Γράφει η Οικονομοπούλου Αγγελική
Απόφοιτος Κλασικής Φιλολογίας
Οι Έλληνες για να πάνε μπροστά πρέπει να κοιτάζουν πίσω (Καμπούρογλου, 1852-1942). Για να ξεκινήσεις μια επανάσταση, δηλαδή μια γενικευμένη εξέγερση, οφείλεις να ξέρεις ποιος είσαι και γιατί πολεμάς. Πού στοχεύεις και τι επιδιώκεις τελικά. Η ιστορία θα βοηθήσει γι’ αυτό και η παιδεία σου. Όντας συγκροτημένος και με όπλα τη γνώση πρέπει στην πρώτη σειρά να βάλεις τα νιάτα, το μέλλον. Αφού πρώτα τα συμβουλεύσεις με τη σοφία σου, να τα αφήσεις με το θάρρος και τη σιγουριά που τους προσφέρει η νιότη να μπουν μπροστάρηδες, μάχοντας για τα ιδανικά και τις αξίες.
Ήταν αυτή η νεανική άψα τα χρόνια της δικτατορίας που ανέτρεψαν το καθεστώς, όταν κάποιοι άλλοι κατ’ επίφασην αγωνιστές αυτοεξορίζονταν σε ακριβά προάστια ευρωπαϊκών πρωτευουσών ή κάποιοι άλλοι «σπούδαζαν». Ήταν αυτή η πατριωτική οσμή κάποιων νέων που δεν απέστελναν επιστολές κατά την Τουρκοκρατία, αλλά επέστρεψαν στον ελλαδικό χώρο για να συστήσουν τη Φιλική Εταιρεία. Ο Καποδίστριας θυσίασε υπουργικούς θώκους αυτοκρατορίας για να θέσει τα θεμέλια ενός λιλιπούτειου άναρχου νεοσύστατου κράτους.
Είναι εύκολο να κάνει κανείς συστάσεις από την ασφάλεια μιας καλοπληρωμένης θέσης κάπου μακριά, αλλά είναι ακατόρθωτο να θυσιάσεις τη βολή σου.
Παρά το γεγονός ότι τόσοι Έλληνες, που μεμονωμένα σαν νησίδες διαπρέπουν στον τομέα των ελληνικών γραμμάτων και πολιτισμού σφυρίζουν αδιάφορα, όταν σχολεία της διασποράς κλείνουν το ένα μετά το άλλο και αφήνονται μεγάλες ελληνικές κοινότητες στην ακριβή φιλανθρωπία διαφόρων θρησκευτικών ιδρυμάτων και στο έλεος της υποκουλτούρας.
Ίσως βέβαια, να μου διαφεύγει ξανά κάποια επιστολή που δεν έχει δημοσιευτεί σε κανένα «έγκυρο» μέσο μαζικής επικοινωνίας και που μόνο λίγοι τυχεροί είχαν τη χαρά να την αναγνώσουν, αλλά που εγώ όφειλα σύμφωνα με τη δημόσια τοποθέτηση του συμπολίτου μου κ. Ανδρέα Μενιδιάτη να γνωρίζω την ύπαρξή της.
Αλλά ακόμα και αυτή η επιστολή που υπογράφτηκε από τους 205 ακαδημαϊκούς, για εμένα δεν είναι μια επαναστατική πράξη, αλλά ένα «κλείσιμο» υποχρέωσης. Το να μάχεσαι για τα ιδανικά σου δεν θα πρέπει να αποτελεί μια αγγαρεία ή μια τυπική διαδικασία. Την 17η Νοεμβρίου οι φοιτητές του Πολυτεχνείου και των άλλων ανωτάτων σχολών, έθεσαν τα σώματά τους ως τείχος εναντίον της επίθεσης των τανκς, δεν έστειλαν μια επιστολή δέκα σειρών με τις υπογραφές τους. Οι ήρωες του 1821 πάλεψαν σώμα με σώμα με τους εχθρούς δεν έστειλαν επιστολές στα χαρέμια των σουλτάνων. Οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν σύσσωμοι εναντίον των Περσών και τους αντιμετώπισαν έναν προς έναν, δεν έστειλαν απλές ανακοινώσεις. Αλλά ακόμα και αν κανείς το δεχτεί ως μια κίνηση ουσιαστική οφείλω να γνωστοποιήσω, ότι έρχεται και πάλι καθυστερημένη, καθώς οι μη Έλληνες ακαδημαϊκοί, όπως για παράδειγμα οι Γάλλοι, είχαν ήδη ξεσηκωθεί από τις 21/5/16 και όχι τον Οκτώβριο του 2016 καθώς, γονείς και μαθητές Γυμνασίων της Γαλλίας είχαν ήδη ψηφίσει από το Σεπτέμβρη να εγκατασταθούν τα αρχαία Ελληνικά ως βασικό μάθημα στη διδασκαλία τους, πράγμα το οποίο υπάρχει σε γνωστές διαδικτυακές εφημερίδες και όχι μόνο.
Το σημαντικό είναι κανείς να διαβάζει μπρος, αλλά και πίσω από τις γραμμές ενός άρθρου, αναζητώντας το βαθύτερο νόημα, προτού βιαστεί να κρίνει και να στηλιτεύσει. Είναι αυτή η νεανική άψα που οδηγεί κάποιον να μην μείνει ένας απλός θεατής των εγκλημάτων και να μην μπει στο «βούρκο», τη στιγμή που έχει όλες τις δυνάμεις και την ενέργεια να το κάνει. Σημαντικό είναι να θες να μην είσαι πια το πρόβατο ενός ποιμνίου, αλλά και αν είσαι να πας να αντικρίσεις τους «λύκους» κατάματα, μακριά από τους «καλούς» βοσκούς και όχι φυσικά γιατί επιζητάς το χειροκρότημα, άλλωστε αυτό έρχεται όταν κλείνει η αυλαία. Το παν είναι να ανέβεις στη σκηνή και να πάρεις θέση, όχι κομπάρσου, αλλά να προσπαθείς για τον πρωταγωνιστή. Λυπηρό είναι να ζεις και να νιώθεις πως πορεύεσαι και τελικά να συνειδητοποιείς πως ο αγώνας δρόμου σου, σταματάει μόλις πατήσεις το κουμπί “off” του τεχνητού διαδρόμου, αντιλαμβάνοντας πως τελικά δεν έφθασες κάπου, αλλά έμεινες στάσιμος. Καθώς η σοφία σου κρύφτηκε κάτω από τα γκρίζα σου μαλλιά ή στη μελάνη ενός παπύρου, ή στην έδρα ενός πανεπιστημίου.
Ο Μπρεχτ είπε «εσείς οι νέοι άνθρωποι των εποχών που έρχονται και της καινούργιας χαραυγής, πάνω στις πολιτείες, που δε χτίστηκαν ακόμα, και σεις που δε γεννηθήκατε ακούστε τώρα.
Να πείτε εσείς αυτά που δεν ειπώθηκαν.
Να κάνετε αυτά που δεν έγιναν και μένα γρήγορα να με ξεχάσετε, σας παρακαλώ.
Για να μην παρασύρει και σας το δικό μου κακό παράδειγμα.
Μήτε μια υπόδειξη δε θα μπορούσα να σας κάνω.
Γιατί πώς το δρόμο να δείξει
Αυτός που δεν το διάβηκε!».
Υ.Γ. Το άρθρο μου «Έλληνες ή Σκοταίοι» το συνέγραψα στις 17/10 και το έδωσα έπειτα από κάποιες μέρες στην τοπική εφημερίδα, η οποία μπόρεσε να το δημοσιεύσει μετά τις 20/10. Με έκπληξη και απορία διάβασα την κριτική που άσκησε σ’ αυτό ο κ. Μενιδιάτης, τονίζοντας πως χαρακτηρίζομαι από ελλιπή γνώση, τη στιγμή που δεν με γνωρίζει καν, παραθέτοντας την επιστολή των ακαδημαϊκών που δημοσιεύτηκε σε μια όχι τόσο γνωστή ιστοσελίδα στις 19/10. Τα συμπεράσματα δικά σας.