Επιμέλεια κειμένων: Αιμιλία Καραγιώργου-Καλλιά, εκπαιδευτικός, πτυχιούχος Νηπιαγωγός και φοιτήτρια της Ελληνικής Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οι αντίπαλοι
Ιωάννης Μεταξάς (1871-1941): Γόνος ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας από την Κεφαλλονιά ο Ιωάννης Μεταξάς γεννήθηκε στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως έπαρχος. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων (1885-1890) και κατόπιν στη Σχολή Μηχανικών. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 υπηρέτησε στο επιτελείο του τότε διαδόχου Κωνσταντίνου και χάρη στη γνωριμία του μαζί του εξασφάλισε μετεκπαίδευση στη Γερμανία (1899-1903).
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ο Μεταξάς υπηρέτησε σε διάφορες επιτελικές θέσεις, ώσπου το 1910 βρέθηκε υπασπιστής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Κατά την περίοδο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 αλλά και κατά τη διάρκειά τους και μετά τη λήξη τους ο Μεταξάς ανέλαβε διάφορες αποστολές τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό και απέκτησε τη φήμη ικανού επιτελικού.
Με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την έναρξη του εθνικού διχασμού ο Μεταξάς συντάχθηκε με τη βασιλική παράταξη που υποστήριζε την ουδετερότητα της Ελλάδας, ερχόμενος έτσι σε αντίθεση με τον Βενιζέλο, ο οποίος ήθελε τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Λόγω της ανάμειξής του στις αγριότητες που διαπράχθηκαν σε βάρος των βενιζελικών το 1916 (Νοεμβριανά), ο Μεταξάς αποστρατεύθηκε και εξορίστηκε μαζί με άλλους ηγέτες της αντιβενιζελικής παράταξης στην Κορσική, από όπου δραπέτευσε για να εγκατασταθεί στη Φλωρεντία. Από εκεί βρισκόταν πάντοτε σε επαφή με τον βασιλέα Κωνσταντίνο. Στην Ελλάδα καταδικάστηκε ερήμην εις θάνατον.
Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και την άνοδο των αντιβενιζελικών πολιτικών δυνάμεων στην εξουσία ο Μεταξάς επέστρεψε στην Ελλάδα και επανήλθε στο στράτευμα, για να αποστρατευθεί όμως πάλι λίγο αργότερα με τον βαθμό του υποστρατήγου.
Ακολούθησαν η Μικρασιατική καταστροφή, η επανάσταση του 1922 και η αποτυχημένη αντεπανάσταση του 1923, η ανάμειξή του στην οποία ανάγκασε τον Μεταξά να διαφύγει στο εξωτερικό και οδήγησε σε δεύτερη ερήμην καταδίκη του εις θάνατον.
Μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας το 1924 ο Μεταξάς, μόνος μεταξύ των πολιτικών της αντιβενιζελικής παράταξης, αναγνώρισε το νέο πολίτευμα. Το αντάλλαγμα για την πράξη του αυτή ήταν πράγματι δελεαστικό: η αμνήστευσή του. Έτσι ο Μεταξάς επέτρεψε στην Ελλάδα, έγινε μάλιστα, μετά τη δικτατορία του Πάγκαλου, υπουργός Συγκοινωνιών στην οικουμενική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη ως αρχηγός του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων, το οποίο είχε ιδρύσει εν τω μεταξύ και το οποίο εξέλεξε 52 βουλευτές στις εκλογές του 1926.
Το 1928 όμως ο Βενιζέλος επανήλθε στην ενεργό πολιτική και στις εκλογές του ίδιου έτους ο Μεταξάς δεν εξελέγη βουλευτής ούτε ο ίδιος και παρέμεινε ουσιαστικά σε πολιτική ανυπαρξία ως το 1932, όταν έγινε πάλι υπουργός, των Εσωτερικών αυτή τη φορά, στην κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη.
Είχε φθάσει πλέον η ώρα για τον Μεταξά να εκδηλώσει τις πραγματικές του προθέσεις: το 1933 εξέφρασε δημόσια την πεποίθησή του ότι για τα προβλήματα της Ελλάδας η λύση δεν μπορούσε παρά να είναι εξωκοινοβουλευτική. Η ευκαιρία να πραγματοποιήσει τους σκοπούς του τού δόθηκε λίγο αργότερα, με την παλινόρθωση της μοναρχίας, υπέρ της οποίας ο ίδιος είχε ήδη ταχθεί. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, έχοντας επιστρέψει στην Ελλάδα το 1935, τον επόμενο χρόνο διόρισε τον Μεταξά πρώτα υπουργό των Στρατιωτικών και κατόπιν αντιπρόεδρο της υπηρεσιακής κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Ο Δεμερτζής πέθανε στις 13 Απριλίου. Ο βασιλιάς, την ίδια μέρα, διόρισε πρωθυπουργό τον Μεταξά. Λιγότερο από τέσσερις μήνες αργότερα κηρύχθηκε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Η δικτατορία του Μεταξά είχε όλα τα χαρακτηριστικά των καθεστώτων αυτού του είδους, τα οποία δεν ήταν λίγα στην Ευρώπη εκείνης της εποχής. Καθιερώθηκε ο φασιστικός χαιρετισμός, επιβλήθηκε η υποχρεωτική συμμετοχή στις εκδηλώσεις και στις οργανώσεις του καθεστώτος, ιδιαίτερα της νεολαίας με την ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας), οι εορτές και πανηγύρεις έδιναν κι έπαιρναν, η καλλιέργεια της προσωπολατρίας του δικτάτορα έφθανε σε εξωφρενικές υπερβολές.
Στην εξωτερική πολιτική η δικτατορία ταλαντευόταν ανάμεσα σε δύο πόλους. Ο ένας ήταν ο βαθύς θαυμασμός του Μεταξά για τη Γερμανία, ο οποίος τον φλόγιζε από την εποχή της μετεκπαίδευσής του στο Βερολίνο. Ο άλλος ήταν οι υποχρεώσεις του προς τη Μεγάλη Βρετανία η οποία είχε στηρίξει το καθεστώς του. Το δίλημμά του αυτό ο Μεταξάς αναγκάστηκε να το λύσει μόνος του και με τρόπο ασφαλώς οδυνηρό τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, όταν ο πρεσβευτής της φασιστικής Ιταλίας τον ξύπνησε για να του δώσει ιταμό τελεσίγραφο με το οποίο η Ιταλία απαιτούσε ουσιαστικά την άνευ όρων παράδοση της Ελλάδας. Ο Μεταξάς το απέρριψε. Είπε το ιστορικό «Όχι».
Αλλά ο Μεταξάς δεν επέπρωτο να ζήσει πολύ ακόμη. Αν και πρόλαβε να δει τους θριάμβους του ελληνικού στρατού κατά των Ιταλών στην Αλβανία, δεν είδε τους προσφιλείς του Γερμανούς να υποδουλώνουν την Ελλάδα. Ύστερα από σύντομη ασθένεια πέθανε στις 29 Ιανουαρίου του 1941.
Μπενίτο Μουσολίνι (1883-1945): Γιος σιδερά και δημοδιδασκάλισσας ο Μπενίτο Μουσολίνι γεννήθηκε σε χωριό του Φόρλι της επαρχίας Ρομάνια. Φοίτησε σε διδασκαλείο και εργάστηκε για λίγο ως δημοδιδάσκαλος. Ήρθε σε επαφή με το σοσιαλιστικό κίνημα, στις γραμμές του οποίου ανέπτυξε έντονη πολιτική δράση. Το 1914, με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το σοσιαλιστικό κόμμα τον διέγραψε, επειδή ο Μουσολίνι, υποστηρικτής της ουδετερότητας της Ιταλίας στην αρχή, αργότερα μεταβλήθηκε σε κήρυκα της εισόδου της στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.
Όταν η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο, το 1915, ο Μουσολίνι κατατάχθηκε εθελοντής στον στρατό, πολέμησε και τραυματίστηκε βαριά. Μετά την αποστράτευσή του η αλλοπρόσαλλη πολιτική πορεία του Μουσολίνι πήρε την τελειωτική της κατεύθυνση: ο άκρατος συντηρητισμός, ο υπερπατριωτισμός και η απροκάλυπτη εχθρότητα προς τα αιτήματα των εργαζομένων έγιναν πλέον τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής γραμμής του.
Το 1919 ο Μουσολίνι ίδρυσε τον Fascio Italiano di Combattimento, τον Ιταλικό Σύνδεσμο Μάχης. Η πρώτη λέξη της ονομασίας του προέρχεται από τις λατινικές fasces (ενικός fascis), δέσμες ράβδων με έναν πέλεκυ στη μέση, σύμβολα δύναμης και εξουσίας, τις οποίες κρατούσαν οι ραβδούχοι που βάδιζαν μπροστά από τους αξιωματούχους της αρχαίας Ρώμης. Από αυτή τη λέξη προέρχεται και ο όρος φασισμός.
Ωστόσο η απήχηση της κίνησης του Μουσολίνι στις μάζες παρέμενε περιορισμένη. Την κατάσταση αυτή ήρθε να μεταβάλει το επεισόδιο του Φιούμε. Το Φιούμε, λιμάνι κοντά στα ιταλογιουγκοσλαβικά σύνορα, το διεκδικούσαν και οι δύο αυτές χώρες. Η τύχη του συζητιόταν ακόμη στη Διάσκεψη των Παρισίων το 1919, όταν, τον Σεπτέμβριο αυτού του χρόνου, ο διάσημος ιταλός ποιητής Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο, ήρωας του πολέμου και γνωστός για τις εθνικιστικές ιδέες του, ηγούμενος σώματος ατάκτων, κατέλαβε το Φιούμε υπέρ της Ιταλίας. Ο Μουσολίνι έσπευσε να ταχθεί υπέρ του εγχειρήματος του Ντ’ Ανούντσιο, πράγμα που προκάλεσε θόρυβο γύρω στο άτομό του, του κόστισε μάλιστα και σύντομη φυλάκιση. Τελικά ο Ντ’ Ανούντσιο και οι άτακτοί του εκδιώχθηκαν από το Φιούμε, αλλά χάρη σε αυτό το επεισόδιο ο Μουσολίνι και οι φασίστες του είδαν τη δημοτικότητά τους να αυξάνεται αξιοσημείωτα. Η δράση τους απλώθηκε σε όλη την Ιταλία.
Ο Μουσολίνι εκλέχθηκε βουλευτής το 1921, οπότε και μετέβαλε το κίνημά του σε κόμμα, το Εθνικό Φασιστικό. Τη χρονιά εκείνη, εξαιτίας της κοινωνικής αναταραχής και των πολιτικών αντιπαραθέσεων, η Ιταλία είχε φθάσει στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου. Ο Μουσολίνι υποστήριζε από το βήμα της Βουλής την ανάγκη επιβολής δικτατορίας.
Στην πραγματικότητα άλλωστε η Ιταλία ήδη δεν απείχε πολύ από αυτό το σημείο. Οι μελανοχίτωνες (από τα μαύρα πουκάμισά τους) του Μουσολίνι, χρησιμοποιώντας απροκάλυπτες τρομοκρατικές μεθόδους, κυριαρχούσαν πλέον στη δημόσια ζωή έχοντας στην ουσία καταλύσει το κράτος.
Τον Νοέμβριο του 1922, έχοντας λάβει από τον βασιλέα Βίκτωρα-Εμμανουήλ Γ’ την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, ο Μουσολίνι ορκίστηκε πρωθυπουργός. Η Ιταλία είχε πλέον μπει στο δρόμο της απολυταρχίας. Μέσα σε λίγα χρόνια ο Μουσολίνι κατέλυσε τους δημοκρατικούς θεσμούς και επέβαλε στη χώρα του στυγνή δικτατορία φιμώνοντας βίαια κάθε αντιπολιτευτική φωνή και εκδήλωση. Ο Μουσολίνι είχε γίνει πλέον ο Ντούτσε, ο Αρχηγός.
Στην εξωτερική πολιτική ο Μουσολίνι προσανατολίστηκε γρήγορα στην επιθετικότητα και στον επεκτατισμό. Το 1923, με αφορμή τη δολοφονία ιταλού αξιωματικού στην Αλβανία, βομβάρδισε και κατέλαβε για ένα μήνα την Κέρκυρα. Αργότερα, το 1936, εξαπέλυσε απρόκλητη επίθεση κατά της Αιθιοπίας. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη διεθνή κατακραυγή και αποτέλεσε το πρώτο πλήγμα κατά του γοήτρου του Μουσολίνι, το οποίο ως τότε είχε αυξηθεί θεαματικά σε όλη την Ευρώπη. Το 1939 ο Μουσολίνι κατέλαβε την Αλβανία και την προσάρτησε στο βασίλειο της Ιταλίας. Εν τω μεταξύ, το 1936, είχε συνάψει συμμαχία με τη ναζιστική Γερμανία. Στον Μουσολίνι ανήκει ο όρος με τον οποίο έγινε γνωστή αυτή η συμμαχία: Άξων. Μαζί οι δύο χώρες πρόσφεραν αφειδώς στρατιωτική βοήθεια στον στρατηγό Φρανσίσκο Φράνκο, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη νίκη των εθνικιστών επί των δημοκρατικών κατά τον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας (1936-1939).
Η πορεία του Μουσολίνι προς την κατάρρευση άρχισε ουσιαστικά με την επίθεση κατά της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου του 1940. Οι νίκες του ελληνικού στρατού επί των υπέρτερων ιταλικών δυνάμεων απέδειξαν πόσο κούφιες ήταν οι μεγαλομανείς κομπορρημοσύνες του Ντούτσε για το αήττητο του ιταλικού στρατού και πόσο ανεδαφικά τα όνειρά του για αναβίωση του μεγαλείου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Άλλωστε σε όλα τα μέτωπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε όσα πήραν μέρος, οι ιταλικές δυνάμεις επέτυχαν αξιοθρήνητες επιδόσεις.
Τον Ιούλιο του 1943, όταν ο πόλεμος φαινόταν πλέον να έχει κριθεί υπέρ των Συμμάχων, ο Μουσολίνι υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και τέθηκε υπό περιορισμό. Τον διέσωσαν γερμανοί κομάντος, και ο Μουσολίνι επιχείρησε να ανασυστήσει το φασιστικό κράτος στη Βόρεια Ιταλία. Ήταν όμως αργά. Η προέλαση των Συμμάχων προς Βορράν, μετά την απόβασή τους στη Νότια Ιταλία, ανάγκασε τον Μουσολίνι να επιχειρήσει να διαφύγει μεταμφιεσμένος στην Ελβετία. Στις 26 Απριλίου τον συνέλαβαν οι αντάρτες, οι οποίοι ύστερα από δύο ημέρες τον εκτέλεσαν μαζί με την ερωμένη του Κλάρα Πετάτσι. Τα πτώματά τους μεταφέρθηκαν στο Μιλάνο, όπου εκτέθηκαν κρεμασμένα ανάποδα στην κεντρική πλατεία της πόλης.
Η ιταλική επίθεση
Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τα στρατεύματα του Μουσολίνι το 1939 ο κίνδυνος επίθεσης της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας ήταν πλέον ορατός. Από την άνοιξη του 1940 οι ιταλικές προκλήσεις άρχισαν να πυκνώνουν, με κορύφωση τον τορπιλισμό του εύδρομου «Έλλη» στις 15 Αυγούστου 1940 στο λιμάνι της Τήνου.
Ο Ιωάννης Μεταξάς, αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στα φιλογερμανικά αισθήματά του και στις διπλωματικές δεσμεύσεις του απέναντι στους Βρετανούς, επέμενε στην ουδετερότητα της Ελλάδας και προτιμούσε να αγνοεί τις προκλήσεις. Στο ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940, με το οποίο ο Μουσολίνι απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος και τον έλεγχο στρατηγικών σημείων της χώρας, ο Μεταξάς, αντιλαμβανόμενος επιτέλους τα αισθήματα της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων, αντέτεινε το θρυλικό «Όχι».
Η απόφαση του Μουσολίνι να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας ελήφθη στις 15 Οκτωβρίου σε συμβούλιο με τους επιτελείς του και κυρίως με τον υπουργό Εξωτερικών και σύζυγο της κόρης του Γκαλεάτσο Τσιάνο, ο οποίος είχε μεγάλη ανυπομονησία για την έναρξη των εχθροπραξιών εναντίον της Ελλάδας επειδή θεωρούσε ότι αυτός ήταν «ο δικός του πόλεμος», όπως έλεγε. Το οριστικό επιχειρησιακό σχέδιο με την ονομασία «Εmergenza G» προέβλεπε κατάληψη όλης της Ελλάδας σε δύο φάσεις: η πρώτη περιελάμβανε επίθεση για την κατάληψη της Ηπείρου με ταυτόχρονες αποβάσεις σε Κέρκυρα, Κεφαλλονιά και Ζάκυνθο και στη συνέχεια κατάληψη του Αμβρακικού. Μετά την επιτυχία της πρώτης φάσης θα ξεκινούσε η δεύτερη με στόχο τη Θεσσαλία, απ’ όπου οι στρατιωτικές επιχειρήσεις θα προχωρούσαν προς Άρτα, Λαμία, Αταλάντη, Αγρίνιο, Μεσολόγγι, Αθήνα και μετά προς Κόρινθο, Πελοπόννησο και Κρήτη. Το όνειρο του Ντούτσε θα ολοκληρωνόταν με την κατάληψη της Φλώρινας, της Καστοριάς και της Θεσσαλονίκης με ορμητήριο την Κορυτσά.
Παρά τον στρατό 105.000 ατόμων που οι Ιταλοί είχαν στείλει στην Αλβανία, τις περίφημες μεραρχίες με τα ονόματα ιταλικών πόλεων («Βενέτσια», «Φεράρα», «Σιένα», «Πάρμα», «Αρέτσο» κτλ.), την 131η Μεραρχία Τεθωρακισμένων, τους τρομερούς «Κενταύρους» ή την 3η Μεραρχία Αλπινιστών, την περίφημη «Τζούλια», καθώς και τα υπερσύγχρονα για την εποχή τους αεροπλάνα, το όνειρο του Μουσολίνι μεταβλήθηκε σε εφιάλτη.
Προτού ακόμη εκπνεύσει η διορία του τελεσιγράφου της 28ης Οκτωβρίου οι ιταλικές δυνάμεις είχαν διαβεί τα ελληνοαλβανικά σύνορα και είχαν εισβάλει στο ελληνικό έδαφος καταλαμβάνοντας Φιλιάτες και Κόνιτσα και προχωρούσαν προς το Μέτσοβο για να αποκόψουν την Ήπειρο από τη Θεσσαλία. Αν οι Ιταλοί είχαν επιτύχει σε αυτή τη φάση, ίσως η έκβαση του ελληννοΪταλικού πολέμου να ήταν διαφορετική.
Η Ελλάδα απέναντι στην ιταλική υπεροπλία ήταν ουσιαστικά απροετοίμαστη. Το μοναδικό εφόδιό της στην πραγματικότητα ήταν το υψηλό φρόνημα και η ομοψυχία των πολιτών της. Η επιστράτευση εξελίχθηκε σε αληθινό πανηγύρι, άρματα μάχης όμως δεν υπήρχαν ούτε μεταγωγικά. Τα αεροπλάνα ήταν παλιά, σχεδόν άχρηστα, και τα λιγοστά αεροδρόμια εντελώς ανεπαρκή. Όσο για τον εξοπλισμό, υπήρχαν ελλείψεις ακόμη και στα πιο αναγκαία εφόδια. Ωστόσο οι Έλληνες ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν τον εχθρό. Πρώτος στόχος της ιταλικής επίθεσης ήταν η Ήπειρος και η Πίνδος. Εκεί τις πρώτες ημέρες του πολέμου αντιστάθηκαν ηρωικά η VIII Μεραρχία με διοικητή τον Χαράλαμπο Κατσιμήτρο και το Απόσπασμα Πίνδου υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη.
Η μάχη στο Καλπάκι
Ο Κατσιμήτρος είχε αναλάβει την VIII Μεραρχία το 1938 και, αδιαφορώντας για τις αμφιταλαντεύσεις και τις πολιτικές ισορροπίες της Αθήνας, πίστευε ότι αν γινόταν ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας αυτή θα ξεκινούσε από την Αλβανία και επομένως η Ήπειρος θα ήταν ο πρώτος στόχος. Έτσι, αξιοποιώντας με θαυμαστό τρόπο τις μικρές πιστώσεις που του δόθηκαν από την Αθήνα τον Απρίλιο του 1939 και με την εθελοντική εργασία των ντόπιων κατοίκων, ο στρατηγός ετοιμάστηκε να υποδεχθεί τους εισβολείς: έστησε πρόχειρα αντιαρματικά εμπόδια, κατασκεύασε πολυβολεία σε καίρια σημεία και σταυροδρόμια και έκρυψε τα λιγοστά πυροβόλα του σε ορεινές σπηλιές.
Τις πρώτες ημέρες του πολέμου οι Ιταλοί είχαν μερικές επιτυχίες, πολύ μικρές είναι αλήθεια σε σχέση με την ετοιμοπόλεμη υπεροχή τους έναντι των Ελλήνων. Το μέτωπο άνοιξε από τον Γράμμο ως το Ιόνιο. Το σχέδιο του στρατηγού Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, ανωτάτου διοικητή των στρατευμάτων στην Αλβανία, ήταν σχετικά απλό: στο μισό μέτωπο, από το Λεσκοβίκι ως τα γιουγκοσλαβικά σύνορα, οι μεραρχίες “Πάρμα”, “Βενέτσια”, “Πιεμόντε” και “Αρέτσο” θα κρατούσαν την άμυνα. Στο άλλο μισό του μετώπου, από το Λεσκοβίκι ως τη θάλασσα, θα γινόταν η επίθεση με τις μεραρχίες “Τζούλια”, “Φεράρα”, “Κένταυροι” και “Σιένα”. Η μεραρχία “Τζούλια”, αφού θα κατελάμβανε την Πίνδο και θα έκοβε την επικοινωνία ανάμεσα στη Μακεδονία και στην Ήπειρο, θα έφθανε στο Μέτσοβο και θα προχωρούσε για να καταλάβει τα Γιάννενα.
Έτσι το μέτωπο που έπρεπε να υπερασπιστεί η μεραρχία του Κατσιμήτρου εκτεινόταν από την Ηγουμενίτσα ως τις δυτικές πλαγιές της Πίνδου. Με διορατικότητα ο στρατηγός αποφάσισε ότι η αποφασιστική μάχη εναντίον της προέλασης των Ιταλών θα έπρεπε να δοθεί στα στενά του Καλπακίου (Ελαίας). Πίστευε ότι εκεί θα στρεφόταν η κύρια επίθεση των Ιταλών, δεδομένου ότι το Καλπάκι ήταν η κυριότερη δίοδος προς τα Γιάννενα. Με το σχέδιο αυτό δεν συμφώνησαν το Γενικό Επιτελείο Στρατού και ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, αλλά ο Κατσιμήτρος ήταν πεισματάρης και επέμεινε στην άποψή του.
Στις 5.30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, σκοτάδι ακόμη, οι άνδρες τμημάτων της VIII Μεραρχίας είδαν απέναντί τους να ανάβουν χιλιάδες φλογίτσες και αμέσως μετά να σκάνε οβίδες που τίναζαν στον αέρα τα οχυρωματικά έργα του στρατηγού. Οι Ιταλοί είχαν ξεκινήσει με τον “φραγμόν πυρός” ο οποίος προηγείται της επίθεσης. Αμέσως μετά ακούστηκαν οι ερπύστριες των τεθωρακισμένων αρμάτων, των “Κενταύρων”, το κροτάλισμα των πυροβόλων και οι πεζικάριοι της “Σιένα” και της “Φεράρα” ξεχύθηκαν σε πυκνούς σχηματισμούς. Με το χάραμα της πρώτης ημέρας του πολέμου από τις βάσεις στην Αλβανία άρχισαν να απογειώνονται τα ιταλικά αεροπλάνα και να βομβαρδίζουν την Ήπειρο. Μπροστά σε αυτή την τρομερή επίθεση οι άνδρες του Κατσιμήτρου αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς την κύρια γραμμή άμυνας, δηλαδή το Καλπάκι.
Την 1η και στις 2 Νοεμβρίου οι Ιταλοί επιχείρησαν να μπουν στα στενά του Καλπακίου. Οι Έλληνες όμως ήταν αποφασισμένοι να μην τους αφήσουν να περάσουν. Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου τα ιταλικά βομβαρδιστικά εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση. Βομβάρδισαν ακόμη και τα Γιάννενα σκοτώνοντας αμάχους. Το μεσημέρι με έναν “φραγμό πυροβολικού” οι Ιταλοί επιτίθενται με μεγάλες δυνάμεις στο Καλπάκι. Ο Κατσιμήτρος όμως με τους άνδρες του τούς περιμένει. Η ιταλική επίθεση καθηλώθηκε από τα πυρά του ελληνικού πυροβολικού και πεζικού. Ωστόσο οι Ιταλοί με τη βοήθεια ενός τάγματος Αλβανών κατέλαβαν το ύψωμα της Γκραμπάλας, το οποίο, μολονότι βρισκόταν εκτός της αμυντικής περιμέτρου του Καλπακίου, ήταν στρατηγικά απαραίτητο για την έκβαση των επιχειρήσεων γιατί δέσποζε των στενών. Τα ξημερώματα της επομένης το ύψωμα ανακαταλήφθηκε από τους Έλληνες, αλλά μετά από λίγο το ξαναπήραν οι Ιταλοί και μετά πάλι το κατέκτησαν οι Έλληνες. Αυτές οι “καντρίλιες” Ελλήνων και Ιταλών στην Γκραμπάλα συνεχίστηκαν ώσπου έληξε η μεγάλη μάχη στο Καλπάκι.
Στις 3 Νοεμβρίου από τα προκεχωρημένα παρατηρητήρια της VIII Μεραρχίας στάλθηκε στον Σταθμό Διοικήσεως το μήνυμα ότι “εχθρική φάλαγξ αρμάτων εκκινεί επί της οδού από Δολιανά προς Καλπάκι”. Πράγματι, μοιρασμένοι σε δύο φάλαγγες, 30 αρμάτων η μία και 50 αρμάτων η άλλη, οι “Κένταυροι” εφόρμησαν πλησιάζοντας σε απόσταση βολής από τους ταμπουρωμένους Έλληνες που τους περίμεναν.
Οι πρώτες ομοβροντίες από τα ελληνικά πυροβόλα αιφνιδίασαν τους Ιταλούς, οι οποίοι στη συνέχεια δέχθηκαν την επίθεση του “αντιαρματικού συγκροτήματος”, το οποίο απετελείτο από τέσσερα αντιαρματικά όλα κι όλα. Εννέα τεθωρακισμένα άρματα των “Κενταύρων” αχρηστεύονται. Όρθιοι έξω από τα χαρακώματα οι έλληνες στρατιώτες αλάλαζαν “Αέρααα!”, ιαχή που πρωτακούστηκε στο Καλπάκι και έμελλε να τρομοκρατεί τους αντιπάλους καθ’ όλη τη διάρκεια του ελληνοΪταλικού πολέμου.
Ως τις 8 Νοεμβρίου οι Ιταλοί έκαναν πολλές σφοδρές προσπάθειες να καταλάβουν το Καλπάκι και να περάσουν από εκεί. Δεν τα κατάφεραν όμως και στις 9 Νοεμβρίου το πήραν απόφαση ότι το μέτωπο στο Καλπάκι δεν σπάει και υποχώρησαν. Η άρτια σχεδιασμένη επίθεση των Ιταλών εναντίον της Ηπείρου είχε αποτύχει εντελώς.
Η μάχη της Πίνδου
Αλλά το κρίσιμο πρόβλημα της ελληνικής αντίστασης στην επίθεση των ιταλικών στρατευμάτων ήταν η Πίνδος. Οι λιγοστοί άνδρες του Αποσπάσματος Πίνδου με διοικητή τον Δαβάκη ήταν εντελώς ανεπαρκείς για να υπερασπιστούν ένα μέτωπο 70 χιλιομέτρων, από την Κόνιτσα ως το Επταχώρι όπου βρισκόταν και ο Σταθμός Διοικήσεως.
Ο Δαβάκης ήταν καινούργιος στην περιοχή. Είχε αναλάβει τη διοίκηση του τομέα της Πίνδου μόλις δύο μήνες πριν και είχε υπό τις διαταγές του όλα κι όλα τρία τάγματα ή μάλλον δύο, αφού το ένα, στις 28 Οκτωβρίου, βρισκόταν καθ’ οδόν προς το Επταχώρι από τον Πεντάλοφο. Έτσι, όταν τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου εμφανίστηκαν οι αλπινιστές της μεραρχίας “Τζούλια”, σε ένα μέτωπο από τον Γράμμο ως την Κόνιτσα, ο Δαβάκης, εκτός από το πεζικό, διέθετε μόνο έξι διμοιρίες πυροβολικού , ελάχιστα πολυβόλα στους λόχους και ακριβώς μιάμιση ορεινή πυροβολαρχία. Είχε επίσης και δύο σωλήνες όλμων, χωρίς όμως βλήματα, μια και τους όλμους τους μετέφερε το τάγμα που ερχόταν από τον Πεντάλοφο στο Επταχώρι.
Οι ειδήσεις που έφθαναν στο Επταχώρι ήταν απελπιστικές. Τα λιγοστά φυλάκια προκάλυψης που είχε ο Δαβάκης δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον εχθρό, ο οποίος προχωρούσε ακάθεκτος στη διείσδυσή του στην Πίνδο. Τι μπορούσαν να κάνουν οι λίγοι αυτοί στρατιώτες, εκ των οποίων μάλιστα οι περισσότεροι έβλεπαν για πρώτη φορά πόλεμο; Ο Δαβάκης κρατώντας την ψυχραιμία του προσπάθησε να εμψυχώσει τους άνδρες του λέγοντάς τους ότι σε λίγο θα έφθαναν ενισχύσεις. Ωστόσο τις τρεις επόμενες ημέρες (29, 30 και 31 Οκτωβρίου) οι Ιταλοί έμοιαζαν αήττητοι. Από το βόρειο μέρος του μετώπου προσπαθούσαν να ανοίξουν δίοδο προς την Καστοριά, στο κέντρο το 8ο Σύνταγμα της “Τζούλια” ήθελε να περάσει ανάμεσα στον Γράμμο και στον Σμόλικα προς το Κεράσοβο και τη Σαμαρίνα και στα νότια το 9ο Σύνταγμα βάδιζε προς τη Βωβούσα για να φθάσει από εκεί στο Μέτσοβο. Ο Δαβάκης ήξερε ότι μόνο η έγκαιρη άφιξη ενισχύσεων μπορούσε να ανακόψει την προέλαση των Ιταλών και να αποτρέψει την κατάρρευση του μετώπου. Με τις λιγοστές δυνάμεις του προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο ούτως ώστε να φθάσουν οι ενισχύσεις.
Και, σαν πραγματικό θαύμα, χωρίς μεταγωγικά μέσα, με πεζοπορία ατέλειωτων ωρών, νηστικοί και άυπνοι έφθασαν στις 3 Νοεμβρίου στο Επταχώρι οι άνδρες της I Μεραρχίας Πεζικού της V Tαξιαρχίας Πεζικού ενώ ολόκληρη η Μεραρχία Ιππικού είχε αποστολή να ανακόψει την προέλαση των Ιταλών προς το Μέτσοβο. Σημαντικότατη βοήθεια στον αγώνα κατά των Ιταλών στην Πίνδο πρόσφεραν οι γυναίκες των γύρω χωριών. Με απαράμιλλο θάρρος και υπεράνθρωπη προσπάθεια κάλυπταν τις ελλείψεις του στρατού σε μεταγωγικά. Μέσα από δύσβατα μονοπάτια, κουβαλώντας στην πλάτη τους κάσες με πυρομαχικά και όπλα, ανέβαιναν στις βουνοκορφές για να δώσουν τα εφόδια στους μαχομένους.
Στο μεταξύ οι ιταλικές δυνάμεις είχαν ήδη καταλάβει τη Σαμαρίνα και τη Βωβούσα και απείχαν μόλις έξι ώρες με τα πόδια από το Μέτσοβο, το οποίο , αν το έπαιρναν, θα έκοβε την Ελλάδα στα δύο.
Στις 3 Νοεμβρίου ωστόσο οι Ιταλοί κατάλαβαν ότι οι νίκες τους ήταν πρόσκαιρες. Τα τμήματα της “Τζούλια” που είχαν προωθηθεί από το Κεράσοβο προς τη Σαμαρίνα αποκόπηκαν. Προσπάθησαν να ξεφύγουν προς τα Γρεβενά και, όταν συνειδητοποίησαν ότι η δίοδος φυλασσόταν από την Ταξιαρχία Ιππικού, εξαπέλυσαν εναντίον της μια τρομερή επίθεση. Οι ιππείς κινδύνεψαν να αποδεκατιστούν αν δεν επενέβαινε την κατάλληλη στιγμή η μικρή, εξαθλιωμένη αλλά ηρωική Ελληνική Αεροπορία. Την ίδια ημέρα η Ταξιαρχία Ιππικού μπήκε θριαμβευτικά στη Σαμαρίνα. Την επομένη τμήματα της I Μεραρχίας Πεζικού ανακατέλαβαν τη Βωβούσα. Ο δρόμος προς το Μέτσοβο είχε αποκοπεί για τους Ιταλούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν όπως όπως. Ο μόνος δρόμος που τους απέμενε ήταν η οπισθοχώρηση.
Τις επόμενες ημέρες το σφυροκόπημα των Ιταλών από τους Έλληνες συνεχίστηκε και στις 10 Νοεμβρίου τα ράκη της υπερήφανης “Τζούλια” σύρθηκαν προς την Κόνιτσα όπου τους περίμενε η μεραρχία “Μπάρι”, η οποία αρχικά προοριζόταν για την κατάκτηση της Κέρκυρας αλλά το ιταλικό Επιτελείο αποφάσισε να τη στείλει στην Κόνιτσα για να αντιμετωπίσει το φιάσκο των πρώτων ημερών του πολέμου.
Η ελληνική προέλαση στην Αλβανία
Έξαλλος ο Μουσολίνι από την αποτυχία των ιταλικών δυνάμεων αντικατέστησε στη διοίκηση των στρατευμάτων της Αλβανίας τον στρατηγό Πράσκα με τον υφυπουργό Στρατιωτικών Σοντού. Στο μεταξύ ο ελληνικός στρατός, αφού πέταξε τους Ιταλούς έξω από τα σύνορά μας, άρχισε να προελαύνει μέσα στο αλβανικό έδαφος και να καταλαμβάνει τη μία πόλη μετά την άλλη: Κορυτσά (22 Νοεμβρίου), Πόγραδετς (30 Νοεμβρίου), Πρεμετή (3 Δεκεμβρίου), Άγιοι Σαράντα (6 Δεκεμβρίου), Αργυρόκαστρο (8 Δεκεμβρίου), Χιμάρα (22 Δεκεμβρίου), Κλεισούρα (10 Ιανουαρίου 1941).
Το αποτέλεσμα ήταν η καθήλωση 27 ιταλικών μεραρχιών στην Αλβανία από 16 ελληνικές μεραρχίες και η επέκταση των ελληνικών συνόρων 60 χιλιόμετρα μέσα στο αλβανικό έδαφος. Ο Μουσολίνι στην απελπισία του άλλαξε και πάλι τον στρατιωτικό διοικητή της Αλβανίας επιλέγοντας τον στρατηγό Καμπαλέρο, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Οι νίκες αυτές του ελληνικού στρατού εναντίον των Ιταλών στάθηκαν βαρύ πλήγμα για τον άξονα Βερολίνου-Ρώμης. Ο Χίτλερ θέλοντας να βοηθήσει τον σύμμαχό του υπέγραψε εντολή επίθεσης κατά της Ελλάδας στις 13 Δεκεμβρίου, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει το σχέδιο της επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Μουσολίνι χολωμένος από την αποτυχία του να κατακτήσει την Ελλάδα κάνοντας έναν απλό περίπατο, όπως είχε ελπίσει, σχεδίαζε τώρα να εξαπολύσει την περίφημη “εαρινή επίθεση” για να συντρίψει τον ελληνικό στρατό.
Στο μεταξύ τις 29 Ιανουαρίου 1941 πέθανε ο Μεταξάς και διάδοχός του ορίστηκε από τον βασιλιά Γεώργιο Β’ ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρος Κορυζής, ο οποίος δεν φάνηκε και τόσο επαρκής για να αντιμετωπίσει τη δύσκολη κατάσταση και τον ορατό πλέον κίνδυνο της γερμανικής εισβολής. Στο μέτωπο, λόγω και του χειμώνα ο οποίος ήταν δριμύς, επικρατούσε στασιμότητα. Το κυριότερο ωστόσο πρόβλημα ήταν οι τεράστιες ελλείψεις σε εφόδια και η υπερβολικά συντηρητική τακτική του Γενικού Στρατηγείου. Παρ’ όλες όμως τις δυσκολίες ο ελληνικός στρατός ετοιμαζόταν και αυτός να αντικρούσει την “εαρινή επίθεση” του Μουσολίνι.
Οι ιταλικές δυνάμεις ήταν συντριπτικά υπέρτερες και ο εξοπλισμός τους ήταν ασύγκριτα αρτιότερος από των ελληνικών. Οι Ιταλοί, π.χ., είχαν 27 τάγματα πεζικού και οι Έλληνες μόνο 13. Οι Ιταλοί διέθεταν 120 πυροβόλα και οι Έλληνες μόλις 52. Επίσης τα ιταλικά στρατεύματα είχαν βοήθεια από 300 τελευταίου τύπου αεροσκάφη ενώ η Ελληνική Αεροπορία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Για να τονώσει το ηθικό του στρατού του ο Μουσολίνι αποφάσισε να πάει στην Αλβανία και να παραστεί ο ίδιος, επικεφαλής κλιμακίου αξιωματούχων της κυβέρνησής του, στην εξαπόλυση της μεγάλης επίθεσης εναντίων αυτών των “αναιδών Ελλήνων” που δεν τον άφηναν να αποδείξει στον Χίτλερ το πόσο σπουδαία στρατεύματα είχε και αυτός! Η επίθεση των Ιταλών εναντίον των Ελλήνων στην Αλβανία άρχισε το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941 και κράτησε ως τις 20 Μαρτίου χωρίς οι Ιταλοί να επιτύχουν τους στόχους τους.
“Της τα έδωσα της Πατρίδος και τα δύο”
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια μαρτυρία του Δημητρίου Ντούλια, πλωτάρχη του Πολεμικού Ναυτικού εα, έτσι όπως την διηγήθηκε ο ίδιος πριν από 14 χρόνια.
“Ήμουν στο Ναυτικό το 1952 και βρισκόμουνα στην Πλατεία Κλαυθμώνος, όχι όπως είναι σήμερα. Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν πάρα πολλά από τα παλιά και απορούν οπόταν ακούν ορισμένα γεγονότα του τότε. Εκείνη τη στιγμή έπεφτε ο ήλιος και θα γνωρίζετε ότι με τη δύση του, γίνεται υποστολή της σημαίας. Τότε το Υπουργείο Ναυτικού ήταν εκεί και η σημαία κυμάτιζε ακόμα στο κτήριο. Σήμερα είναι άλλες υπηρεσίες του Ναυτικού.
Τότε πάντα κάθε πρωί, θα θυμούνται οι παλιοί, γινόταν έπαρση σημαίας και σταματούσαν τα πάντα, όπως και στη δύση του ηλίου γινόταν υποστολή. Ήταν στιγμές ωραίες , απίθανες που ζούσαν τότε οι άνθρωποι. Το άγημα αποδόσεως τιμών στο χώρο του, και ακούμε το σαλπιγκτή να δίνει το σύνθημα για την υποστολή της σημαίας. Το άγημα παρουσιάζει όπλα. Ο αξιωματικός χαιρετά και παίζεται ο Θούριος. Όλοι οι παριστάμενοι εκεί και οι περαστικοί, όπως και εγώ σταθήκαμε σε στάση προσοχής. Αποδίδεις με αυτό τον τρόπο την τιμή στο ιερό μας σύμβολο, στη γαλανόλευκη σημαία. Τη στιγμή που ο αρμόδιος αξιωματικός χαιρετά, η ματιά του πέφτει λοξά και βλέπει κάτι παράξενο, και η ψυχή του ταράζεται, μ’ αυτό που θα σας πω παρακάτω. Τελειώνοντας η διαδικασία της υποστολής της σημαίας, οι διαβάτες συνεχίζουν τον δρόμο τους, ενώ εγώ παρέμεινα από συνήθεια λίγο ακόμα. Τότε βλέπω τον νεαρό αξιωματικό να κατευθύνεται θυμωμένος πρός έναν γεροδεμένο πλανόδιο καστανά. Βλέπετε τότε η πλατεία ήταν κενή και στις γωνίες ήταν πάντα στιλβωτές ( λούστροι ) και καστανάδες, που μας λείπουν τώρα. Και του είπε : “γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος για να τιμήσεις τη σημαία μας. Δεν έχεις φιλότιμο κλπ”. Ο άνθρωπος έμεινε βουβός, ενώ εγώ παρακολούθησα έντρομος και φοβερά συγκλονισμένος το τι έγινε. Μετά βλέπω τον καστανά ότι έγινε κατακόκκινος και ότι άρχισε να τρέμει. Ήθελε να φωνάξει, αλλά τον είδα με έκπληξη να συγκρατείται, σκύβοντας το κεφάλι του και να αρχίσει να κλαίει με λυγμούς. Όμως συνήλθε γρήγορα, σκούπισε τα δάκρυά του και με τη δύναμη των χεριών του ( που ήταν γερά) στύλωσε το σώμα του δυνατά, έσπρωξε τον πάγκο με τα κάστανα μπροστά και φώναξε με όλη την ψυχη του στον νεαρό αξιωματικό δυνατά: “Πώς να σηκωθώ κύριε; Της τα έδωσα της Πατρίδας μου και τα δύο”. Και σηκώνοντας τα μπατζάκια του παντελονιού, φάνηκαν δύο πόδια, κομμένα πάνω από τα γόνατα. Και ξανάρχισε να κλαίει. Ο κόσμος όπως και εγώ γύρω του έκλαιγε και χειροκροτούσε, όμως περισσότερο απο όλους έκλαιγε ο νεαρός αξιωματικός.
Έχουν περάσει περίπου 60 χρόνια. Ποιος ξέρει τι να γίνεται. Εκείνη τη στιγμή πάντως έγινε κάτι το αλησμόνητο, μια φοβερή σκηνή. Ο αξιωματικός σκύβει και αγκαλιάζει και φιλά τον καστανά, και στη συνέχεια στέκεται ευθυτενής μπροστά στον ήρωα, φέρνει το δεξί χέρι στην άκρη του γείσου του πηλίκιού του και τον χαιρετά στρατιωτικά. Του απονέμει “τας κεκανονισμένας τιμάς” που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδώσει στη σημαία μας, γιατί της χάρισε τα δύο πόδια του στα βορειοηπειρώτικα βουνά μας, για να μπορεί να κυματίζει σήμερα ψηλά η κυανόλευκη σημαία μας, σε λεύτερη πατρίδα. Και οι άλλοι, οι πολλοί να μπορούν να πηγαίνουν με γρήγορο βήμα στην ειρηνική απασχόλησή τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι περνούν μπροστά από έναν ήρωα του αλβανικού μετώπου, τον Έλληνα ήρωα πολεμιστή, όποιο επάγγελμα και να ‘χει. Άλλοι δεν μιλούν, άλλοι όμως ειρωνεύονται.Γι αυτό οι νέες γενιές πρέπει να μάθουν, να διδαχθούν από την οικογένεια και από το Σχολείο για το Έπος του 1940.
Για το καλό της Πατρίδας μας!”