Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί από τους σφαγείς του ναζιστικού καθεστώτος προέβαλαν τη δικαιολογία πως απλά ακολουθούσαν εντολές. Η ικανότητα του Χίτλερ να επηρεάζει τις μάζες -αλλά και η ανάδειξη χαρισματικών (πολιτικών) προσωπικοτήτων της περιόδου και των δεκαετιών που έπονται- βρήκε αρκετούς μιμητές που επιχείρησαν να ασκήσουν επιρροή σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, μια σειρά από επιστημονικά πειράματα απέδειξαν πως, κάτω από συνθήκες πίεσης, κρίσης ή φόβου, ο μέσος άνθρωπος είναι ικανός να περάσει τη λεπτή διαχωριστική γραμμή που οδηγεί στο έγκλημα.
Το 1961, το πείραμα κοινωνικής ψυχολογίας του καθηγητή Milgram κατέδειξε πως οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να υπακούσουν στις εντολές μιας (μικρής) ανώτερης αρχής, ακόμη και αν αυτό σημαίνει πως μπορούν να βλάψουν (εικονικά) συνανθρώπους τους με ισχυρές δόσεις ηλεκτροσόκ. Μας εξηγεί δηλαδή, πώς ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων, υπό την καθοδήγηση ή επιρροή μιας εξουσίας, είναι σε θέση να προκαλέσει/ουν βλάβη σε κάποιον τρίτο. Τι γίνεται όμως όταν η πρόκληση βλάβης στρέφεται προς τον ίδιο μας τον εαυτό;
Πρόσφατα, ένας νεαρός 21 ετών από τη Ρωσία, ο Philipp Budeikin, κατηγορήθηκε για την παρακίνηση τουλάχιστον 16 κοριτσιών να αυτοκτονήσουν, συμμετέχοντας στο επονομαζόμενο διαδικτυακό παιχνίδι «Μπλε Φάλαινα» (“Blue Whale”). Οι αρχές, μάλιστα, προσπαθούν να συνδέσουν 130 θανάτους παιδιών με το συγκεκριμένο παιχνίδι. Πρόκειται για μεθόδους πλύσης εγκεφάλου για μια περίοδο 50 ημερών, κατά την οποία οι συμμετέχοντες καλούνται να φέρουν εις πέρας διάφορες δοκιμασίες που περιλαμβάνουν την παρακολούθηση ταινιών τρόμου, το ξύπνημα σε ασυνήθιστες ώρες, τον αυτοτραυματισμό –συμπεριλαμβάνεται και η χάραξη του σχήματος μπλε φάλαινας στο χέρι απ’ όπου και πήρε το παιχνίδι το όνομά του- και, τέλος, μετά από ένα διάστημα εξάντλησης και σύγχυσης, τους ζητείται να αυτοκτονήσουν.
Οι δοκιμασίες γίνονται σταδιακά δυσκολότερες και σκληρότερες. Σε περίπτωση που κάποιο παιδί επιθυμεί να εγκαταλείψει στην πορεία, λαμβάνει απειλητικά ή προσβλητικά μηνύματα από τον διαχειριστή. Όσα παιδιά ολοκληρώσουν τις δοκιμασίες με επιτυχία, είναι έτοιμα να ακολουθήσουν οποιαδήποτε εντολή τους δίνεται. Από το 2013 ο Budeikin –αλλά και διάφοροι μιμητές του- έχει εξελίξει τις μεθόδους προσέλκυσης παιδιών μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, χρησιμοποιώντας, κατά κύριο λόγο, τρομακτικά βίντεο.
Σύμφωνα με ψυχολόγους, αυτά τα νεαρά παιδιά, κορίτσια στο σύνολό τους, ακολούθησαν τον Budeikin επειδή πιθανά δεν έχουν λάβει την ανάλογη φροντίδα και προσοχή από τις οικογένειές τους. Ο ίδιος μάλιστα, αναφέρει πως παρείχε σ’ αυτά τα παιδιά ό,τι τους έλειπε: στοργή, κατανόηση, διασυνδέσεις. Βεβαίως, για τον δράστη τα θύματά του δεν αποτελούν παρά «βιολογικά σκουπίδια», που ήταν απαραίτητο να ξεχωρίσουν από τους φυσιολογικούς ανθρώπους. Στόχος του λοιπόν, θεωρεί πως είναι να «καθαρίσει την κοινωνία». Η ρητορική μίσους, επικαλύπτεται από τη χρήση «μεσσιανικού λόγου», όπως, για παράδειγμα, όταν παρακινεί τα θύματά του στην αυτοκτονία, τα συμβουλεύει να μη φοβούνται καθώς «θα τους συγκεντρώσει όλους μαζί επάνω στον ουρανό».
Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μια ανάλογη περίπτωση συναντούμε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στην πόλη Jonestown, όταν οι πιστοί της αίρεσης του «Ναού του Λαού», περισσότερα από 900 μέλη, οδηγούνται, υπό την καθοδήγηση του Jim Jones, σε αναγκαστική αυτοκτονία (ή δολοφονία, καθώς ανάμεσά τους βρίσκονταν πολλά παιδιά) με τη χρήση ενός θανατηφόρου μίγματος με ηρεμιστικά χάπια. Οι στόχοι του Jones ήταν άνθρωποι που αναζητούσαν μια κοινωνία ευημερίας, μέσω της ισότητας και της δικαιοσύνης. Ήλεγχε τα πάντα διακόπτοντας την επαφή με τον έξω κόσμο. Ως τεχνικές ελέγχου του μυαλού, χρησιμοποιούσε συνεχή κηρύγματα και ομιλίες από μεγάφωνα, μέρα ή νύχτα, διακόπτοντας τον ύπνο των ακολούθων του.
Αυτό που αξίζει να αναφέρουμε στη μελέτη μας για το εν λόγω φαινόμενο, είναι η παρατήρηση του γάλλου κοινωνιολόγου Durkheim πως μια κατ’ εξοχήν ατομική πράξη, όπως είναι η αυτοκτονία, μπορεί να ιδωθεί ως κοινωνικό φαινόμενο. Πέραν από τους υποκειμενικούς παράγοντες που πιθανότατα δρουν και επεξηγούν τις εκάστοτε μεμονωμένες περιπτώσεις, υπάρχουν και οι κοινωνικοί παράγοντες που συλλειτουργούν, σε μάκρο- (πχ. οικονομικές κρίσεις) και μικρο-επίπεδο (πχ. μίμηση) και επηρεάζουν την απόφαση ενός ατόμου να στραφεί εναντίον του εαυτού του. Η αχανής και, εν πολλοίς, χωρίς κανόνες διαδικτυακή κοινότητα μπορεί να δράσει επιβαρυντικά σε μια εποχή που η πλειονότητα των σύγχρονων κοινωνιών ταλανίζονται από πολιτικο-οικονομικές αστάθειες.
Το φαινόμενο έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις σε Ρωσία αλλά και Βρετανία, όπου οι επίσημες αρχές δίνουν οδηγίες στους γονείς να μεριμνούν για την ασφαλή πλοήγηση των παιδιών τους στο διαδίκτυο. Στην Ελλάδα, η ΕΛ.ΑΣ. έχει ήδη κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, ενώ μάλιστα αναφέρθηκε περίπτωση 15χρονης στην Κατερίνη που φέρεται να αποδέχθηκε την πρόκληση του διαδικτυακού παιχνιδιού αυτοκτονίας. Όσον αφορά τα ίδια τα κοινωνικά δίκτυα, τα μέτρα που έχουν λάβει θα πρέπει να θεωρηθούν μάλλον ανεπαρκή. Στο Instagram, επί παραδείγματι, εμφανίζεται μεν προειδοποίηση περιεχομένου σε αναζητήσεις που σχετίζονται με το παιχνίδι αυτοκτονίας, ωστόσο και πάλι δίνεται στο χρήστη η δυνατότητα να έχει πρόσβαση στο υλικό.
Για μια αποτελεσματική αντιμετώπιση του εν λόγω φαινομένου, αλλά και για την πρόληψη όμοιων (αυτό-)καταστροφικών τάσεων, είναι απαραίτητο τα παιδιά να μαθαίνουν από νωρίς να έχουν άμυνες∙ να γνωρίζουν πως είναι απόλυτα φυσιολογικό να αρνηθούν να συμμετάσχουν σε πράγματα που τα κάνει να νιώθουν ανασφαλή ή τα τρομάζουν, ούτως ώστε να ανταπεξέρχονται στην πίεση ομηλίκων ή μεγαλύτερων ατόμων. Ακόμη, καθώς η εικονική πραγματικότητα έχει εισβάλει δυναμικά στη ζωή μας, είναι σημαντικό τα παιδιά να λαμβάνουν μέρος σε δραστηριότητες και ομάδες στον πραγματικό κόσμο και να τους δίνεται η ευκαιρία να αναλαμβάνουν ενεργούς ρόλους και ευθύνες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, νιώθοντας πως η θέση τους στην εκάστοτε ομάδα είναι πολύτιμη, σχηματίζουν ολοκληρωμένες προσωπικότητες ενώ λειτουργούν και πιο υπεύθυνα ως ενήλικες.
Όλγα Παναγιωτοπούλου
Κοινωνιολόγος
MSc Εγκληματολογίας