι αν είναι τα αίτια της οπαδικής και πολιτικής βίας –κι απ’ αυτά δεν πρέπει να εξαιρέσουμε το ρόλο που παίζει η τηλεόραση-, ένα είναι το ζητούμενο: να εκλείψουν ή, έστω, να περιοριστούν οι συμμορίες των χούλιγκαν, που έχουν αποβάλει τη συμπόνια και έχουν μετατρέψει το μίσος και τη σκληρότητα σε πηγή ικανοποίησης και απανθρωποποίησης των αντιπάλων τους.