Του Χρίστου Γ. Ρώμα
Ο Σταυρός του Χριστού αποτελεί το σημείο της κενώσεως του Κυρίου μας και της απολυτρωτικής Του φιλανθρωπίας, στην οποία συνοψίζεται ολόκληρη η Θεία Οικονομία. Έχει χαρακτηριστεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως ο «κάλαμος (=ο κονδυλοφόρος)», με τον οποίο υπέγραψε κατά τρόπο βασιλικό την πράξη απελευθερώσεώς μας, ενώ συγχρόνως είναι και το σκήπτρο Του, το καύχημα της Εκκλησίας, η δόξα και το κραταίωμα όλων των Χριστιανών όπου γης.
Την εποχή της Ρωμαιοκρατίας ο σταυρός χαρακτηριζόταν ως arbor infelix (= ξύλο επονείδιστο) και ως όργανο βαρύτατης ποινής, η οποία επιβαλλόταν κυρίως στους δούλους. Σκοπός της σταυρώσεως ήταν ο συνδυασμός όσο το δυνατόν σφοδρότερων πόνων με τον μέγιστο εξευτελισμό της προσωπικότητας του ανθρώπου. Σύμφωνα με την Ρωμαϊκή ποινική νομοθεσία, με τη σταύρωση τιμωρούνταν –εκτός από τους δούλους-και οι ιερόσυλοι, δηλαδή όσοι ελεύθεροι πολίτες πρόσβαλλαν κάποια θεότητα ή το πρόσωπο του αυτοκράτορα. Πριν από την εκτέλεση της σταυρώσεως οι κατάδικοι έχαναν όλες τις ιδιότητες του ελεύθερου ανθρώπου και οι Ρωμαίοι του Ρωμαίου πολίτη. Και για τα ήθη της εποχής αυτής, η αποψίλωση των ιδιοτήτων αυτών ονομαζόταν mors civilis (=πολιτικός θάνατος), ισότιμος προς τον φυσικό θάνατο.
Την περίοδο του Πάθους του Κυρίου μας υπήρχαν διάφοροι τύποι σταυρών, ανάλογοι δε ήταν και οι τρόποι σταυρώσεως. Ο αρχαιότερος ήταν ο μονόκερως σταυρός (simplex crux), δηλαδή ένα υψηλό ξύλο, σαν κορμός δέντρου, ή δοκάρι, το οποίο στερεωνόταν βαθιά στο έδαφος. Πάνω σ’ αυτό, αφού έδεναν ή κάρφωναν τα χέρια του κατάδικου στην ανάταση, και κατόπιν τα πόδια, έμπηζαν στη συνέχεια ένα μυτερό ξύλο στα σπλάχνα του και άλλο ένα στο θώρακα. Όπως ήταν φυσικό, η φλόγωση των εντέρων, η αιμορραγία και η δριμύτητα των πόνων επέφερε πολύ γρήγορα τον θάνατο. Παραλλαγή αυτού του τύπου ήταν και η λεγόμενη ανασταύρωση. Στην περίπτωση αυτή ο σταυρούμενος αναρτιόταν νεκρός πάνω στο ξύλο. Γινόταν δηλαδή η εκτέλεσή του με άλλον τρόπο, και κατόπιν το νεκρό σώμα καρφωνόταν στο δοκάρι, για να το βλέπουν οι θεατές και να παραδειγματίζονται.
Δύο άλλοι τύποι σταυρού ήταν: ο σύνθετος σε σχήμα Τ (crux commissa) και ο απλός σύνθετος σταυρός + (crux immissa). Πιθανότατα το δεύτερο αυτό σχήμα είχε ο σταυρός του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Σύμφωνα, τώρα, με τις υπάρχουσες πηγές, η διαδικασία της σταυρώσεως είχε ως εξής: Μετά την εξαγγελία από τη Ρωμαϊκή Αρχή της καταδίκης εις θάνατον διά του σταυρού, ακολουθούσε η Προσταυρωτική μαστίγωση (Alagelletio). Οι δήμιοι, που ήταν συνήθως δούλοι, ξέσχιζαν τότε τα ενδύματα του κατάδικου, τον έδεναν κατόπιν σε πάσσαλο, με στραμμένο το πρόσωπο προς αυτόν, και άρχιζαν τη μαστίγωση με φραγγέλια αποτελούμενα από δερμάτινες λουρίδες, στα άκρα των οποίων ήταν δεμένα αιχμηρά κόκαλα ή σφαιρίδια από μολύβι. Όπως ήταν επόμενο, το θύμα σφάδαζε από τους πόνους, από τις πληγές έτρεχε το αίμα και συχνότατα ο μαστιγούμενος υπέκυπτε στα τραύματά του.
Εάν ο κατάδικος είχε αντέξει τη μαστίγωση, οδηγείτο τελείως γυμνός, φορτωμένος στον σταυρό και αιμόφυρτος, μέσα από τους δρόμους της πόλεως, στον τόπο της εκτελέσεως. Κατά την πορεία οι δούλοι, με μαστίγια ή αιχμηρά σίδερα, του κέντριζαν το σώμα ή τον χτυπούσαν, για να επισπεύσει το βήμα. Συγχρόνως, οι όχλοι χλεύαζαν, έβριζαν ή πετούσαν αντικείμενα για μεγαλύτερο εξευτελισμό.
Ο τόπος εκτελέσεως της σταυρικής ποινής ήταν πάντοτε έξω από την πόλη. Στη Ρώμη ήταν το πεδίο του Άρεως και στην Ιερουσαλήμ ο Γολγοθάς. Σταυρωτής ήταν ο δήμιος (carnifex), ένας κατώτερος υπάλληλος του κράτους, που ήταν σύμβολο της φρίκης και του πόνου, ένας σκληρός τύραννος και βασανιστής, χαρακτηριζόμενος από τους συγχρόνους του ως «θηριώδης και άκαμπτος εκτελεστής του φρικτότερου μαρτυρίου». Την εκτέλεση επέβλεπε πάντα Ρωμαίος αξιωματικός…
Παραλείπουμε στο εξής για οικονομία της ύλης τους διαφόρους τρόπους σταυρώσεως, για να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στη περίπτωση του Κυρίου. Αρχαίες εικόνες, που φυλάσσονται στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού στα Ιεροσόλυμα, εμφανίζουν τον Ιησού Χριστό να είναι ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στο Σταυρό, ο οποίος κείται στο έδαφος, και επ’ αυτού να Του καρφώνουν ο δήμιος και οι βοηθοί του τα χέρια και τα πόδια. Παρ’ ότι ο τρόπος αυτός σταυρώσεως ήταν σπανιότατος, εμείς αρκούμαστε στην παράδοση. Επαναλαμβάνουμε ότι ο κατάδικος κατά τη σταύρωση ήταν τελείως γυμνός, για τη συνέχιση του εξευτελισμού από το πλήθος των θεατών, που παρακολουθούσαν το μαρτύριο! Λοιπές λεπτομέρειες για τη σταύρωση του Κυρίου μας δεν γνωρίζουμε. Το υποπόδιον (suppedaneym), στο οποίο ακουμπούσαν τα πόδια του σταυρωμένου, για να μη σχίζονται τα χέρια και τα πόδια από το βάρος του σώματος, ήταν κι αυτό σπάνιο-για την περίπτωση του Ιησού δεν γνωρίζουμε αν υπήρχε. Την ύπαρξή του αναφέρουν μόνον οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Τέλος, στο άνω μέρος του σταυρού ήταν καρφωμένη πινακίδα, στην οποία αναγραφόταν η αιτία της θανατικής καταδίκης. Αυτή την πινακίδα έφερε ο κατάδικος κρεμασμένη στο λαιμό του κατά τη μετάβαση στον τόπο της εκτελέσεως. Έτσι, γνώριζαν οι θεατές και προφυλάσσονταν από τις συνέπειες παρόμοιου εγκλήματος.
Το μαρτύριο του σταυρωμένου κατάδικου ήταν φρικτό. Τα καρφωμένα χέρια και πόδια, που σήκωναν όλο το βάρος του σώματος, συσπώντο από τους πόνους, η κυκλοφορία του αίματος έκανε ανώμαλους χτύπους της καρδιάς, η φλόγωση των πληγών και η αιμορραγία δημιουργούσαν αφόρητη δίψα, το σώμα μελάνιαζε, τα νεύρα και οι μύες πετάγονταν διογκωμένα-και τέλος η εξασθένηση όλων των μελών και η ακαμψία των σκελών επέφερε τον θάνατο.
Η ταφή απαγορευόταν για τους σταυρωμένους. Καθώς ο κατάδικος είχε κριθεί ανάξιος να ζει ανάμεσα σε έντιμους ανθρώπους, έτσι ήταν ανάξιος και να πεθάνει με έντιμο θάνατο, αλλά και να ταφεί όπως οι λοιποί πολίτες. Γι’ αυτό το λόγο οι σταυρωμένοι έμεναν κρεμασμένοι μέχρι την αποσύνθεση, ενώ συνήθως κατασπαράσσονταν από τα όρνια. Αν στην περίπτωση του Ιησού επέτρεψαν οι Αρχές την αποκαθήλωσή Του και την ταφή, αυτό συνέβη από σεβασμό προς την εορτή του Πάσχα και από συμμόρφωση προς την ειδική διάταξη του εβραϊκού νόμου (Δευτερονόμιο 12,13).
Από όλες αυτές τις φάσεις των Παθών πέρασε ο αθώος κατάδικος του Γολγοθά. Ωστόσο, η τελευταία του λέξη «τετέλεσται» ήταν συγχρόνως ένα ξέσπασμα υπέρτατης οδύνης, αλλά και μια κραυγή θριάμβου, το μεγάλο έργο της απολυτρώσεως είχε συντελεσθεί με τη θυσία Του.
Σε λίγες μέρες θα σταθούμε οι πιστοί κάτω από τον Σταυρό Του. Ας προσευχηθούμε, λοιπόν, με βαθιά κατάνυξη και συντριβή καρδιάς να μας αξιώσει μαζί με τον ευγνώμονα ληστή ν’ακούσουμε κι εμείς ως βεβαίωση του πόθου μας το «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω».