Με αφορμή τις καταγγελίες συμπολιτών μας για περιστατικά παραβατικότητας από ανήλικους συμπολίτες μας, απευθυνθήκαμε σε ψυχολόγους για να μας αναλύσουν από την δική του σκοπιά το φαινόμενο.
Γράφει η Χριστιάνα Πιστοφίδου
Ειδική ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
«Το παρά την ορμήν και την προαίρεσιν κινήσει και κατά τον λογισμόν». Η ανήλικη παραβατικότητα, άρα κοινωνικά μη αποδεκτές συμπεριφορές που αντιβαίνουν στον νομικό-ποινικό αλλά και άγραφο ηθικό κώδικα, πλέον έχει πάρει διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου και μάλιστα με καταφανή αυξητικό ρυθμό.
Ωστόσο ο όρος “εγκληματίες” είναι αδόκιμος και έτσι είναι προτιμότερο να αποφεύγεται, καθώς είναι απαξιωτικός και στιγματιστικός, ενώ ταυτοχρόνως δεν βοηθά την όποια προσπάθεια προστασίας των ανηλίκων.
Η αιτιολόγηση του φαινομένου είναι πολυπαραγοντική, εν γένει λοιπόν συμβάλουν οι υπάρχουσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, οι βασικοί θεσμοί κοινωνικοποίησης του παιδιού δηλαδή οικογένεια και σχολείο, μεγάλη θεωρείται η επίδραση των ΜΜΕ και φυσικά η ψυχοτρόπα ενασχόληση με το internet και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που προωθούν τη μύηση σε ομάδες και τον ανταγωνισμό.
Επομένως, όλα τα παραπάνω εάν είναι λειτουργικά και συνεργούν, είναι ικανά να προλάβουν ανεπιθύμητες συμπεριφορές, δομώντας στον ανήλικο γνωστική βάση και μηχανισμούς αυτορρύθμισης. Άρα μιλάμε για αγωγή, μόρφωση και ισχυρό αξιακό σύστημα που διαμορφώνει την προσωπικότητα με δομή που ενέχει επιθυμητές εσωτερικές προδιαγραφές και στοχοθέτηση.
Παραδόξως στην συγκεκριμένη ηλικία η επιθετικότητα ή παραβατικότητα μπορεί να κρίνονται ως “θετικά” γιατί επιφέρουν μια ψευδεπίγραφη δύναμη, συνδυαζόμενη με την «αλαζονεία» της ηλικίας, ενώ αντιστρόφως ανάλογα μπορεί να συνδέονται με αισθήματα πόνου και θυμού του ανηλίκου. Ο νέος μπορεί να έχει υποστεί αρνητική στάση, σαρκασμό, περιφρόνηση και υποτίμηση, άρα εκφράζοντας επιθετικότητα προσπαθεί να ξαναβρεί την υπεροχή. Αν εισακουστεί λοιπόν, η ορμή του πιθανόν να υποχωρήσει. Αν όχι, η συμπεριφορά του κινδυνεύει να γίνει καταστροφική ή και αυτοκαταστροφική.
Ο ανήλικος ξέρει ότι οι μεγαλύτεροι έχουν την εξουσία και τον “νόμο”, οπότε η ακραία συμπεριφορά του φαντάζει να είναι η μόνη του λύση, όχι γιατί θέλει να προκαλέσει πραγματική βλάβη, αλλά γιατί θέλει να περάσει κάποιο δικό του μήνυμα και να ακουστεί.
Φαίνεται πως στον νέο η εσωτερική αίσθηση του καλού ή κακού είναι πολύ έντονες, προκαλώντας στον ίδιο αμφιθυμία, αφού ενυπάρχουν σε αυτόν με την ίδια δύναμη θετικά και αρνητικά συναισθήματα, συνήθως μη επεξεργασμένα.
Ωστόσο, σε όσους έχουν υποστεί επιθετικότητα το προσωπικό θετικό προχώρημα έχει να γίνει ο στόχος, διαφορετικά η μονομερής ενασχόληση με το κακό που τους έγινε θα τους εγκλωβίσει σε αυτό.
Κλείνοντας να αναφερθεί πως οι ανεπιθύμητες συμπεριφορές δεν είναι απαραίτητα το πρόβλημα, αλλά το αποτέλεσμα άλλων, συνθετότερων προβλημάτων.